M – Ο Δράκος του Ντίσελντορφ
Μία εξαιρετική ταινία που εντάσσεται στη χορεία των μεγάλων έργων τέχνης, διαχρονική και δυστυχώς επίκαιρη…
«M. Ο Δράκος του Ντίσελντορφ» Γερμανία (1931), του Φριτς Λανγκ
(Πρωτότυπος τίτλος M – Eine Stadt sucht einen Mörder ή, απλά, Μ)
Ένας διαρκής φόβος πλανάται στην κοινωνία της ηττημένης από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Γερμανίας. Την Γερμανία της οικονομικής ύφεσης, της εγκληματικότητας, της φτώχειας, της ανέχειας. Η κοινωνική διαστρωμάτωση αυτής της κοινωνίας αποτελείται από τις επίσημες αρχές που ασκούν τη νομότυπη εξουσία, τους ηγέτες του υπόκοσμου που μαζί με τις αρχές -ενίοτε συνεργαζόμενοι και με αυτές- και ακολουθώντας πάνω κάτω τις ίδιες μεθόδους, επιδιώκουν την επιβολή της δικής τους εξουσίας ή για την ακρίβεια την προστασία του χώρου στον οποίο επιβάλλουν τους δικούς του νόμους, τον κόσμο των μικροαστών και τον κόσμο του περιθωρίου. Οι δύο τελευταίοι κόσμοι άγονται και φέρονται ανάλογα με τις περιστάσεις και την τυχαιότητα σε μία προσπάθεια επιβίωσής τους στο δυστοπικό περιβάλλον της χώρας τους κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Μιας χώρας που ο απλός λαός της προσπαθεί μέσα στην οικονομική ύφεση να ορθοποδήσει, σε ένα κράτος όπου φαίνεται να λειτουργούν οι κοινωνικές δομές -η ρουτίνα της καθημερινότητας φαίνεται ότι μπορεί να εξασφαλιστεί από αυτές- ωστόσο όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δείχνει ότι κάτω από αυτήν την υποτυπώδη διασφάλιση κινούνται και υφαίνονται τα νήματα μιας ιστορίας που στο μικρό χρονικό διάστημα που ακολούθησε γράφτηκαν οι πιο μαύρες σελίδες της στο βιβλίο της παγκόσμιας ιστορίας της ανθρωπότητας.
1930. Ντίσελντορφ. Εκεί μας μεταφέρει ο Φριτς Λανγκ και σε αυτόν τον χωροχρόνο τοποθετεί τον κεντρικό του ήρωα Μ. (Murder) έναν σαδιστή δολοφόνο μικρών κοριτσιών. Όλη η κοινωνία επιστρατεύεται στο κυνήγι αυτού του δολοφόνου. Η ιστορία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα.
Αν μεταφερόμασταν στο σήμερα, το ενδιαφέρον και η έννοια του κοινού θα βρισκόταν σε αυτό. Στις λεπτομέρειες του κυνηγητού, στα ίχνη που άφησε ο δολοφόνος και σίγουρα στις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τον τρόπο διάπραξης των εγκλημάτων του, που αφειδώς θα μας παρείχαν τα συστημικά ΜΜΕ. Ο Φριτς Λανγκ όμως δεν εστιάζει σε αυτά, γιατί απλά κάνει τέχνη. Και στην τέχνη αποτυπώνεις αυτό που υπάρχει πίσω από την πραγματικότητα, επιχειρώντας να αναδείξεις την κρυμμένη αλήθεια της, αυτό που η πραγματικότητα σου στερεί. Επιχειρεί λοιπόν μέσα από το κυνήγι του δολοφόνου να αναδείξει τον τρόπο χειραγώγησης του κοινού, τις διαπλεκόμενες σχέσεις ανάμεσα στους νόμιμους εξουσιαστές και τους παρακρατικούς και στο πώς ένας ολόκληρος λαός αφήνεται στο έλεος και των δύο, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να παρασυρθεί από μεγαλοστομίες, ηθικολογίες και εύκολες, χωρίς ίχνος περισυλλογής και ενός βαθύτερου στοχασμού, κρίσεις.
Στο πρώτο μέρος, το κέντρο βάρους μεταφέρεται από τον δολοφόνο σε όλο τον μηχανισμό που στήνεται για τη σύλληψή του, καθώς και στον μηχανισμό εκείνο που κάνει ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων έτοιμο να αυτοδικήσει, έτοιμο να εκτελέσει τη θανατική ποινή, ακόμη και αν δεν είναι σίγουρο για την ενοχή κάποιου. Τα βαθιά καταπιεσμένα απωθημένα ενός ταλαιπωρημένου έθνους ψάχνουν να βρουν την αφορμή να εξωτερικευτούν.
Και στο δεύτερο μέρος το κέντρο βάρους επανέρχεται στον θύτη μελετώντας τον κάτω από το πρίσμα του ατόμου που ετεροκαθορίζεται από το νοσηρό του πάθος, εγκλωβισμένος σε αυτό, ανίκανος να αποδράσει, φυλακισμένος μέσα στην υπαρξιακή του τραγικότητα, βυθισμένος στις ενοχές του. Του ατόμου που προσπαθεί να απαλλαχτεί από τα διεστραμμένα και παράφρονα πάθη του, μάταια όμως γιατί μόνο του δεν μπορεί. Ένα μεγάλο ζητούμενο που τίθεται στην ταινία του Λανγκ είναι κατά πόσο η κοινωνία και οι δομές αυτής είναι διατεθειμένες να τον δουν ως τέτοιο άτομο ή όλα αυτά ωχριούν μπροστά στη διάπραξη των εγκλημάτων του, οπότε ευθύς εξαρχής ο άνθρωπος αυτός είναι καταδικασμένος, είναι καμένο χαρτί και δεν πρόκειται ποτέ να θεραπευτεί.
Ένας από τους βασικούς εκπρόσωπους του γερμανικού εξπρεσιονισμού ο Λανγκ, επικεντρώνεται στο ατομικό ανθρώπινο στοιχείο και τα πάθη του δολοφόνου, το αδιέξοδο που προκύπτει στην προσπάθεια απεγκλωβισμού του από τις εμμονές του μέσα σε ένα μη αρμονικό κοινωνικό πλαίσιο, όπου οι άνθρωποι που το αποτελούν μπορεί εύκολα να μετατραπούν σε όχλο που χειραγωγείται και κατευθύνεται από τη βούληση του εκάστοτε εξουσιαστή, εγκλωβισμένοι και αυτοί στις δικές τους εμμονές, τα δικά τους πάθη.
Το σκηνικό που συμβαίνουν όλα αυτά αποδίδεται με τον καλύτερο τρόπο μέσω της γεωμετρικής αντίληψης του χώρου που διαθέτει ο Λανγκ, όπου όλος ο χώρος στον οποίο κινούνται οι ήρωες στρέφεται γύρω από ένα νοητό κέντρο που τους τραβάει, σαν να μην μπορεί κανένας τους να ξεφύγει από αυτό. Είναι τα αόρατα δίκτυα του φόβου που πλανάται συνεχώς πάνω από τις ζωές τους που τους κρατούν δέσμιους να βλέπουν μόνο προς το κέντρο και τίποτε έξω από αυτό. Ένας φόβος που οι έντονες σκιές, οι μορφές των προσώπων που πολλές φορές παρουσιάζονται παραμορφωμένες και το κλειστό του χώρου μέσα στο οποίο είναι γυρισμένη όλη η ταινία -ακόμη και τα εξωτερικά της- επιτείνεται ακόμη πιο πολύ. Ένας φόβος που καταργεί κάθε λογική σκέψη, πατρονάρει, μαζικοποιεί τους ανθρώπους, ανοίγοντας τον δρόμο στο τέρας του ναζισμού που δεν άργησε να καταφτάσει.
Το ηθικώς αμφιλεγόμενο σώζει την ταινία από κάθε μορφής διδακτισμό γιατί αυτό που ενδιαφέρει τον Λανγκ δεν είναι να νουθετήσει, αλλά να καταδείξει τα στοιχεία που δρουν σε ένα οντολογικό υπαρξιακό επίπεδο και καθορίζουν τη στάση του ατόμου, αφαιρώντας του την ελευθερία της βούλησής του και μετατρέποντάς το σε ένα άβουλο όν αφημένο να παραδοθεί και να εκτελέσει ό,τι του ζητηθεί από τα κέντρα αποφάσεων που το κρατούν δέσμιο διαθέτοντας ένα και μοναδικό, αλλά ισχυρότατο εργαλείο. Τον φόβο του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Μία εξαιρετική ταινία που εντάσσεται στη χορεία των μεγάλων έργων τέχνης, διαχρονική και δυστυχώς επίκαιρη.
Προβάλλεται στους κινηματογράφους.