Μια τριετία και μια μέρα. Παρακολουθώντας τις ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου
Τελικά τι είναι η τέχνη; Υπάρχει μια «υψηλή» τέχνη και μια «χαμηλή» τέχνη; Και τι «οφείλει να είναι», αν «οφείλει» κάτι βέβαια; Ο καλλιτέχνης κάνει αυτό που θέλει και δε δίνει δεκάρα για το θεατή; Ή μήπως πρέπει να προσαρμόζεται στο θεατή;
Τι κοινό έχει ένας μάγειρας που δουλεύει 6 μήνες σεζόν στα κάτεργα των ελληνικών νησιών και 6 μήνες στα αντίστοιχα της πόλης, ένας μηχανολόγος (από ΤΕΙ) που δουλεύει σε γραμμή παραγωγής σαν απλός εργάτης και ένας εμποροϋπάλληλος, που πουλάει μπρόκολα και αβοκάντα; Εκ πρώτης όψεως, πολλά. Εκ δεύτερης, ακόμα περισσότερα. Εδώ θα αναφερθούμε στην όρεξη, την υπομονή και το ψυχικό σθένος να συμμετάσχουν σε ένα project που -δεν- θα αλλάξει άρδην τον τρόπο που βλέπουν τα πράγματα.
Ήταν καλοκαίρι του ’14 όταν ο Σ. μου ανακοίνωνε το τέλος μιας πολύχρονης προσωπικής του σχέσης, όχι συντετριμμένος αλλά με τη φυσιολογική στεναχώρια που προξενούν αυτά τα πράγματα. Μετά το αρχικό σοκ, την εκστόμιση φοβερά πρωτότυπων εκφράσεων από μέρους μου όπως «δεν πειράζει», «κράτα γερά», «την υγειά μας να ‘χουμε πάνω απ’ όλα» και άλλων συναφών κοινοτοπιών από το «Τόλης Βοσκόπουλος προς Γιώργο Λεμπέση playbook», (ξανα)έριξα στο τραπέζι τη μεγάλη ιδέα:
–Θυμάσαι που σου είχα πει ότι πρέπει κάποτε να κάτσουμε να δούμε όλες τις ταινίες του Αγγελόπουλου;
-Ω, ναι ρε, εννοείται! Μέσα!
-Γερά;
-Γερά!
Στην παρέα μας προστέθηκε και ο πολύτιμος Τ., ο οποίος συμπλήρωνε αριστουργηματικά το καστ. Αν εγώ και ο Σ. ήμασταν οι σχετικά πιο «καλλιεργημένοι», με τον Σ. να είναι βαθύς γνώστης της μεσαιωνικής-αναγεννησιακής ιστορίας και μεγάλος οπαδός της κλασσικής μουσικής, ο Τ. ήταν ο flat κυνικός ωφελιμιστής που με τις διαβρωτικές/ισοπεδωτικές του κρίσεις μας επανέφερε κάθε τόσο στην πραγματικότητα. Δώσαμε τα χέρια και ξεκινήσαμε τις προβολές με χρονολογική σειρά, για να παρακολουθήσουμε και την εξέλιξη της ματιάς του σκηνοθέτη με την πάροδο του χρόνου. Να σημειωθεί ότι 4-5 απ’ τις ταινίες τις είχα δει παλαιότερα, με τους συντρόφους μου σε αυτό το ταξίδι να έχουν δει 1-2 αθροιστικά. Όλοι μας όμως είχαμε μεγαλώσει με το στερεότυπο για τα αργά πλάνα, την απουσία ρυθμού και την αφαιρετική αφήγηση στις ταινίες του Αγγελόπουλου. Απέμενε να δούμε κατά πόσο αυτό είναι ένας μύθος ή αν είναι πραγματικότητα. Και εάν συνέβαινε το δεύτερο, αν θα ήταν τόσο καθοριστικό ώστε να κάνει τις ταινίες «κακές». Ακολουθεί το χρονικό, με αποφυγή των spoilers, όσο γίνεται.
-Μα ποιων spoilers; Αφού δεν γίνεται τίποτα στο τέλος…
-Βρε κάτσε να δεις λίγο ποιότητα να γίνεις άνθρωπος να πούμε…
Ξεκινήσαμε με την Αναπαράσταση (1970) μια σχετικά βατή ταινία που αναφέρεται σε ένα έγκλημα σε ένα ορεινό χωριό των Ιωαννίνων. Πολύ καλή, σημείωσε ο Σ., οι άλλοι δύο ήμασταν «ντεμί». Συνεχίσαμε με τις Μέρες του ’36 (1972). Εδώ δυσκόλεψαν τα πράγματα. Έπρεπε να κοιταζόμαστε κάθε τόσο μεταξύ μας για να σιγουρευτούμε ότι παρακολουθούσαμε ακόμη. Καθολικό «Όχι. Δεν.» Επόμενος σταθμός, ο Θίασος (1975). Αυτή ήταν η πρώτη ταινία που μας «μίλησε» καλλιτεχνικά, ιστορικά, πολιτικά. Με κάποιες πολύ δυνατές σκηνές. Παρέμεινε η απορία του Τ. «γιατί δεν μπορεί να συμπυκνώσει τις 4 ώρες σε 2;» Συνεχίσαμε με τους Κυνηγούς (1977). Άλλη μια υπόμνηση του Αγγελόπουλου στην άρχουσα τάξη ότι «σας στοιχειώνουμε, ακόμα». Καλή ταινία.
Το μεγάλο boost στο project όμως ήρθε λίγες εβδομάδες αργότερα όταν ο Σ. έχασε (και) τη δουλειά του. Και πλέον είχε αρκετό ελεύθερο χρόνο στη διάθεση του. «Όλα για την τέχνη» τα θυσίασε ο Σ. πάντως. Μπράβο του…
Συνεχίσαμε με Μεγαλέξανδρο (1980). Όχι καλές εντυπώσεις. Το μόνο που μας έμεινε ήταν οι δυο τελευταίες σκηνές. Αμέσως μετά είδαμε το Ταξίδι στα Κύθηρα (1984). Μεταβατική ταινία. Από πολλές απόψεις. Η τελευταία ταινία που η ιστορία της Ελλάδας βρίσκεται στο προσκήνιο και ταυτόχρονα η πρώτη που οι προσωπικές αναζητήσεις του ήρωα ζητούν θέση σ’ αυτό. Ταυτόχρονα παρατηρήσαμε και κάτι άλλο που μας προκάλεσε ένα ελαφρύ μειδίαμα. Όταν πριν μερικά χρόνια ο Παντελής Βούλγαρης στην Ψυχή Βαθιά (2009) έβαζε στο στόμα του Θανάση Βέγγου τη φράση «Έλληνας να σκοτώνει Έλληνα;», αντιμετωπίστηκε, δικαίως, με σκωπτικότητα και ειρωνεία. Όμως ήταν στα «Κύθηρα», 25 χρόνια πριν, που ο Αγγελόπουλος, βάζει τον κομμουνιστή Κατράκη και τον δεξιό Παπαγιανόπουλο, να «συμφιλιώνονται», με λιγότερη γραφικότητα μεν, αλλά στηρίζοντας λίγο ή πολύ το αφήγημα της «εθνικής συμφιλίωσης». Όχι, γιατί ήταν ποτέ θιασώτης του ο σκηνοθέτης, αλλά γιατί στα «Κύθηρα» αρχίζει να φαίνεται η μεταστροφή του από «Μπορεί να χάσαμε, αλλά θα ξαναγυρίσουμε» σε «Τι τα θες, μας πήρε το ποτάμι».
Ακολούθησε ο Μελισσοκόμος (1986). Ήταν η πιο «εμπορική», στο μάτι μας, ταινία ως τότε. Μέχρι και «ροκ» ορχηστρικό κομμάτι, της Ελένης Καραΐνδρου πάντα, είχε, μέχρι και 80’s ντισκο-ποπιά της Τζούλυ Μασίνο είχε. Ο σκηνοθέτης αφήνει πλέον την ιστορία στο παρασκήνιο και επικεντρώνεται στην κρίση μέσης ηλικίας του ξελογιασμένου Μ. Μαστρογιάνι. Εκεί ήταν που έκανα και το λάθος να αναφερθώ στο πόσο «σέξυ» ήταν «τα καλτσάκια της Νάντιας Μουρούζη», λάθος που το πλήρωσα με την ολοκληρωτική χλεύη της παρέας για τους υπόλοιπους μήνες. Καλή και προσιτή ταινία.
Τη σκυτάλη πήραν τους επόμενους μήνες το Τοπίο στη Ομίχλη (1988) και το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού (1991) που παρά τα πανέμορφα ομιχλώδη πλάνα τους, δε μας άφησαν κάτι. Δοκίμασαν δε, τα όρια των αντοχών μας στο αργό μοντάζ και τη μη στρωτή αφήγηση. Ειδικά για το «Μετέωρο Βήμα» αναρωτηθήκαμε αν δικαιολογείται το μέγεθος του θαυμασμού που έχει συγκεντρώσει με τα χρόνια, από την καλλιτεχνική κοινότητα. Υποψιαστήκαμε ότι αυτός ενισχύεται περισσότερο από τις αντιδράσεις του σκοταδιστή μητροπολίτη Καντιώτη και της παρέας του, όταν γυριζόταν, και συνεχίσαμε.
Τρόπος του λέγειν «συνεχίσαμε», διότι λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων των συμμετεχόντων στο project (ο Σ. ήταν πάλι εργαζόμενος και ο Τ. το ίδιο, στη Χαλκιδική) καθυστερήσαμε περίπου έναν ολόκληρο χρόνο. Όταν ο Σ. όμως μας ανακοίνωσε ότι ενδεχομένως απ’ το Σεπτέμβρη του ’17 θα μας άφηνε για το εξωτερικό και με δεδομένη τη επικείμενη φυγή του Τ. για την τουριστική σεζόν, αποφάσισα να σφίξω τα λουριά:
–Λοιπόν κύριοι, «το και το». Φάγαμε το γάιδαρο, δε θα κολλήσουμε στην ουρά. Τέσσερις ταινίες μείνανε. Πρέπει να τρέξουμε το πρόγραμμα σφιχτά, μέσα στις δοσμένες ημερομηνίες.
Βρισκόμαστε πλέον στο 1995 και το «Βλέμμα του Οδυσσέα», μια πραγματικά καλή ταινία συνολικά. Ο ανήσυχος 50φεύγα αριστερός ήρωας με τις αναζητήσεις είναι πάλι εδώ, λέγεται Χάρβει Καϊτέλ και, χάρις τις ανατροπές στις ανατολικές χώρες που προηγήθηκαν, εδώ είναι και οι ερωτήσεις που τον στοιχειώνουν για το «ποιος είναι» και το «πού βαδίζουμε». Η ταινία πάντως βάδισε κοντά στον Χρυσό Φοίνικα των Καννών για να τον χάσει απ’ το Underground του Εμίρ Κουστουρίτσα. Κάτι που έσπευσε να δικαιολογήσει ο Τ.
–Μα γιατί δεν μπορεί να κάνει μια ταινία όπως ο Κοστουρίτσα;! Ας έχει και σουρεαλισμό, οκ, αλλά τουλάχιστον να βλέπεται!
-Άντε μωρέ τον πασόκο!
του αντέτεινα, παριστάνοντας ότι λέω κάτι χρήσιμο και αποστομωτικό. Ο Φοίνικας τελικά πάρθηκε, αλλά το 1998 με την «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα», μια ταινία με πολλή Θεσσαλονίκη μέσα της, απ’ αυτή τη βροχερή και συννεφιασμένη που αρέσει (αρέσει;) σ’ εμάς τους ντόπιους (σε μένα τουλάχιστον). Την ταινία πάντως την κρίναμε ως μέτρια. Αλγεινή εντύπωση μας προκάλεσε δε, το «τεχνικό θέμα» με το ντουμπλάρισμα στις φωνές των ηθοποιών. Ο Φοίνικας όμως πάρθηκε. Και ποιοι είμαστε εμείς να τον αμφισβητήσουμε; Αλλά γι’ αυτό, λίγο αργότερα. Επόμενη ταινία μας ήταν Το Λιβάδι που Δακρύζει (2004), μια μεγάλη παραγωγή για τα ελληνικά δεδομένα, που πέρα απ’ το θαυμάσιο σκηνικό του πλημμυρισμένου χωριού δε μας έδωσε κάτι παραπάνω.
Όπως όλα τα ωραία, έτσι και τα «Ε, δεν τρελάθηκα κιόλας» έχουν ένα τέλος. Και το τέλος αυτό ήρθε λίγο μετά το φετινό Πάσχα όταν η τριάδα μαζεύτηκε για τελευταία φορά, να δει τη Σκόνη του Χρόνου (2008). Ήταν η πρώτη φορά που μαζί με τη σχετική απογοήτευση για τη μορφή, ήρθε και η λιγότερο σχετική απογοήτευση για το περιεχόμενο. Ο Αγγελόπουλος, έχοντας προφανώς ολοκληρώσει τη μεταστροφή του σε παραιτημένο πρώην αριστερό, δίνει σε αυτή την ταινία ρεσιτάλ απογοήτευσης. Προς το τέλος, ο σκηνοθέτης αφήνει τους υπαινιγμούς, ένας απ’ τους ηθοποιούς λέει:
-Ονειρευτήκαμε έναν άλλο κόσμο. Πώς χάθηκαν όλα; Μερικοί από εμάς είχαμε πιστέψει ότι είμαστε πολιορκητές τ’ ουρανού…
-Όπως είχε πει κάποιος, μας πέταξε στο περιθώριο η Ιστορία
Και αυτή ήταν η 2η ταινία στην προγραμματισμένη τριλογία, φανταζόμαστε τι θα έβαζε στο στόμα των πρωταγωνιστών του ο σκηνοθέτης στην 3η που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί. Όμως πριν πάμε στο περιεχόμενο, ας μείνουμε λίγο στη μορφή. Οι ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου, είναι αργές και δυσνόητες. Αυτό είναι αντικειμενικό, ακόμα κι απ’ τους «φαν» του. Αλλά το ερώτημα είναι άλλο.
Τελικά τι είναι η τέχνη; Υπάρχει μια «υψηλή» τέχνη και μια «χαμηλή» τέχνη; Και τι «οφείλει να είναι», αν «οφείλει» κάτι βέβαια; Ο καλλιτέχνης κάνει αυτό που θέλει και δε δίνει δεκάρα για το θεατή; Ή μήπως πρέπει να προσαρμόζεται στο θεατή; Και εάν υποθέσουμε ότι προσαρμόζεται, πρέπει το έργο του από άποψη ευκολίας κατανόησης να βρίσκεται στο ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο της αντίληψης των θεατών; Να «τα δίνει όλα στα πιάτο», χωρίς να απαιτεί καμιά διανοητική προσπάθεια απ’ το θεατή; Και εάν, κουτσά-στραβά, δώσουμε απάντηση σε αυτό, η απάντησή μας αφορά και τη λεγόμενη «στρατευμένη τέχνη»; Ακόμα και αν το κοινό σου είναι εργαζόμενοι, καταπιεσμένοι, άνθρωποι του μεροκάματου, που δεν προλαβαίνουν να πάνε απ’ τη φάμπρικα στο σινεμά, γιατί έχουν να μαγειρέψουν, να διαβάσουν τα παιδιά και να σιδερώσουν τα πουκάμισα του συζύγου τους;
-Ένσταση! Δεν είναι αυτό το κοινό του Αγγελόπουλου.
-Ναι, αλλά έμμεσα, μέσω της θεματολογίας που διατρέχει ολόκληρο το έργο του, αναφέρεται σε αυτούς
-Ναι αλλά δεν απευθύνεται σ’ αυτούς
-Και δηλαδή, τι; Ο «εργάτης» όπως λες, είναι μόνο για τσίπουρα και ρεμπέτικα;
-Μα δεν ακούει καν ρεμπέτικα πλέον, Μάκη Δημάκη ακούει
-Ε, δε θα πρέπει να ανεβάσουμε το πολιτιστικό του επίπεδο; Το ’41 στην περικυκλωμένη Μόσχα, οι εργάτες πήγαιναν να δουν μπαλέτ…
-Ηρέμησε
Βεβαίως ο Αγγελόπουλος δεν κάνει στρατευμένη τέχνη, τουλάχιστον όχι με την έννοια που έχουμε συνηθίσει. Το έργο του που μέχρι το ’85 είναι ευθέως πολιτικό και μετέπειτα που είναι πλαγίως το ίδιο, δεν είναι αυτό που θα λέγαμε ότι θα μας συγκινούσε για να «βγούμε στους δρόμους» και να φέρουμε «ανάποδα τον ντουνιά». Και αυτό αφορά και τους αρχετυπικούς «αγράμματους» «εργάτες» και εμάς τους ντεμέκ «εγγραμμάτους» και «διανοουμενίζοντες» «εργάτες». Μπορεί ο Αγγελόπουλος στις πρώτες του ταινίες να εκφράζει ένα θαυμασμό στους παλιούς αγωνιστές και να τους εξιδανικεύει, όμως στις ταινίες μετά το ’90 η οπτική του αλλάζει. Γι’ αυτό έχει αποκληθεί «ποιητής της ήττας». Είτε της γλυκόπικρης ήττας που αφήνει παρακαταθήκες, είτε της ήττας που ακολουθείται από παραίτηση και οριστική κατάθεση των όπλων. Η πορεία του αυτή αποτυπώνεται και στο πανί.
-Να επανέλθουμε λιγάκι; Δηλαδή όποιος δε γουστάρει Αγγελόπουλο, σημαίνει ότι τη βρίσκει με Σεφερλή; Δεν υπάρχει μέση οδός;
-Κατ’ αρχάς ποιος είπε ότι οι εργάτες δε γουστάρουν Αγγελόπ… α, εγώ το είπα, λίγο πριν. Ε, λοιπόν, το αναιρώ!
Κι όμως αν το καλοσκεφτούμε, ορίστε τι συνέβη. Από την παρέα μας των τριών, ο πιο «εργάτης» απ’ τους τρεις μας, αυτός που βαράει 12ωρα μέσα στην κουζίνα, ο απόφοιτος λυκείου Τ. είπε ότι ο Αγγελόπουλος είναι απαράδεκτος. Ο 2ος (που εργάζεται σκληρά μεν, αλλά έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και θέλει να καριέρα στην έρευνα) ο Σ. δηλαδή, ήταν ο πιο υπερασπιστικός απέναντι στις ταινίες και του άρεσε η ματιά του σκηνοθέτη σε πολλές. Ο 3ος (εγώ), που πήγα λίγο ΤΕΙ, αλλά «δεν», που είμαι πιο «διαβαστερός» γενικά αλλά επαγγελματικά ασχολούμαι με τα ζαρζαβατικά, προσπάθησα σαν κλασσικός ισορροπιστής-κεντριστής να βάλω ένα σωρό «ναι, μεν αλλά» στη συζήτηση.
Με τη λήξη της Σκόνης του Χρόνου νιώσαμε μια βαθιά ανακούφιση, κυρίως γιατί μετά από σχεδόν 3 χρόνια, καταφέραμε να ολοκληρώσουμε το «The Theo Project». Αλλά ο Τ. ήταν για άλλη μια φορά ξεκάθαρος:
-Χάσαμε 13x3=39 ώρες (σ.σ. μπακαλίστικος μέσος όρος διάρκειας των ταινιών) απ’ τη ζωή μας. Ώρες, που θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε πιο δημιουργικά
-Ναι, αλλά είδαμε τέχνη, ο άνθρωπος θεωρείται μαιτρ του παγκόσμ…
-«Τέχνη-ξετέχνη», δεν ξέρω, αλλά ο Αγγελόπουλος δε βλέπεται
Δε μπορέσαμε με τον Σ. να του απαντήσουμε. Ούτε ακόμα κι εγώ που έχω μια «ερωτική» σχέση με το Βασίλη Ραφαηλίδη, πνευματικό παιδί του Θ. Αγγελόπουλου και εκθειαστή του έργου του, που μου έχει «εξηγήσει» προκαταβολικά πολλές ταινίες του, μέσω των βιβλίων του. Στο μυαλό μου ήρθε ένα απόσπασμα από ένα σημείωμα του αείμνηστου κριτικού Ν. Αντωνάκου για κάποιον άλλον σκηνοθέτη: «Η δυσκολία στην ανάγνωση ενός έργου τέχνης δεν είναι καλό πράγμα ούτε για τον θεατή ούτε, βέβαια, και για το δημιουργό. Γιατί δυσκολεύει την επικοινωνία και οδηγεί στη μείωση, που φτάνει, ανάλογα, μέχρι και την ακύρωση του στόχου! […] Η τέχνη, για να υπηρετεί τον κοινωνικό ρόλο της, δεν είναι, δεν πρέπει να είναι βασανιστική. […] Ο δημιουργός δεν πρέπει να ακυρώνει τον αποδέκτη ή το αντίστροφο. Η τέχνη απαιτεί τη συνεργασία αυτών των δυο πόλων. Γιατί ο σκοπός και ο στόχος είναι ο ίδιος και για τους δυο. Η κατανόηση της πραγματικότητας!»
Απ’ την άλλη μπορεί να ήμασταν και «λίγοι» για να σηκώσουμε αυτό το βάρος.
Γιατί λίγοι ήμασταν σίγουρα.
Μόνο τρεις.