«Μια Βροχερή Μέρα στη Νέα Υόρκη»: Όταν ο Γούντι Άλεν ακολουθεί την πεπατημένη
Ορισμένοι, θα βγουν από τον κινηματογράφο με τη σκέψη να συναντήσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους την πραγματική αγάπη – ακόμα κι αν αυτό δεν γίνει μια βροχερή μέρα κάτω από τη γέφυρα στο Σέντραλ Πάρκ. Άλλοι πάλι, θα ξεχάσουν γρήγορα την ταινία, ίσως επειδή στην τελική δεν καταφέρνει να προσθέσει κάτι νέο και πρωτοποριακό στο πλούσιο, αν μη τι άλλο, παλμαρέ του Γούντι Άλεν.
Η νέα ταινία του Γούντι Άλεν είναι μια γλυκόπικρη ρομαντική κομεντί με κωμικά στοιχεία που διαδραματίζεται όχι στο Παρίσι, όπως μας έχει συνηθίσει ο γνωστός σκηνοθέτης, αλλά στην πολύβουη, πολυσύχναστη και γκρίζα Νέα Υόρκη. Η πόλη και οι άνθρωποι της φαίνονται να παραπαίουν, να ψάχνουν τα πατήματά τους, δείχνοντας να ακροβατούν ανάμεσα στην αδράνεια και την υπερένταση. Αμφιβάλλουν για τα πάντα, κωλυσιεργούν να πάρουν αποφάσεις, ενώ δεν διστάζουν να παραμερίσουν τα όνειρά τους εγκιβωτίζοντας μια εσωτερική αποσάθρωση σε ένα γενικότερο κλίμα παρακμής και μελαγχολίας. Όλα αυτά, όμως, μέχρι να πέσουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής, σε μία κατά τα άλλα συνηθισμένη φθινοπωρινή μέρα.
Ένα ζευγάρι νέων φοιτητών, ο Γκάτσμπι (Τιμοτέ Σαλαμέ) και η Άσλεϊ (Ελ Φάνινγκ) αποφασίζουν να περάσουν ένα ρομαντικό σαββατοκύριακο στην Νέα Υόρκη, αλλά τα σχέδια τους ανατρέπονται όταν η Άσλεϊ αναλαμβάνει να πάρει συνέντευξη από τον σκηνοθέτη Ρόλαντ Πόλαρντ (Λιβ Σράιμπερ), για λογαριασμό της εφημερίδας της σχολής της. Νέοι άνθρωποι, πειρασμοί, φιλοδοξίες και ξεχασμένα όνειρα θα παρεμβληθούν ανάμεσα τους, επισπεύδοντας την αναμέτρηση των πρωταγωνιστών με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Γνωστός ο Γούντι Άλεν για τα ευφάνταστα τεχνάσματά του στις ταινίες και τους περίτεχνους διαλόγους ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του, αυτή τη φορά σκαρφίζεται ως κινηματογραφικό τέχνασμα τη βροχή, βάζοντάς την να αποτελεί ένα είδος «από μηχανής θεού», που άλλοτε βοηθά και άλλοτε δυσχεραίνει την εσωτερική ενδοσκόπηση των πρωταγωνιστών.
Με το συνηθισμένο σαρκαστικό ύφος που τον διακρίνει, ο Γούντι Άλλεν δεν παρεκκλίνει ούτε εδώ από τα αγαπημένα του θέματα, όπως το πεπρωμένο, ο έρωτας, το sex και η καριέρα, ανακατεύοντάς τα με τέτοιο τρόπο ώστε η ταινία να μην καθίσταται ούτε υπερβολικά σοβαρή, αλλά ούτε και γελοία, αν και εδώ που τα λέμε δεν είναι λίγες οι στιγμές που αισθάνεσαι αδιαφορία και αδυνατείς να ταυτιστείς με όσα βιώνουν οι πρωταγωνιστές.
Παρόλα αυτά, είτε είσαι αθεράπευτα ρομαντικός ή κυνικά ορθολογιστής, η ταινία σε βάζει σε διαδικασία σκέψης και αναπόλησης για όλα αυτά που χάνουμε ενώ ζούμε την «αληθινή ζωή» μας. Μια «αληθινή ζωή», που όπως λέει απροκάλυπτα ένας από τους πρωταγωνιστές, «είναι μια χαρά γι’ αυτούς που δεν μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω», κλείνοντας με πρόδηλη ειρωνία το μάτι στις αναξιοποίητες δυνατότητες και στο κρυμμένο δυναμικό που έχει ο καθένας από εμάς.
Ορισμένοι, θα βγουν από τον κινηματογράφο με τη σκέψη να συναντήσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους την πραγματική αγάπη – ακόμα κι αν αυτό δεν γίνει μια βροχερή μέρα κάτω από τη γέφυρα στο Σέντραλ Πάρκ. Άλλοι πάλι, θα ξεχάσουν γρήγορα την ταινία, ίσως επειδή στην τελική δεν καταφέρνει να προσθέσει κάτι νέο και πρωτοποριακό στο πλούσιο, αν μη τι άλλο, παλμαρέ του Γούντι Άλεν.
Ο ίδιος, βέβαια, δεν θα αγχωνόταν και τόσο. Θα μας απαντούσε κάτι ανάμεσα στο «πάντοτε αναζητάς την τελειότητα στην τέχνη γιατί είναι πολύ δύσκολο να την συναντήσεις στη ζωή» («Νευρικός Εραστής», 1977) και στο «όταν δεν αποτυγχάνεις πού και πού, σημαίνει ότι δεν κάνεις τίποτε καινοτόμο», κάνοντάς μας τελικά να αναρωτιόμαστε για το τι σημαίνει πραγματική επιτυχία και αποτυχία…
* Η συγκεκριμένη ταινία είχε μείνει για ένα χρόνο στον πάγο, αφού δεν προβλήθηκε πέρσι λόγω της εμπλοκής του Γούντι Άλεν σε σκάνδαλο ενδοοικογενειακής σεξουαλικής παρενόχλησης. Το 2018, μάλιστα, αποτέλεσε την πρώτη χρονιά μετά το 1981, που δεν προβλήθηκε καινούργια ταινία του. Παρότι, όμως, η ταινία δεν βγήκε ποτέ στις αμερικανικές κινηματογραφικές αίθουσες, το γνωστό Φεστιβάλ Αμερικανικού Κινηματογράφου της Ντοβίλ ανακοίνωσε ότι θα ανοίξει φέτος την αυλαία του στις 6 Σεπτεμβρίου, με το «Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη», προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο μια άτυπη δικαίωση στον Γούντι Άλεν.