Μαζί ή τίποτα
Το τέλος είναι μάλλον απαισιόδοξο, χωρίς να δίνει στο θεατή καμία προοπτική ή διέξοδο. Είναι λογικό όμως να περιμένουμε τη λύση από μια κινηματογραφική ταινία; Ή μήπως ο σκοπός του κινηματογράφου είναι να μας προβληματίσει και να μας φορτίσει συναισθηματικά, ακριβώς για να αναζητήσουμε τη λύτρωση με τις πράξεις μας, στον πραγματικό κόσμο;
Το δίλημμα στην ελληνική μετάφραση του τίτλου είναι έτσι διατυπωμένο, ώστε να μας προϊδεάζει εξ αρχής για την απάντηση. Αφού δεν είναι το ένα, τότε το άλλο. Κι επειδή δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλήσει κανείς για την ταινία, χωρίς να προδώσει στοιχεία από την πλοκή της και το αμφιλεγόμενο τέλος της -για το οποίο τόση κουβέντα έχει γίνει- παρακαλούνται θερμά, όσοι σκοπεύουν να δουν την ταινία στο άμεσο μέλλον, να απομακρυνθούν από την οθόνη ή να σταματήσουν εδώ την ανάγνωση. Αν ήταν μια πιο ανάλαφρη ταινία, θα μπορούσαμε να παρεμβάλουμε κάτι -πχ το “χα-χα” αντί για μπιπ- στα επίμαχα σημεία, όπου η πρωταγωνίστρια πχ [χα-χα], ενώ αρχικά φαινόταν πως θα [χα-χα] κτλ. Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με την ευχάριστη, πολυπολιτισμική ατμόσφαιρα του Soul Kitchen, που ίσως να σήκωνε κάτι τέτοιο, αλλά για μια ταινία που εστιάζει στη σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας μας: τα σκοτάδια του ρατσιστικού μίσους και τους νεοναζί.
Ο Φατίχ Ακίν παρουσιάζει μια βομβιστική επίθεση στο μαγαζί ενός παλιού κρατούμενου, κουρδικής καταγωγής, που επιχειρεί να στήσει από το μηδέν τη ζωή του, αλλά βρίσκει ακαριαίο θάνατο μαζί με το μικρό γιο του και αφήνει πίσω του μια γερμανίδα χήρα, που καταρρέει, και καλείται να διαχειριστεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση, μαζί με τα συναισθήματα που απορρέουν απ’ αυτήν. Η ταινία μας δείχνει το αρχικό σοκ της πρωταγωνίστριας, τις αστυνομικές έρευνες που εξετάζουν το παρελθόν του θύματος (που είχε εμπλακεί με ναρκωτικά) σαν να ήταν ο θύτης -και όχι το θύμα- του εγκλήματος, τη σύλληψη και τη δίκης ενός νεαρού ζευγαριού νεοναζί που έβαλε, κατά πάσα πιθανότητα, τη βόμβα, τα εις βάρος τους στοιχεία, που σκοντάφτουν στο τεκμήριο της αθωότητας -ή μάλλον της αμφιβολίας- και τελικά την “κάθαρση-νέμεση” που έρχεται διά της αυτοδικίας αλλά συνδυάζεται με την αυτοχειρία. Ή μαζί ή τίποτα.
Υπάρχει κι άμεσο ελληνικό ενδιαφέρον, καθώς παρουσιάζει το φασισμό της χρυσής αυγής και τις διεθνείς σχέσεις της, με έναν πολύ πειστικό χαρακτήρα χρυσαυγίτη, που τον υποδύεται σε ένα ρόλο-έκπληξη ο Γιάννης Οικονομίδης, ο σκηνοθέτης του “Σπιρτόκουτου”. Φασίστας δεν είναι ασφαλώς, αλλά η ερμηνεία του είναι εκπληκτική, θυμίζοντας σκηνές, πρόσωπα και καταστάσεις που ο καθένας μας έχει αντιμετωπίσει κάποια στιγμή στο περιβάλλον του.
Η ταινία του Φατίχ Ακίν έχει σαφώς αδυναμίες, αν και πολύ διαφορετικές απο αυτές που τις καταλογίζουν κάποιοι κριτικοί. Δε μας δείχνει, για παράδειγμα, πώς ξεπηδά και καλλιεργείται ο φασισμός και ασχολείται ελάχιστα με τους δολοφόνους, που ακόμα και στη δίκη μιλούν ελάχιστα και εκπροσωπούνται από τον ομοϊδεάτη συνήγορό τους, ενώ το τέλος της ταινίας δεν έχει να μας δώσει κάποιο αισιόδοξο μήνυμα.
Το “μαζί ή τίποτα” έχει όμως κι αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα -πέρα από τη σκηνοθεσία, τις ερμηνείες και τους δυνατούς διαλόγους, που δε νιώθω ως ο πλέον κατάλληλος για να τα προσεγγίσω. Δείχνει πχ το ρόλο του κράτους και τη βούληση της δικαιοσύνης (ή μάλλον την έλλειψή της), που θυμάται επιλεκτικά το τεκμήριο της αθωότητας.
Δείχνει πώς η αστυνομία στρέφει τις υποψίες της πρωτίστως στις μαφίες των αλλοδαπών, αλλά ποτέ εναντίον των νεοναζί -που είναι Γερμανοί. Ακόμα κι οι συλλήψεις των βασικών υπόπτων δε βασίζονται σε δικές της έρευνες, αλλά στην καταγγελία του πατέρα του δράστη, που σιχαίνεται την ιδεολογία του γιου του.
Μας δείχνει επίσης πώς γεννιούνται οι ρατσιστικές αντιλήψεις ακόμα και στο στενό οικογενειακό περιβάλλον της πρωταγωνίστριας, που θεωρητικά είχε αποδεχτεί τις επιλογές και το γάμο της, αλλά την κρίσιμη στιγμή σπάει την ιδιότυπη “ανακωχή” και αναπαράγει στερεοτυπικά την ξενοφοβία και τις προκαταλήψεις.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και κάποιες θεαματικές διακυμάνσεις, που δεν καταλήγουν όμως σε κάποια εύκολη, αίσια κατάληξη -το περιβόητο happy end. Η πρωταωνίστρια βουλιάζει μετά τη δολοφονία στο προσωπικό της δράμα και πιάνεται, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, από τη σανίδα σωτηρίας που βρίσκει στη δικαιοσύνη, πιστεύοντας στην τιμωρία και τη λύτρωση. Προσγειώνεται απότομα όμως στην πραγματικότητα κι επιστρέφει στην προηγούμενη κατάσταση, αποφασισμένη αυτή τη φορά να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Κι ενώ φαίνεται προς στιγμήν πως η ζωή θα νικήσει, γιατί στην τελική οι αληθινοί άνθρωποι έχουν συναισθήματα και αυτό είναι που τους διαφοροποιεί ουσιαστικά από τους φασίστες, τελικά έρχεται το τέλος που αναφέραμε, και το βούλιαγμα ολοκληρώνεται σε μια παραλία της Ελλάδας.
Κάποιοι κριτικοί ξίνισαν, γιατί η ταινία προκρίνει την αυτοδικία, και υπονοεί σαφώς πως η λύση θα ήταν αδύνατο να δοθεί στο πλαίσιο του νόμου, της δικαιοσύνης, του “κράτους δικαίου” και των οργάνων του. Είναι πάντως αδύνατο (νομοτελειακό θα λέγαμε στη δική μας διάλεκτο) να μη σκεφτεί συνειρμικά κανείς τη δίκη της χρυσής αυγής, στα καθ’ ημάς και την ατιμωρησία ως γενικό κανόνα, που οπλίζει το χέρι των φασιστών και τους αποθρασύνει.
Η κριτική αυτή, προερχόμενη συνήθως από αστική, φιλελέ σκοπιά, μπορεί να σοκάρεεται ή να απογοητεύεται από το τέλος της ταινίας, αλλά το κάνει για τους λάθος λόγους, χτυπώντας ένα από τα πιο δυνατά σημεία της: το στριπτίζ στο οποίο υποβάλλει τις… “ευνομούμενες πολιτείες” του δυτικού κόσμου και την ασυλία που παρέχουν στο φασισμό -όταν δεν έχουν οργανικές σχέσεις μαζί του.
Στον αντίποδα, το τέλος είναι μάλλον απαισιόδοξο και για αυτό ρεαλιστικό, χωρίς να δίνει ωστόσο στο θεατή καμία προοπτική ή διέξοδο. Είναι λογικό όμως να περιμένουμε τη διέξοδο και τη λύση από μια κινηματογραφική ταινία; Ή μήπως ο σκοπός του κινηματογράφου είναι να μας προβληματίσει και να μας φορτίσει συναισθηματικά-πνευματικά, ακριβώς για να αναζητήσουμε τη λύτρωση με τις πράξεις μας, στον πραγματικό κόσμο;
Δείτε εδώ όλες τις κριτικές στο “Οσκαρικό αφιέρωμα” της Κατιούσα