“Μια Γυναίκα Εξομολογείται / A Woman Under the Influence”, του Τζον Κασαβέτη
Το δικό μας «αντίο» στη Τζίνα Ρόουλαντς μέσα από μία ταινία που η συγκλονιστική της ερμηνεία μας καθηλώνει…
Η «παράξενη» Μέιμπελ ή «διαφορετική» όπως θέλει να την αποκαλεί ο σύζυγός της Νικ, καταρρέει. Και συνειδητοποιώντας η ίδια την κατάρρευσή της, αναζητά τα στηρίγματα που θα ανακόψουν την τρομακτική πορεία της αποδόμησής της, της εισόδου της στα σκοτεινά δωμάτια του ασυνείδητου, που για χρόνια φρόντιζε να καταπιέζει και να ξεγλιστρά από τα προειδοποιητικά σήματα που της έστελνε. Οι αμυντικοί μηχανισμοί που για πολύ καιρό επιστράτευε, προκειμένου να μην ακούει τις εσωτερικές φωνές που αντιδρούσαν στην εικόνα που οι άλλοι ήθελαν να έχουν για την ίδια, την εικόνα που η ίδια προσπάθησε να φτιάξει για αυτούς, μη μπορώντας να αντιπαλέψει τα κοινωνικά στερεότυπα της δικής της εποχής, παύουν να λειτουργούν ως αμυντικοί μηχανισμοί και πλέον στρέφονται εναντίον της. Όσο κι αν προσπαθεί να ξεφορτωθεί τα συναισθήματα που τη βασανίζουν πίνοντας, όσο και αν τη συσσωρευμένη της οργή τη μετατρέπει σε μία παθητική επιθετικότητα απαντώντας με ηρεμία -μέσα της καθόλου ήρεμη δεν είναι- στο τηλεφώνημα του συζύγου της που της ζητά να ακυρώσουν τη βραδιά που υποτίθεται ότι θα αφιέρωναν στους εαυτούς τους και που η ίδια τόσο περίμενε, καταλαβαίνει ότι βουλιάζει στην απόγνωση. Καταλαβαίνει ότι δεν θα μπορέσει να αντέξει μόνη της τα οδυνηρά συναισθήματα που για καιρό απωθούσε και που ορμητικά την κατακλύζουν, αναζητώντας τη δική τους δίοδο από την αφάνεια, όπου τα είχε εγκλωβισμένα, προς την έξοδο.
Στη μάχη της αυτή, η Μέιμπελ δεν μπορεί να βρει συμμάχους. Ο μοναδικός σύμμαχος στον οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί είναι ο σύζυγός της ο Νικ, που διατηρεί μαζί της έναν κώδικα επικοινωνίας. Μία επικοινωνία που απορρέει από την αγάπη του προς τη Μέιμπελ.
Και εδώ όμως η έννοια της αγάπης μπαίνει και αυτή στο μικροσκόπιο του κινηματογραφικού φακού του Κασαβέτη. Αγαπάμε τον άλλον όταν απλά αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα του, τον διαφορετικό του τρόπο αντίδρασης, αλλά αρνούμαστε να υπεισέλθουμε στα αίτια που συνιστούν την αλλόκοτη συμπεριφορά του; Αγαπάμε τον άλλον όταν οι ίδιοι παραμένουμε σταθεροί στη συμπεριφορά μας απέναντί του, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο -ή νομίζοντας ότι εξασφαλίζουμε- τη δική μας ασφάλεια σε ένα εξωτερικό περιβάλλον που αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε την αρνητική επίδραση που ασκεί στο αγαπημένο μας πρόσωπο; Άραγε ο Νικ που θυμώνει όταν οι άλλοι αποκαλούν τη γυναίκα του «τρελή» και εκείνος επιμένει να την αποκαλεί «διαφορετική», μήπως κατά βάθος λέει και ο ίδιος ψέματα στον εαυτό του φοβούμενος να αντικρίσει την πραγματικότητα της Μέιμπελ, φοβούμενος να παραδεχτεί ότι η γυναίκα του ψυχικά καταρρέει; Φοβούμενος να σκεφτεί ότι ενδεχομένως η δική του απεμπλοκή από όλα τα μικροαστικά βάρη και συνήθειες που μετατρέπουν τον κοινό έγγαμο βίο σε διεκπεραίωση υποχρεώσεων με γνώμονα κυρίως την καλή εικόνα προς τα έξω, θα προσέφερε ουσιαστική βοήθεια στη γυναίκα του; Αντέχει ο Νικ να αντιμετωπίσει τη Μέιμπελ με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο που προϋποθέτει και τη δική του αλλαγή, προκειμένου να καταφέρει να επικοινωνήσει μαζί της και να νιώσει τι είναι αυτό που της συμβαίνει; Και άραγε η έλλειψη της δικής του αντοχής δεν συνιστά μία μορφή ψυχικής κατάρρευσης; Και όταν ο Νικ χαστουκίζει τη γυναίκα του εξωτερικεύοντας τον συσσωρευμένο δικό του θυμό συνειδητοποιεί άραγε ότι αυτός ο θυμός δεν προκαλείται από τη γυναίκα του την ίδια, αλλά από δικές του απωθήσεις; Το ότι ο Νικ δεν συνειδητοποιεί τη δική του κατάρρευση αυτό τον κάνει δυνατό στα μάτια των άλλων, που αποτελούν τελικά τον καθρέφτη του δικού του εαυτού. Όμως τελικά το ζητούμενο είναι το ποιος θα φανεί πιο δυνατός στα μάτια των άλλων; Μήπως η αυτοπαγίδευση ξεκινά από εκεί; Από εκεί και το κλείσιμο στον εαυτό, και το περιχαράκωμα και η έλλειψη επικοινωνίας στην οποία οδηγούνται τελικά οι σχέσεις των ανθρώπων;
Ο Νικ επιλέγει στη δική του σιωπηλή μάχη που δίνει, την ασφάλεια της οικογενειακής ρουτίνας ακόμη και χωρίς τη Μέιμπελ. Και τη ρουτίνα της οικογενειακής ζωής της Μέιμπελ διαδέχεται η ρουτίνα των ηλεκτροσόκ της νευρολογικής κλινικής όπου και τελικά νοσηλεύεται, για να μπορεί τελικά η ίδια να εξακολουθήσει να διατηρεί και να αντέχει αυτή τη ρουτίνα που τη συνέθλιβε. Η μοναδική “βοήθεια” που προσφέρεται τελικά στη Μέιμπελ είναι να ξαναθάψει όλες τις ανεπιθύμητες για τους άλλους σκέψεις και ιδέες της, όλες τις ενορμήσεις της, να εξακολουθεί να απωθεί την επίγνωση του εαυτού της, μέχρι ενδεχομένως να ξεσπάσει μία νέα κρίση που ο Νικ θα την χαρακτηρίσει ως απλά «διαφορετική αντίδραση» και η πορεία αντιμετώπισής της θα είναι κάθε φορά παρόμοια με την προηγούμενη.
«Πες μου πώς με θες να είμαι, και εγώ θα είμαι αυτό που θα μου ζητήσεις…» λέει σε μία σκηνή του έργου η Μέιμπελ στον Νικ. Και αν μιλάμε για υποκριτικό ταλέντο αρκεί να δούμε και να ξαναδούμε αυτή τη σκηνή όπου στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας διαφαίνεται όλη η υπαρξιακή αγωνία, όλος ο φόβος της κατάρρευσής της, όλη η σκληρή προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή, ακόμη και αν η ζωή της δεν της αρέσει, αλλά την ικανοποιεί και μόνο που θα βρίσκεται δίπλα στον άνθρωπο που η ίδια αγάπησε και που ξέρει ότι νοιάζεται και πονάει για αυτήν. Αναγνωρίζουμε τη σκληρή μάχη που δίνει η ίδια με τον εαυτό της, μία μάχη στην οποία πρωτίστως την ενδιαφέρει να κρατηθεί όρθια προς όφελος όμως κυρίως των άλλων. Αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας χιλιάδες γυναίκες που έδωσαν τις δικές τους μάχες να κρατηθούν. Το αν κατάφεραν να σώσουν ή να σωθούν το γνωρίζουν μόνο αυτές. Οι υπόλοιποι το σίγουρο είναι ότι θα τις θυμούνται για την τιμιότητά τους, την ειλικρίνειά τους, την ευαισθησία τους και τη γενναιοψυχία τους.
Και την Τζίνα Ρόουλαντς θα τη θυμόμαστε, γιατί με το τεράστιο υποκριτικό της ταλέντο έδωσε φωνή σε αυτές τις γυναίκες. Και γιατί στην ομορφιά της αντικρίζουμε την ομορφιά αυτών των γυναικών και την υπερπροσπάθειά τους να βρουν τους χαμένους τους εαυτούς.