Made in Greece – Όταν ο Χάρρυ Κλυνν “ευτέλιζε” τα εθνικά σύμβολα στην παρέλαση
Δεκαετίες πριν τη θεατρική ομάδα που έσπειρε τη φρίκη σε φασίστες και κάθε λογής θείτσες κατά την παρέλαση στη Χαλκηδόνα, ο Χάρρυ Κλυνν διακωμωδούσε τη διαδικασία με μια παρέλαση – πανόραμα της νεολληνικής κοινωνίας στα χρόνια της Αλλαγής.
Το “χάπενινγκ” της θεατρικής ομάδας των κοριτσιών στη Χαλκηδόνα να μονοπωλεί το ενδιαφέρον της τελευταίες ημέρες, ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που παρωδείται καλλιτεχνικά η παρέλαση, αφού πάνω από 30 χρόνια πριν, to 1987, ο Χάρρυ Κλυνν στο Made in Greece του Πάνου Αγγελόπουλου σε σενάριο του Γιάννη Κακουλίδη έκανε το ίδιο πράγμα, ακόμα πιο πετυχημένα θα τολμούσαμε να πούμε, χωρίς φυσικά να έχουν νόημα άμεσες συγκρίσεις προσώπων και καταστάσεων.
Σε μια από τις πιο απολαυστικές σκηνές της ταινίας, οι συντελεστές αποτυπώνουν μια μοναδική κοινωνική ακτινογραφία της Ελλάδας των 80ς, τόσο διαφορετικής και τόσο όμοιας με το σήμερα, μέσα από μία πολιτική παρέλαση (με πολίτες δηλαδή) όπου περνάνε από μπροστά μας όλες οι συμπαθείς τάξεις της χώρας: Από την ορχήστρα εγχόρδων Αθηνών – Λαμίας, τουτέστιν τους μπουζουξήδες μέχρι τα ντουμάνια των “Φυσιολατρών” με τους αργιλέδες, τους καμικάζι της ασφάλτου – τσίτα τα γκάζια αδέρφια – και τους διευθυντές των τραπεζών και των δημόσιων οργανισμών με τα πακέτα στο χέρι, υπέρ του συναλλάγματος της φίλης και συμμάχου Ελβετίας. Πλάι σε αυτούς βλέπουμε τσιγγάνους με αρκούδες και γουρούνια, καθώς ο Χάρρυ Κλυνν δεν ήταν αρκετά διορατικός για να προβλέψει πως θα έρθει η μέρα που ένας πολιτσμάνος θα τους έδιωχνε για να μη χαλάνε τη βιτρίνα. Δε λείπουν επίσης οι λαχειοπώλες ως βασική ελπίδα για την οικονομική ανάπτυξη του τόπου κι οι εκπρόσωποι των παραγωγικών τάξεων, δηλαδή σουβλατζήδες, πωλητές μαλλιού της γριάς κοκ. Ελληνοαμερικανικά σημαιάκια που τιμούσαν από τότε τις βάσεις που φεύγουν που μένουν ανεμίζουν στο κοινό, μια ή ένας πρόγονος της Γιάννας Αγγελοπούλου Δασκαλάκη με τη γούνα της εποχής είναι στους επισήμους πετώντας γαρύφαλα, σπάζοντας πιάτα και τρυπώντας μπαλόνια ωσάν σε μπουζουκλερί – πολιτιστικό κέντρο που θα έλεγε και πασοκική ψυχή της εποχής -, προσφέροντας μια εικόνα που δε διαφέρει και πολύ με το σήμερα από άποψη αισθητικής. Την εξέδρα των επισήμων συμπληρώνουν εμβλητικά σύμβολα του έθνους, μια καρυάτιδα, ένας παπάς, ένας κύριος που κόβει γύρο, ένας αξιωματικός του στρατού κι ένας της αστυνομίας, με ψυγεία κόκα – κόλα ενδιάμεσα. Ξεχωρίζει επίσης ένας τσολιάς με ζαρτιέρα κάτω από τη φουστανέλα, σαν πρόδρομος για όσα θα μας έδειχνε ο Αποστόλης Μπαρμπαγιάννης της Ελληνοφρένειας.
Στο τέλος, ένα παιδί δίνει στον μια πλαστική σημαία, αυτός χαμογελά θλιμμένος και την κουνά μαραμένος, ενώ από πίσω σε θλιβερό τόνο, παίζει το η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Κι αυτός είναι ο πρώτος από τους άξονες του γνωστού εθνοσωτήριου τριπτύχου πατρίς – θρησκεία – οικογένεια, για να ακολουθήσει μία επίσκεψη του πρωταγωνιστή σε μια εκκλησία – ντίσκο κι άλλα μια στο πατρικό του σπίτι, όπου κυριαρχεί η τηλεόραση, ώσπου πείθεται τελικά να επιστρέψει οικειοθελώς στο τρελάδικο, αφού έξω είναι χειρότερο τρελοκομείο. Κανείς δεν τόλμησε πάντως τότε να καταγγείλει το Χάρρυ Κλυνν για ασέβεια στα εθνικά σύμβολα. Μπορεί να ήταν άλλες, πιο προοδευτικές εποχές “ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς”, στον απόηχο της αντιπολίτευσης, ή απλώς να τους ξέφυγε, επικεντρώνοντας σε άλλα την προσοχή τους.