«Λεονόρα Αντίο / Leonora addio» του Πάολο Ταβιάνι (2022) – Αντίο, Πάολο…
Αδελφοί Ταβιάνι…
«Πάντα θα τους αναγνωρίζουμε κι ας μας λείπουν για πολύ πολύ καιρό…»
O Πάολο Ταβιάνι μας αποχαιρέτησε κινηματογραφικά, δύο χρόνια πριν φύγει από τη ζωή με την ταινία «Λεονόρα Αντίο» που την αφιέρωσε στον αδελφό του Βιτόριο.
Μας αποχαιρέτησε περιφέροντας τη στάχτη του αγαπημένου τους συγγραφέα, Λουίτζι Πιραντέλλο, σε ένα οδοιπορικό όπου σκοπός του ήταν η πραγματοποίηση της επιθυμίας του συγγραφέα, η στάχτη του να μεταφερθεί στο Αγκριτζέντο της Σικελίας, εκεί όπου ο συγγραφέας γεννήθηκε. Επιστρέφοντας στην αρχή.
Και αυτό έκανε ο Πάολο, μόνο που σε αυτό το ταξίδι της επιστροφής μάς έκανε και μία αναδρομή, μία ιστορική αναδρομή, εστιάζοντας στα θέματα που απασχόλησαν το κινηματογραφικό έργο των Ταβιάνι. Στη ζωή, στον έρωτα, στον πόλεμο, στον θάνατο, στα γηρατειά στις δεισιδαιμονίες, στο άδικο, στη μοίρα, στην τέχνη, στο γέλιο και στο κλάμα που μπορεί να συμβαίνουν ταυτόχρονα, στη φτώχεια, στη μετανάστευση, όλα σε ένα βαγόνι ενός τρένου, όπου από τη μία συναντάμε τη ζωή, τον έρωτα, το συναίσθημα, και από την άλλη τον πόλεμο, τον θάνατο, τη διάψευση. Σε ένα βαγόνι που μεταφέρει τις στάχτες του Πιραντέλλο, του ανθρώπου που ενέπνευσε τους αδελφούς να στήσουν κινηματογραφικά τις ιστορίες του στο αριστουργηματικό «Χάος», την ταινία των ταινιών του Παγκόσμιου Κινηματογράφου.
Η ταινία του Πάολο Ταβιάνι «Λεονόρα Αντίο» είναι ασπρόμαυρη, όμως προς το τέλος γίνεται έγχρωμη. Και χρωματίζεται όταν η στάχτη του συγγραφέα φτάνει στον προορισμό της, τη σικελική γη, τον τόπο γέννησής του και όταν στην μυθοπλασία του ο Πάολο θέλει ένα μέρος της στάχτης, που κατά λάθος πέφτει έξω από την τεφροδόχο, να σκορπίζεται στο απέραντο γαλάζιο της Μεσογείου και αυτόματα μαζί με τη στάχτη να μας μεταφέρει σε μία άλλη ιστορία στην απέναντι μεριά του Ατλαντικού, στην Αμερική. Μια ιστορία που γράφτηκε από τον Πιραντέλλο και που ο Πάολο Ταβιάνι αποφάσισε με αυτή να κλείσει το κινηματογραφικό κεφάλαιο των μεγάλων αδελφών, για το έργο των οποίων έχουν χυθεί τόνοι μελάνης και που αδιαμφισβήτητα θεωρούνται οι υπ’ αριθμόν ένα στιλίστες του ευρωπαϊκού σινεμά. Πρόκειται για την ιστορία «Το καρφί» που βασίζεται στην πραγματική ιστορία ενός παιδιού από τη Σικελία, μετανάστη στην Αμερική, το οποίο δολοφόνησε με ένα μεγάλο καρφί ένα κοριτσάκι. «Ένα Σικελάκι σκότωσε ένα κοριτσάκι» έγραφαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στο Μπρούκλιν. Αυτή η ιστορία ενέπνευσε τον Πιραντέλλο να γράψει το διήγημά του, και την σκυτάλη από αυτόν πήρε ο Πάολο για να τη συνδέσει αριστουργηματικά με το προηγούμενο μέρος της ταινίας του «Λεονόρα Αντίο», αλλά και με το σύνολο του έργου του ιδίου και του αδελφού του.
Γιατί το Σικελάκι δεν ξεφυτρώνει ξαφνικά στην ιστορία μας. Έχουν περάσει 6 χρόνια από τότε που βρέθηκε στην Αμερική με το τελευταίο κύμα των μεταναστών – όπως αναφέρεται στην ταινία – και ήταν ο αριθμός 6, ο έκτος από τους δέκα Σικελούς στους οποίους επιτράπηκε εκείνη την ημέρα να επιβιβαστούν στην άμαξα που θα τους μετέφερε στο λιμάνι. Το αγόρι ήταν ανάμεσα στους κακομοιριασμένους που έφευγαν για Αμερική σε εκείνη την πρώτη ιστορία της ταινίας «Χάος», που είχε τον τίτλο «Ο άλλος γιος» και ήταν αυτό το παιδί που βίαια απέσπασε ο πατέρας του από την αγκαλιά της μάνας του, την οποία έκτοτε δεν ξανάδε. Δεν ρωτήθηκε το παιδί αν ήθελε να ακολουθήσει τον πατέρα του. Εκείνος αποφάσισε για την τύχη του. Αλλά το μεγάλο ζητούμενο έχει τεθεί σε όλες τις ταινίες των Ταβιάνι. Ποιος τελικά καθορίζει τη μοίρα μας; Και πόσο η δική μας παρέμβαση ανατρέπει τα έργα και τους σχεδιασμούς των άλλων που έχουν την εντύπωση, και τη σιγουριά ενίοτε, ότι μπορούν με τα έργα τους να καθορίσουν τις ζωές των άλλων;
Προβάλλοντας την χαρακτηριστική σεκάνς της ταινίας «Χάος» μέσα στην τελευταία του ταινία ο Πάολο Ταβιάνι, και συνδέοντας με τον τρόπο αυτό τις δύο ταινίες μεταξύ τους, δημιουργεί έναν φιλμικό χωροχρόνο όπου το παρελθόν συναντιέται με το παρόν, οι ήρωες επανεμφανίζονται σε μία δυνάμει κατάσταση που δεν είχε προβλεφθεί. Και δεν είχε προβλεφθεί γιατί για τους αδελφούς Ταβιάνι η ζωή νοηματοδοτείται μέσα από τη διαλεκτική των αντιθέσεων και μέσα από την κατάρριψη των βεβαιοτήτων. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς θάνατο, δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς αντεπανάσταση, δεν υπάρχει κοινωνική σύγκρουση χωρίς ατομική σύγκρουση. Όλα αυτά τα βιώσαμε μέσα από το σύνολο του έργου των αδελφών. Και μέσα από τις αντιθέσεις οι άνθρωποι προχωρούν μέσα σε μία χαοτική κατάσταση, της οποίας όμως τα ηνία εξακολουθούν να κρατούν οι ίδιοι. Και τα πάντα μέσα σε αυτό το χάος έχουν έναν σκοπό. Αυτό τονίζει στο παραλήρημα μετά τη διάπραξη του φόνου το Σικελάκι. Το καρφί έπεσε από την άμαξα για έναν σκοπό. Τα κορίτσια που τσακώνονταν, τσακώνονταν για έναν σκοπό. Για μία στιγμή το χάος στο οποίο έχει βυθιστεί το μικρό αγόρι το φοβίζει και το κάνει να παρανοεί. Αποφασίζει να γίνει ο ίδιος Θεός, ένας Θεός που προσπαθεί να βάλει τάξη σε αυτό το χάος αφαιρώντας μία ζωή. Όμως τελικά το χάος επανέρχεται. Είναι η ζωή που συνεχίζεται και που μέσα σε αυτήν με το πέρασμα πολλών χρόνων, ο θάνατος του μικρού κοριτσιού ξεχνιέται. Και μετά από πολλά, πολλά χρόνια ξεχνιέται και η ίδια. Μόνο ένας δεν την ξεχνά και την επισκέπτεται κάθε χρόνο αφότου έχει βγει από τη φυλακή του. Είναι το μικρό αγόρι, ο θύτης που μέχρι τα βαθιά του γεράματα δεν ξεχνά τη μικρή κοπέλα.
Άραγε τι είδε στο μικρό κορίτσι το αγόρι και θέλησε να την σκοτώσει; Είδε την λήθη που ακολουθεί μετά τον θάνατο; Σκότωσε τη λήθη; Ή σκότωσε τις μνήμες από την εικόνα της μητέρας του που θα τον ακολουθεί για πάντα και θα τον κυνηγά σαν φάντασμα η έλλειψή της;
Γιατί ο Πάολο Ταβιάνι σφραγίζει το καλλιτεχνικό του έργο και κλείνει το μεγάλο Κεφάλαιο Ταβιάνι επιστρέφοντας στην πρώτη ιστορία του «Χάους» όπου η μάνα σε όλες της τις μορφές δεσπόζει; Ως μητέρα, ως βιασμένη, ως εγκαταλελειμμένη, ως απούσα, και ως μόνιμη φιγούρα που στοιχειώνει τις ζωές των παιδιών που δεν τη χόρτασαν; Και γιατί σχεδόν 40 χρόνια μετά ο Πάολο Ταβιάνι επιλέγει να δώσει αυτή τη συνέχεια σε ένα κομμάτι αυτής της ιστορίας που αφορά στο μικρό παιδί;
Ο κύκλος των δύο μεγάλων σκηνοθετών έχει κλείσει. Το τέλος της ζωής του πλησιάζει και αυτό ο 90χρονος τότε Πάολο στην τελευταία του ταινία, δείχνει να το γνωρίζει. Επιστρέφει στη μάνα, εκεί από όπου όλα ξεκινούν, συνοδοιπορώντας με τις στάχτες του αγαπημένου του συγγραφέα, που ήξερε όσο κανείς άλλος να πλάθει ιστορίες κατευθείαν μέσα από τη ζωή, συλλαμβάνοντας άμεσα τον πυρήνα της τραγικότητάς της, αλλά και της συνέχειάς της, και έχοντας πάντα δίπλα του τον Βιτόριο, που ίσως σε κάποιες στιγμές του ταξιδιού με το τρένο, στη διάρκεια της ταινίας, τον αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του υπαλλήλου που μεταφέρει τη στάχτη, σκεπτικό, να παρατηρεί όλο το ετερόκλητο πλήθος που κινείται γύρω του.
«Η ζωή τελειώνει γρήγορα» ακούμε τον συγγραφέα Πιραντέλλο, λίγο πριν ξεψυχήσει να μας λέει στην αρχή της ταινίας. Ναι, τελειώνει γρήγορα, αλλά εκεί που τελειώνει αρχίζει κάτι άλλο μας έλεγαν οι Ταβιάνι όλα αυτά τα χρόνια μέσα από το πολύ πλούσιο έργο τους, αφήνοντας πολύ υλικό πίσω τους να αξιοποιηθεί από μελλοντικές γενεές καλλιτεχνών και απλών θεατών, και μέσα από αυτό να γεννηθεί κάτι νέο.
Το σίγουρο είναι ότι θα μας λείψουν για πολύ πολύ καιρό. Παραμένει ένα ζητούμενο αν στα χρόνια της αιώνιας απουσίας τους, παραφράζοντας τους στίχους του τραγουδιού «San Michele» που η ομώνυμη ταινία ενέπνευσε τον Θ. Παπακωνσταντίνου – γιατί η πραγματική και αληθινή τέχνη, όρια και φραγμούς δεν γνωρίζει, μεταμορφώνεται, μπορεί να γίνει λογοτέχνημα, μπορεί να γίνει τραγούδι, μπορεί να γίνει μουσική, μπορεί να γίνει φωτογραφία, μπορεί να συγκεράσει όλα τα προηγούμενα και να μετατραπεί σε ταβιανό αριστούργημα- θα υπάρξουν κάποιοι που θα έχουν να μας διηγηθούν ιστορίες που μέσα στο ανθρώπινο συμπαντικό χάος θα βοηθήσουν τους επόμενους να βρουν ξανά του “νήματος την άκρη”. Αυτή την άκρη του μπλεγμένου μέσα στη ροή του χρόνου, νήματος που διατρέχει τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα αυτής, προσωπικό, κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό και που οι αδελφοί Ταβιάνι επιχείρησαν να βρουν. Και αφού τη βρήκαν ξετύλιξαν το κουβάρι της τέχνης τους, καθοδηγούμενοι από την πίστη τους στον άνθρωπο. Μία βαθιά πίστη που τους έκανε να μην ξεστρατίσουν ποτέ από αυτή την τέχνη, που υπηρέτησαν αξιοθαύμαστα.
Και το ακόμη πιο σίγουρο είναι ότι σε όλον τον καιρό της απουσίας τους, πάντα θα τους “αναγνωρίζουμε…”
Τους ευχαριστούμε…