Μπερνάρντο Μπερτολούτσι – “Έζησα σ’ένα είδος ονείρου του κομμουνισμού”
Ένα όνειρο που έσβησε άδοξα για τον ίδιο, όχι πριν προλάβει να χρωματίσει ανεξίτηλα μερικές από τις καλύτερες κινηματογραφικές στιγμές του.
Μπορεί στον τελικό απολογισμό ο συχνά χαρακτηριζόμενος ως «μαρξιστής σκηνοθέτης» Μπερνάρντο Μπερτολούτσι να υπήρξε λιγότερο ανατρεπτικός στην πολιτική απ’ό,τι στην κινηματογραφική του οπτική, αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός πως άφησε πίσω του μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παρακαταθήκες του ιταλικού σινεμά, το οποίο ο ίδιος πρόλαβε στην τελευταία φάση της χρυσή περιόδου του.
Κατόρθωσε να καθιερωθεί τόσο στην Ευρώπη, όσο και στο Χόλιγουντ, παρά τις ενίοτε κακές του σχέσεις με τα στούντιο, στα οποία όμως συνήθως κατάφερνε να επιβάλει τους όρους του για την υλοποίηση του καλλιτεχνικού του οράματος. Αυτό τουλάχιστον διατεινόταν ο ίδιος, ακόμα και την περίοδο που συνεργάστηκε με τη Medusa Films, ιδιοκτησίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι, για τον οποίο πάντως δε μασούσε τα λόγια του ούτε τότε, λέγοντας πως «δολοφόνησε την ιταλική κουλτούρα».
Γεννήθηκε στις 16 Μάρτη 1941 σε εύπορη οικογένειας της Πάρμας στη Βόρεια Ιταλία κι ήταν γιος του γνωστού συγγραφέα και ποιητή Ατίλιο Μπερτολούτσι. Ο ίδιος μάλιστα ακολούθησε αρχικά τα χνάρια του πατέρα του, κερδίζοντας βραβείο ποίησης στα 21 του πριν στραφεί στον κινηματογράφο.
Τα πρώτα του βήματα τα έκανε δίπλα στον οικογενειακό τους φίλο Πιερ Πάολο Παζολίνι, στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του τελευταίου με τίτλο «Ακατόνε» (1961), με θέμα ένα μαστροπό της Ρώμης. Σε παρόμοιο περιβάλλον κινείται και η πρώτη ταινία του Μπερτολούτσι «Βίαιος θάνατος» ένα χρόνο μετά, όπου πραγματεύεται το φόνο μιας ιερόδουλης στην ιταλική πρωτεύουσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Το πολιτικό του στίγμα δόθηκε ξεκάθαρα στην επόμενη ταινία του «Πριν την Επανάσταση», η οποία επικεντρώνεται γύρω από τα διλήμματα ενός 20χρονου φοιτητή μεταξύ μαρξισμού και ενσωμάτωσης στο σύστημα, την ώρα που διατηρεί αιμομικτική σχέση μια νεαρή θεία του. Παρά τη διεθνή αναγνώριση και βράβευση της ταινίας, ο Μπερτολούτσι θυμόταν πως οι συμπατριώτες του σχεδόν τον πρόσβαλαν για το έργο.
Σημαντική ήταν και η ταινία του «Ο κονφορμιστής» (1970) βασισμένη σε έργο του σπουδαίου συγγραφέα Αλμπέρτο Μοράβια. Με αντιφασιστικό μήνυμα, η ταινία επικεντρώνεται σε έναν διανοούμενο που στρατολογείται από τη μυστική αστυνομία του Μουσολίνι για να σκοτώσει έναν αντιφασίστα παλιό του καθηγητή στο Παρίσι. Η ταινία αυτή θεωρείται πως είναι εκείνη στην οποία ο Μπερτολούτσι διαμορφώνει οριστικά το προσωπικό του ύφος, αποδεσμευμένος από την επιρροή του πατέρα του καθώς και του Γάλλου σκηνοθέτη Ζαν – Λυκ Γκοντάρ. Επιπλέον επηρέασε μια νέα γενιά σκηνοθετών της εποχής, ανάμεσά τους τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, τον Μάρτιν Σκορσέζε και τον Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Η διεθνής καθιέρωση ήρθε βέβαια με το διαβόητο «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» (1972) η ιδέα του οποίου βασίστηκε σε μια προσωπική σεξουαλική φαντασίωση του Μπερτολούτσι. Εκεί ο Μάρλον Μπράντον υποδύεται ένα μεσήλικα ιδιοκτήτη ξενοδοχείου που πενθεί για την αυτοκτονία της γυναίκας του, και συναντά μια νεαρή Παριζιάνα (τη 19χρονη τότε Μαρία Σνάιντερ) σε ένα διαμέρισμα που κι οι δυο θέλουν να νοικιάσουν. Οι δυο τους ξεκινούν μια ανώνυμη σεξουαλική σχέση που σύντομα παίρνει άσχημη τροπή, όταν αρχίζουν να αποκαλύπτουν προσωπικές λεπτομέρειες. Η ταινία είναι κυρίως γνωστή για τη σκηνή πρωκτικού βιασμού με τη χρήση βουτύρου, που όπως κατήγγειλε αργότερα η Σνάιντερ δεν προβλεπόταν στο σενάριο, με την ίδια να νιώθει «κάπως βιασμένη» τόσο από τον Μπράντο, όσο και από το Μπερτολούτσι, που χαρακτήρισε «γκάνγκστερ και μαστροπό». Ο τελευταίος παραδέχτηκε την έλλειψη πληροφόρησης στην ηθοποιό, δικαιολογώντας την ηθικά απαράδεκτη στάση του λέγοντας πως ήθελε να αποσπάσει μια «αυθεντική αντίδραση ταπεινωμένης γυναίκας».
Η ταινία έγινε μεγάλη επιτυχία και του χάρισε Όσκαρ σκηνοθεσίας, αλλά στην Ιταλία και άλλες χώρες προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο, με επανειλημμένες παρεμβάσεις της λογοκρισίας, ενώ στην πατρίδα του στερήθηκε μετά από δίκη τα πολιτικά του δικαιώματα για πέντε χρόνια. Αυτή η «πολιτική εξορία» ήταν ένα από τα κίνητρα για ταινίες σε μακρινά μέρη, ανάμεσα στις οποίες γνωστότερη είναι βέβαια «Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας» (1987) γύρω από τη ζωή του Πουγί, του τελευταίου Κινέζου αυτοκράτορα πριν την Κινεζική Επανάσταση. Η ταινία που σάρωσε τα όσκαρ με 9 χρυσά αγαλματίδια, ήταν η πρώτη δυτική ταινία που έλαβε άδεια γυρισμάτων στην “Απαγορευμένη Πόλη” του Πεκίνου από την κυβέρνηση της χώρας.
Το αριστούργημα του ωστόσο είναι πιθανότατα το «1900» (Νοβετσέντο, στην ιταλική του ονομασία), που γυρίστηκε το 1976, με ένα διεθνές καστ που περιλάμβανε το Ρόμπερτ Ντε Νίρο, το Ζεράρ Ντεπαρντιέ, τον Ντόναλντ Σάδερλαντ και τον Μπάρτ Λάνκαστερ, που αποτελεί μια τοιχογραφία της Ιταλίας από τις αρχές του αιώνα ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέσα από τη ζωή και τη σχέση των δυο πρωταγωνιστών, το γιο ενός χωρικού και το γιο του γαιοκτήμονα, αποτυπώνεται η ιστορία της ταξικής πάλης στην Ιταλία, ενώ οι σκηνές του «λαϊκού δικαστηρίου», της παράδοσης των όπλων, αλλά και το αινιγματικό φινάλε της ταινίας αφήνουν ανοιχτές διάφορες ερμηνείες, αν επρόκειτο δηλαδή για κινηματογραφική ενσάρκωση του «ιστορικού συμβιβασμού» του ΚΚΙ ή για ειρωνική ματιά σε αυτό. Σε αρκετούς ιστορικούς ηγέτες του κόμματος η ταινία πάντως φάνηκε υπερβολικά «βίαιη», ουσιαστικά όμως αυτό που ενοχλούσε είναι πως αμφισβητούσε εκ των πραγμάτων το αφήγημα για μια πανεθνική αντιφασιστική σχεδόν αναίμακτη αντίσταση που προωθούσε το ΚΚΙ εκείνη την εποχή.
Όπως βέβαια συνέβη και με πολλούς ομοϊδεάτης της γενιάς του, ο Μπερτολούτσι ακολούθησε το κύμα του ευρωκομμουνισμού, το οποίο όταν ξεβράστηκε πλήρως στα βράχια της αντεπανάστασης τον οδήγησε σε μια πλήρη απογοήτευση από τα ιδανικά της νιότης του. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να θεωρεί πως είχαν μείνει μόνο τρεις κομμουνιστές: Ο Ζοζέ Σαραμάγκου, ο Έρικ Χόπσμπαουμ και -άφηνε να εννοηθεί – ο ίδιος, μέχρι που το 2013 σε συνέντευξή του δήλωσε πως θεωρούσε πως πια ο κομμουνισμός είχε εξαφανιστεί τελείως. “Έζησα σ’ένα είδος ονείρου του κομμουνισμού”. Ένα όνειρο που έσβησε άδοξα για τον ίδιο, όχι πριν προλάβει να χρωματίσει ανεξίτηλα μερικές από τις καλύτερες κινηματογραφικές στιγμές του.
Όντας αρκετά παραγωγικός και τη δεκαετία του ’90, δεν κατάφερε να ξαναφτάσει ποτέ την αρτιότητα των ταινιών που τον καθιέρωσαν, ενώ τη δεκαετία του 2000 γύρισε μόνο τρεις ταινίες, με κύκνειο άσμα του το κοινωνικό δράμα “Εγώ κι εσύ” για τη σχέση ενός 14χρονου με την τοξικομανή ετεροθαλή αδελφή του, βασισμένο σε μυθιστόρημα του δημοφιλούς στην Ιταλία συγγραφέα Νικολό Αμανίτι. Λίγους μήνες πριν το θάνατό του σαν σήμερα, τον Απρίλη του 2018, είχε δηλώσει πως είχε στα σκαριά μια ακόμα ταινία με θέμα τον έρωτα αλλά και την έλλειψη επικοινωνίας. Τα τελευταία 15 χρόνια ζούσε σε αναπηρικό αμαξίδιο, μετά από αποτυχημένο ορθοπεδικό χειρουργείο.