“Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά / Small Things Like These”, του Τιμ Μίλαντς
Συγκάλυψη, ανοχή, συνενοχή, αλλά και όραμα και θάρρος για αλλαγή και ελπίδα για έναν πιο ανθρώπινο κόσμο… Σε ποια πράγματα συμπεριλαμβάνονται όλα αυτά; Στα μικρά ή στα μεγάλα;
Νιου Ρος, μία πόλη νοτιοδυτικά της Ιρλανδίας, 1985.
Εκεί συναντάμε τον Μπιλ Φέρλονγκ (τον υποδύεται ο Κίλιαν Μέρφι) ιδιοκτήτη μάντρας καυσόξυλων και κάρβουνου που τις περισσότερες φορές, όταν η ζήτηση τις κρύες μέρες του χειμώνα είναι μεγάλη, φτυαρίζει ο ίδιος το κάρβουνο τοποθετώντας το σε τσουβάλια και μεταφέροντάς το στις κατοικίες των ανθρώπων. Ζεστασιά προσφέρει ο Μπιλ στους ανθρώπους, προφυλάσσοντάς τους από το δριμύ ψύχος του χειμώνα. Με το φορτηγάκι του διανύει καθημερινά πολλές αποστάσεις μέσα στο γκρίζο, ομιχλώδες, παγερό τοπίο της πόλης του, όπου οι καπνοί από τις καμινάδες των σπιτιών το κάνουν ακόμη πιο θολό, πιο καταθλιπτικό σαν να κρύβεται πίσω από αυτό μια μεγάλη απροσδιόριστη δυστυχία, που ο Μπιλ νιώθει να τον αγγίζει, προσπαθώντας όμως να την απομακρύνει και να μην την αφήσει να επηρεάζει την ψυχική του διάθεση. Στο τέλος της καθημερινής του διαδρομής, επιστρέφει κατάκοπος στο σπίτι του, στη δική του οικογενειακή θαλπωρή, όπου η φωτιά στη σόμπα τον περιμένει μαζί με το ζεστό φαγητό -που με αγάπη του ετοιμάζει καθημερινά η γυναίκα του Αϊλίν- και τις χαρούμενες φωνές των πέντε ανέμελων και ξένοιαστων κοριτσιών του, που, βλέποντάς τες καθημερινά να μεγαλώνουν και να προοδεύουν, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι οι κόποι του ανταμείβονται. Στο καθημερινό τελετουργικό της επιστροφής του στο σπίτι, το πρώτο πράγμα που κάνει είναι για αρκετή ώρα να προσπαθεί με το σαπούνι και τη βούρτσα να αφαιρέσει από τα χέρια του τη μαυρίλα της καρβουνίλας. Άραγε καταφέρνει να αφαιρέσει και τη μαυρίλα της ψυχής του που κάθε μέρα όλο και περισσότερο νιώθει να απλώνεται μέσα του;
Αυτοδημιούργητος ο Μπιλ, ξεκινώντας από το μηδέν, χάνοντας την αγαπημένη του μητέρα σε μικρή ηλικία και μη γνωρίζοντας ποτέ του τον πατέρα του που εγκατέλειψε τη μητέρα του αφού την άφησε πρώτα έγκυο, χρωστάει πολλά στην κ. Γουίλσον, μια πλούσια χήρα στο σπίτι της οποίας η μητέρα του δούλευε ως υπηρέτρια, και όταν η μητέρα του πέθανε ξαφνικά, η κ. Γουίλσον ανέλαβε να μεγαλώσει η ίδια τον μικρό Μπιλ, βοηθώντας τον να σταθεί στα πόδια του και να καταφέρει έτσι στη συνέχεια με τις δικές του δυνάμεις να φτιάξει τη δική του ζωή. Πόσο όμως τον ικανοποιεί αυτή η ζωή;
Είναι πολλές οι σκέψεις που βομβαρδίζουν το μυαλό του Μπιλ. Σκέψεις που γεννιούνται από τις καθημερινές εικόνες της ζωής που αντικρίζει εκεί έξω. Σκέψεις που τις κουβαλά στο σπίτι του και που τα βράδια δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Σκέψεις που θα ήθελε να μοιραστεί με τη γυναίκα του, αλλά εκείνη είναι τόσο αφοσιωμένη στις φροντίδες του σπιτιού και των μελών της οικογενείας της, που του δημιουργείται η αίσθηση της αποξένωσης και έτσι παραμένει σιωπηλός.
Ένα παιδί που γυρνάει στον δρόμο πάμπτωχο, παρατημένο από έναν αλκοολικό πατέρα που η αδυναμία του να αντισταθεί στο αλκοόλ στέκει πιο πάνω από την ευθύνη που φέρει ως πατέρας απέναντι στον γιο του, τα κοράκια που πηγαινοέρχονται πάνω από την πόλη σαν να οσμίζονται κάποιο θανατικό, οι φτωχοί άνθρωποι που όλο και αυξάνονται και που δεν έχουν να πληρώσουν, προκειμένου να προμηθευτούν λίγο κάρβουνο, ένα παιδί στον δρόμο που γυρνά πεινασμένο ψάχνοντας για λίγο φαγητό, όλα αυτά δημιουργούν ανάμεικτα συναισθήματα στον Μπιλ, και ένα κακό προαίσθημα που επιτείνεται από τον φόβο της ανασφάλειας για το μέλλον της οικογένειάς του. Τα συνεχόμενα γκρο πλαν της κάμερας που εστιάζουν στο πρόσωπο του Μπιλ, στις συσπάσεις αυτού, μας φανερώνουν την υπόρρητη θλίψη του, μία θλίψη που την πνίγει η σιωπή. Μία σιωπή που τη διακόπτουν κάποιοι βαθιοί αναστεναγμοί λειτουργώντας εν μέρει αποσυμπιεστικά, αφήνοντας κάποια ψήγματα από το το βαρύ συναισθηματικό φορτίο που κουβαλά ο Μπιλ, να βγουν προς τα έξω.
Η καθημερινή ρουτίνα του Μπιλ επαναλαμβάνεται μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όταν σε μία παράδοση κάρβουνου στο μοναστήρι της περιοχής, ένα από τα τα γνωστά πλυσταριά της Μαγδαληνής όπου φιλοξενούνταν κοπέλες «αμφιβόλου ηθικής» που βρίσκονταν υπό το καθεστώς «αναμόρφωσης», ανακαλύπτει τις τραγικές συνθήκες που βιώνουν τα κορίτσια, οπότε οι ανησυχίες του αρχίζουν σταδιακά να αποκτούν αιτίες. Το συναισθηματικό του τοπίο αρχίζει να ξεθολώνει, όταν αρχίζει να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες του μοναστηριού, όταν νιώθει στο βάθος της ψυχής του και αυτός, τον φόβο που καλλιεργεί η παντοδυναμία της ηγουμένης, έναν φόβο όμως, που γεννά την εγκληματική σιωπή των κατοίκων της πόλης, που όλοι ξέρουν, αλλά κανένας δεν μιλά και προκειμένου και οι ίδιοι να απενοχοποιήσουν τη σιωπή τους,στρέφουν όλο το μένος της καταπίεσης τους στα ανυπεράσπιστα κορίτσια του μοναστηριού. Τα εύκολα θύματα, τους εύκολους αποδέκτες όλων των παρελκόμενων της βαθιάς υποκρισίας και της σαπίλας μιας κοινωνίας που το μόνο που ξέρει καλά είναι να κρύβει και να υποτάσσεται. Μέσα στην εσωτερική του διαδρομή ο Μπιλ, σταδιακά, αρχίζει να βρίσκει τον δρόμο του, όταν κατανοεί σε βάθος ότι πραγματική χαρά δεν θα μπορέσει να νιώσει ποτέ μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ούτε ο ίδιος ούτε φυσικά και η οικογένειά του.
«Αν θέλεις να τα βγάλεις πέρα στη ζωή, υπάρχουν πράγματα που πρέπει να αγνοείς» του είχε πει κάποτε η γυναίκα του η Αϊλίν, γνωρίζοντας ότι ο άντρας της διακατέχονταν από πολλές ευαισθησίες που τον έκαναν να λυγίζει στις αδικίες που έβλεπε γύρω του. Όμως ποια πράγματα είναι αυτά που πρέπει να αγνοεί ο Μπιλ και σε ποια πρέπει να δίνει σημασία;
Ποιος καθορίζει την ασημαντότητα των πραγμάτων γύρω μας και ποιος τη μεγάλη τους αξία;
Τι είναι πιο σημαντικό για τον Μπιλ; Η αποκλειστική ενασχόληση με την οικογένειά του, προκειμένου τα μέλη αυτής να διαπρέψουν σε μια αποτυχημένη κοινωνία που ξέρει καλά να συγκαλύπτει τα εγκλήματα που διαπράττονται στα αδύναμα μέλη της; Ο Μπιλ κατανοεί πολύ καλά μέσα από το παρελθόν του που τον στοιχειώνει, ότι στη θέση αυτών των αδύναμων πλασμάτων θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται ο ίδιος, αν κάποιοι δεν αδιαφορούσαν για αυτόν. Άραγε το ενδιαφέρον για τον άλλον σε ποια πράγματα συμπεριλαμβάνεται; Στα μικρά ή στα μεγάλα; Και το ενδιαφέρον που θέτει σε κίνδυνο την ατομική οικογενειακή ευτυχία, αυτό πού θα το συμπεριλάμβανε κάποιος; Στα μικρά ανόητα πράγματα ή σε κάποια μεγαλειώδη; Βασανιστικά τα ερωτήματα που ανακύπτουν και που δεν απασχολούν μόνο τον Μπιλ, αλλά όσο η ταινία κυλάει, εμπλέκουν και εμάς στην ουσιαστική αναζήτηση των απαντήσεων τους.
Πίσω από κάθε μικρό πράγμα που αφήνει πίσω του, ο Μπιλ συνειδητοποιεί ότι μπορεί να κρύβεται μια τεράστια δυστυχία μία δυστυχία που δεν αφορά μόνο το άτομο που τη βιώνει, αλλά και τον ίδιο. Ο φόβος του μπορεί να μην καταλαγιάζει, αλλά αποκτά μια άλλη ποιότητα όταν σε αυτόν τον φόβο διακυβεύεται όχι το προσωπικό του συμφέρον, αλλά το συμφέρον μιας κοινωνίας.
Και μπορεί να φαίνεται μικρό, αλλά είναι ίσως το πιο μεγάλο πράγμα που μπορεί να συμβεί στον καθένα χωριστά, όταν κατανοεί μέσα από μια βαθιά, αλλά ουσιαστική υπαρξιακή αναζήτηση, ότι μόνο μέσα από το κοινωνικό συμφέρον θα μπορέσει στο τέλος να γευτεί τη χαρά της ικανοποίησης για όλα εκείνα τα πράγματα που έκανε και που δεν τα άφησε ή δεν μετέθεσε την πραγματοποίησή τους στους άλλους.
Ο Κίλιαν Μέρφι σε έναν αποκαλυπτικό ρόλο -το πρόσωπο αυτού του ηθοποιού είναι γεννημένο για τον φακό- και Έμιλι Γουότσον (στον ρόλο της ηγουμένης) σε μία όχι μεγάλης διάρκειας, άλλα -για όσο διαρκεί- συνταρακτική ερμηνεία που της χάρισε το βραβείο στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Claire Keegan, ταινία και βιβλίο είναι αφιερωμένα στις χιλιάδες γυναίκες και παιδιά που υπέφεραν στα οικοτροφεία και στα πλυσταριά της Μαγδαληνής της Ιρλανδίας που το τελευταίο από αυτά έκλεισε το 1996, φέρνοντας στο φως φρικτές ιστορίες που συγκαλύπτονταν για πολλά χρόνια (από το 1920, λειτουργούσαν) για τα όσα τρομερά συνέβαιναν εκεί, με θύματα ανυπεράσπιστα κορίτσια, μητέρες και παιδιά. Ιδρύματα και Μοναστήρια που τελούσαν υπό τη διοίκηση και χρηματοδότηση της Καθολικής Εκκλησίας και του Ιρλανδικού κράτους.
Η ταινία από αυτή την εβδομάδα, βρίσκεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.