Μπρούνο Γκαντς – Ο γιος του εργάτη και πρώην συμπαθών της RAF που έγινε μύθος
Πριν ακόμα καθιερωθεί ως ένας από του σπουδαιότερους γερμανόφωνους ηθοποιούς, ο Γκαντς ήταν οπαδός της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και συμπαθών της RAF, παίρνοντας αποστάσεις μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Ο διασημότερος γερμανόφωνος ηθοποιός των τελευταίων δεκαετιών και πιο φημισμένος Ελβετός ηθοποιός ως σήμερα, Μπρούνο Γκαντς, άφησε χθες την τελευταία του πνοή σε ηλικία 77 χρόνων, σκορπίζοντας θλίψη στον κόσμο του θεάτρου και του κινηματογράφου, που με τόση αφοσίωση υπηρέτησε.
Ξεκίνησε ως θεατράνθρωπος, η μεγάλη οθόνη όμως ήταν αυτή που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους ηθοποιούς παγκοσμίως. Η ποικιλία των ρόλων που ερμήνευσε του επέτρεψε να μην συνδέσει το όνομά του μονοσήμαντα με την εμβληματική κατά τα άλλα ερμηνεία του ως Αδόλφου Χίτλερ στην “Πτώση”. Η δυνατότητα του να μεταπηδά με εξίσουμε μεγάλη πειστικότητα από έναν χαρακτήρα σε άλλον ήταν αυτό που χαρακτήριζε το υποκριτικό του μεγαλείο.
Γεννήθηκε στις 22 Μάρτη 1941 στο Ζέεμπαχ της Ζυρίχης, από πατέρα Γερμανοελβετό εργάτη και μητέρα Ιταλίδα. Από παιδί ανακάλυψε την κλίση του στο θέατρο και για το λόγο αυτό επέλεξε να εγκαταλείψει το σχολείο λίγο πριν την αποφοίτησή του, προκαλώντας αναστάτωση στην οικογένεια. Για να επιβιώσει εργάζεται ως βιβλιοπώλης, ενώ παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα θεάτρου και υποκριτικής στη Ζυρίχη.
Πηγαίνει στη Γερμανία και ξεκινά τις εμφανίσεις του σε ένα μικρό θέατρο στο Γκέτινγκεν το 1961. Σημαντικός σταθμός είναι η συνάντησή του το 1967 με το σκηνοθέτη Πέτερ Στάιν. H ομάδα που δημιουργήθηκε γύρω από το Στάιν είχε ριζοσπαστικές καλλιτεχνικές και πολιτικές τάσεις, γεγονός για το οποίο εκδιώχθηκε από το θέατρο της Ζυρίχης και εγκαταστάθηκε στο Κρόιτσμπεργκ του Δυτικού Βερολίνου, δημιουργώντας το πιο φημισμένο μεταπολεμικά θέατρο στην ΟΔΓ. Παραστάσεις όπως εκείνες του Άμλετ, των Ληστών του Σίλερ και του Τορκουάτο Τάσο του Γκαίτε, πάντα με τον Γκαντς πρωταγωνιστή, άφησαν εποχή και σύντομα ο διεθνής τύπος θα αρχίσει να αναφέρει εγκωμιαστικά το όνομά του.
Στο μεταξύ ο Γκαντς βιώνει τα προσωπικά του δράματα και πάθη. Το 1965 παντρεύεται τη Σαμπίνε Γκαντς, με την οποία αν και σύντομα βρέθηκαν σε διάσταση, ποτέ δεν πήραν διαζύγιο, παρά το μακροχρόνιο δεσμό του Γκαντς με τη φωτογράφο θεάτρου Ρουτ Βαλς. Ο γιος τους τυφλώθηκε σε ηλικία 4 ετών, με τον πατέρα του να θαυμάζει τα επιτεύγματά του: “Διαβάζει αγγλικά και γαλλικά σε μπράιγ, παίζει καλά κιθάρα, ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο… Έχει πάει σε μέρη, που εγώ δεν πήγα ποτέ”. Την ίδια περίοδο όμως, και για πολλά χρόνια έχει να παλέψει με το δαίμονα της εξάρτησης από το αλκοόλ: “Δεν μπορείς να καταλάβεις τον τρόπο με τον οποίο χειρίζομαι τους ανθρώπους και το επάγγελμά μου, χωρίς να ξέρεις πως πέρασα από εξάρτηση”. Ο ίδιος δήλωνε πως πήγε στους Ανώνυμους Αλκοολικούς, όταν στη διάρκεια βόλτας συνειδητοποίησε πως αντί για μπροστά περπατούσε προς τα πίσω, ενώ στη διάρκεια μιας από τις πολλές υποτροπές του, είχε τραυματιστεί σοβαρά, λέγοντας στον εαυτό του: “Την επόμενη φορά θα πεθάνεις”.
Αν και έπαιζε σε μικρούς ρόλους ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Γκαντς κατόρθωσε να γίνει γνωστός διεθνώς στην ταινία του Βιμ Βέντερς “Ο αμερικανός φίλος” (1977), βασισμένο σε μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ, όπου υποδύεται έναν τεχνίτη από το Αμβούργο, που γίνεται πληρωμένος εκτελεστής όταν μαθαίνει για τη θανάσιμη ασθένειά του. Με τον Βέντερς γυρίζει και τη δεύτερη διασημότερη ταινία του μετά την πτώση “Τα φτερά του έρωτα”(1987) στον αξέχαστο ρόλο του ως άγγελος Ντάμιελ, που από αγάπη στους ανθρώπους απαρνείται την αθανασία του. Ενδιάμεσα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και στο “Νοσφεράτου” (1979) του Βέρνερ Χέρτσογκ, πετυχημένο ριμέικ της ομώνυμης θρυλικής ταινίας του 1922, βασισμένη στο “Δράκουλα” του Μπραμ Στόκερ. Σημαντική στιγμή της καριέρας του ήταν η συνεργασία του με το Θόδωρο Αγγελόπουλο στη βραβευμένη με χρυσό φοίνικα του φεστιβάλ των Καννών “Μία αιωνιότητα και μία μέρα” το 1998. Εκεί εμφανίζεται ως μεσήλικας συγγραφέας που μετά από μια μοιραία διάγνωση προσπαθεί να κλείσει τους λογαριασμούς του πριν φύγει από τη ζωή, προσπαθώντας παράλληλα να σώσει ένα παιδί των φαναριών από τους διώκτες του. Δέκα χρόνια μετά, ο Γκαντς έπαιξε και στο κύκνειο άσμα του μεγάλου Έλληνα σκηνοθέτη, ως Γερμανοεβραίος Γιάκομπ στη “Σκόνη του χρόνου”.
Δεν μπορεί φυσικά κανείς να μην κάνει εκτενή αναφορά και στην “Πτώση” του Όλιβερ Χιρσμπίγκελ, και το ρόλο του ως ναζί καγκελαρίου που έδωσε τροφή σε χιλιάδες διαδικτυακές παρωδίες και memes, αδικώντας ίσως κατά μία έννοια το ρεσιτάλ υποκριτικής σε μια ταινία πολιτικά τουλάχιστον αμφιλεγόμενη, λόγω κυρίως της παρουσίασης του Χίτλερ ως ενός “ανθρώπινου ράκους” που σχεδόν προκαλούσε οίκτο. Ο Γκαντς μελετούσε επί μήνες το ρόλο του, επισκεπτόμενος και ασθενείς με Πάρκινσον, από το οποίο φαίνεται να έπασχε ο Χίτλερ, ενώ δήλωσε πως η ελβετική του καταγωγή των είχε βοηθήσει ώστε να έχει την απαραίτητη αποστασιοποίηση από τη φορτισμένη αυτή ενσάρκωση. Ήταν επίσης βαθιά συγκινημένος από την αγάπη του γερμανικού λαού στο πρόσωπό του μετά την ταινία.
Ενδιαφέρον από πολιτική σκοπιά παρουσιάζει η συμμετοχή του Γκαντς το 2008 στην ταινία “Το σύμπλεγμα Μπάαντερ Μάινχοφ” ως Χορστ Χέρολντ, προέδρου της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας της Γερμανίας και βασικού διώκτη της RAF. Ο Γκαντς στα νιάτα του ήταν οπαδός της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις και πετώντας πέτρες σε αστυνομικούς. “Ήθελα να υπηρετήσω το λαό. Ήμου έτοιμος να αμφισβητήσω ή και να απαρνηθώ τον αστικό τρόπο ζωής μου προς όφελος μιας άλλης κοινωνίας”. Η συμπάθειά του για τη RAF και γενικότερα την ατομική τρομοκρατία κλονίστηκε και μετατράπηκε σε αποστροφή μετά από μια σειρά βίαια χτυπήματα στα μέσα της δεκαετίας του ’70, παρότι και τον καιρό των γυρισμάτων της ταινίας χαρακτήριζε την Ουλρίκε Μάινχοφ ως “τη γυναίκα με τη μεγαλύτερη εντιμότητα μες στη RAF”.
Από το 2010 ως το 2013 ο Γκαντς ήταν επικεφαλής της Γερμανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Έπαιξε στην ταινία Χάιντι, κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου αγαπημένου παιδικού μυθιστορήματος της Ελβετίδας συγγραφέα Γιοχάνα Σπύρι, ενώ το το 2017 υποδύθηκε το Σίγκμουντ Φρόιντ και στη συνέχεια ένα “σταλινικό” πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της ΓΛΔ με άνοια στην ταινία “Σε καιρούς που σβήνει το φως” βασισμένη σε ένα γνωστό αντικομμουνιστικό μυθιστόρημα το Όιγκεν Ρούγκε.
Έλαβε σειρά διακρίσεων στη Γερμανία και διεθνώς, ανάμεσά τους το Δαχτυλίδι Ίφλαντ, το ύψιστο βραβείο υποκριτικής στο γερμανόφωνο χώρο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε επιστρέψει στη γενέτειρά του, ενώ έδινε μάχη με τον καρκίνο του εντέρου, γεγονός που ματαίωσε την σχεδιαζόμενη εμφάνισή του ως εκφωνητή σε παράσταση του “Μαγικού Αυλού” στο φεστιβάλ Μότσαρτ του Σάλτσμπουργκ το 2018. Έφυγε από τη ζωή στο σπίτι του, το πρωί της 16.2.2019.