«Μαζί Ξανά / Hors-Saison» του Στεφάν Μπριζέ, Γαλλία (2023)
Η νέα ταινία του Στεφάν Μπριζέ, χωρίς συναισθηματικές κορώνες και μελοδραματισμούς, μας συγκινεί και μας καθηλώνει με την αφοπλιστική της ειλικρίνεια…
«Παίρνεις, πετάς, φεύγεις…»
Μέσα σε τρεις λέξεις αποκαλύπτονται η μοναξιά, η εγκατάλειψη, η έλλειψη… Και απομένει τι; Απομένει η Αλίς. Που 16 χρόνια πριν είχε βιώσει μια τέτοια κατάσταση, όταν ο Ματιέ την «παράτησε» και που τώρα τον ξανασυναντά. Επιμένει σε αυτό το ρήμα η Αλίς ενώ ο Ματιέ προτιμά να μιλούν για χωρισμό. Με παράτησε λέμε στην καθημερινότητά μας, όταν ο χωρισμός δεν αποτελεί κοινή απόφαση. Όταν ο ένας από τους δύο φεύγει, ενώ ο άλλος θέλει να μείνει στη σχέση, γιατί απλά είναι ερωτευμένος. Και εδώ ο Στεφάν Μπριζέ τον έρωτα τον θέτει στο τραπέζι ανατέμνοντάς τον με το κινηματογραφικό του νυστέρι.
Η Αλίς δεν μπορεί να ξεπεράσει εύκολα αυτή την εγκατάλειψη γιατί ταυτόχρονα όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθεί την πορεία του Ματιέ, που προς τους έξω δείχνει πολύ ανοδική. Φτασμένος ηθοποιός με πλήθος θαυμαστριών και θαυμαστών, παντρεμένος με διάσημη τηλεπερσόνα, εξώφυλλα σε πολλά περιοδικά, η Αλίς παρακολουθεί τη ζωή του Ματιέ, φτιάχνοντας ταυτόχρονα και τη δική της ζωή -πετυχημένη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αυτή- στη μικρή επαρχιακή πόλη που αποφάσισε να ζήσει. Το συναίσθημα όμως της εγκατάλειψης είναι εκεί. Σκιάζει τη ζωή της ακόμη και αν αυτή δείχνει να είναι επιτυχημένη. Βρίσκεται εκεί, έχει φωλιάσει μέσα της, έχει κατορθώσει η ίδια -αν αυτό θεωρείται κατόρθωμα, για τους άλλους ίσως ναι, για την ίδια όχι- να το καταχωνιάσει να το εγκλωβίσει και να το ξεχνά. Δεν μπορεί όμως να το εγκαταλείψει γιατί συνειρμικά η σκέψη της στρέφεται σε ένα αναπάντητο «γιατί».
Γιατί ο Ματιέ την εγκατέλειψε; Αποτελούσε η ίδια φρένο στις επιδιώξεις του; Και αν ναι, γιατί τη θεωρούσε εμπόδιο; Πίστευε για αυτήν ότι δεν είχε τις δυνατότητες να τον ακολουθήσει στη δική του πορεία; Ήταν μια ασήμαντη γυναίκα που δεν θα μπορούσε να σταθεί δίπλα του, να τον ακολουθήσει στα όνειρά του, στην πραγμάτωση αυτών των ονείρων; Και ο έρωτάς της προς αυτόν δεν του ήταν αρκετός ώστε μαζί να προχωρήσουν και να δημιουργήσουν; Να αλληλεπιδράσουν, να χαράξουν μαζί μία κοινή πορεία και σε αυτή να βαδίσουν διατηρώντας ο καθένας τη δική του αυτονομία, ξεδιπλώνοντας ταυτόχρονα όλες τις κρυφές τους δυνάμεις; Αυτές τις δυνάμεις που τους έφεραν κοντά, που τους έκαναν να ερωτευτούν ο ένας τον άλλον, αλλά που ο χωρισμός δεν επέτρεψε σε αυτές να ξεδιπλωθούν, να εξωτερικευτούν, να αποκτήσουν τις κανονικές τους διαστάσεις που θα δρούσαν ευεργετικά στην προσωπικότητα του καθενός, διαμορφώνοντάς την τελικά προς την κατεύθυνση που οι ίδιοι θα ήθελαν, και που τελικά παρέμειναν κρυφές.
Είναι πολλά τα «γιατί» που βασανίζουν την Αλίς και που συμπυκνώνονται σε ένα τεράστιο «ΓΙΑΤΙ» που με τη σειρά του παραπέμπει και σε ένα άλλο θεμελιώδες, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα. Μπορεί ο άνθρωπος μόνος του; Μπορεί; Και πόσες δικαιολογίες πρέπει να επιστρατεύσει για να πιστέψει ότι μπορεί; Με πόσες δικαιολογίες θα προσπαθεί να ντύνει τις μικρές καθημερινές καθωσπρέπει ρουτινιάρικες συνήθειες του, αναγάγοντάς τες σε σκοπό ύπαρξης; Και είναι αρκετές αυτές οι δικαιολογίες να καλύψουν εκείνον τον χρόνο που ξεφεύγει από τη ροή της καθημερινότητας, εκείνον τον στατικό χρόνο που βλέπουμε την Αλίς να χάνεται, να αποκόβεται από την παρέα και όλα γύρω της ξαφνικά να σιωπούν; Ή εκείνον τον νεκρό χρόνο όπου ο Ματιέ ξαπλωμένος στο κρεβάτι του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου ανοιγοκλείνει για ώρα σαν υπνωτισμένος με το τηλεκοντρόλ τη συρόμενη πόρτα;
«Τα μαλλιά μου αραιώνουν. Μπορεί αυτό το πρόβλημα να μην είναι τίποτα μπροστά στην υπερθέρμανση του πλανήτη, αλλά για μένα είναι πρόβλημα» ακούμε τον Ματιέ να λέει στην Αλίς, 16 χρόνια μετά, όταν ξανασυναντιούνται. Ναι μπορεί να μην είναι τίποτα αυτό το πρόβλημα μπροστά στα τεράστια προβλήματα του πλανήτη μας, αλλά δεν παύει να αποτελεί πρόβλημα. Είναι το βαθύτερο υπαρξιακό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο καθένας μας όταν δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το ότι κάθε μέρα όλο και πιο πολύ πλησιάζει προς το τέλος του. Και εδώ πάλι αναζητούνται οι μικροί συμβιβασμοί. Συμβιβασμοί μέσω των οποίων ο Ματιέ προσπαθεί να ξεγελάσει τον χρόνο, να ανακόψει την ξέφρενη πορεία αυτού. Και απόρροια αυτών των συμβιβασμών οι δικαιολογίες. «Είμαι καλά. Έχω τη ζωή μου. Που όμως δεν μου αρέσει». Γιατί όμως είναι τόσο δύσκολο ενώ ο ίδιος γνωρίζει ότι αυτό που ζει δεν του αρέσει, δεν βρίσκεται ο ίδιος μέσα σε αυτό, γιατί είναι τόσο δύσκολο να το εγκαταλείψει και να ξεκινήσει μία νέα ζωή; Είναι ο χρόνος που είναι λιγοστός και τον αποθαρρύνει για ένα νέο ξεκίνημα;
Το πώς ορίζεται τελικά ο χρόνος, το πώς μετράει ο καθένας τις στιγμές, το αν υπάρχει η δυνατότητα να ζήσουν κάποιες στιγμές απόλυτης ισορροπίας και εναρμόνισης ο Ματιέ και η Αλίς, το αν υπάρχει η δυνατότητα να είναι οι πραγματικοί τους εαυτοί όταν βρίσκονται μαζί, να μην είναι απλά ειλικρινείς μεταξύ τους, αλλά να νιώθουν και καλά, το αν έχουν τη διάθεση να ανακαλύψουν και άλλα στοιχεία της προσωπικότητάς τους, το αν μπορούν να ξεδιπλώσουν και άλλα κρυφά τους ταλέντα μέσω της αλληλεπίδρασής τους, μέσω της αναζωογονητικής δύναμης που ενυπάρχει πάντα στον έρωτα, το αν θα επιλέξουν να δώσουν στους εαυτούς τους την ευκαιρία να αξιοποιήσουν αυτές τις δυνατότητες και πρωτίστως το αν θα αφήσουν ελεύθερους τους εαυτούς να νιώσουν ότι όλα τα παραπάνω τα έχουν ανάγκη, εξαρτάται από τη δύναμη. Από τη δύναμη που διαθέτει ο καθένας να ξεπεράσει τους φόβους, τις ανασφάλειες, που έμαθε με αυτά να μεγαλώνει και να ζει. Απαιτεί πολλή δύναμη η αποδοχή των πραγματικών μας αναγκών και επιθυμιών και ακόμη μεγαλύτερη ο τρόπος ικανοποίησης αυτών.
Ο Μπριζέ αγαπά πολύ τους ήρωές του. Μας το έχει αποδείξει. Το πολιτικό του σινεμά στέκει στην κορυφή. Αφουγκράζεται τους ήρωές του, αφουγκράζεται τις ανάγκες τους και τους κατανοεί. Δεν νομίζω ότι ο Μπριζέ με αυτή του την ταινία κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που τον έχουμε συνηθίσει. Απλά σε αυτή σκύβει πιο πολύ στα υπαρξιακά ζητήματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους και μπορεί να μην φωτίζεται ιδιαίτερα το background αυτών, καταλαβαίνουμε όμως πολύ καλά ότι τα υπαρξιακά τους ζητήματα είναι απόρροια ενός εγκλωβισμένου τρόπου ζωής που έχει να κάνει με το κυνήγι της δόξας, της επιτυχίας, της απόκτησης χρημάτων, της κλειστής ιδιωτικής ευτυχισμένης ζωής.
Κομβικό σημείο στο έργο η ερωτική σχέση των δύο γυναικών που τόλμησαν, αψηφώντας κάθε στερεότυπο, αποτινάζοντας χρόνιες καταπιέσεις, αψηφώντας τελικά τον ίδιο τον χρόνο. Ο Μπριζέ μάς δείχνει ότι μπορούμε. Αλλά όχι μόνοι μας. «Εκτός εποχής» ο κανονικός τίτλος της ταινίας. Το αν όμως θέτουμε τους εαυτούς μας εκτός εποχής ή αν αφήνουμε την εποχή να μας θέσει εκτός είναι ένα από τα μεγάλα ζητούμενα της ταινίας, που δεν μας συγκινεί απλά, αλλά σε αυτήν και στους ήρωές της, τον Ματιέ και την Αλίς, αναγνωρίζουμε στοιχεία των δικών μας εαυτών. Και αυτό για έναν πολύ απλό λόγο. Γιατί μιλούν βαθιά μέσα μας με την αφοπλιστική τους ειλικρίνεια.
Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους. Δείτε την αξίζει. Και αξίζει πολύ!