Νίκος Κούνδουρος – Θανάσης Βέγγος: Μια φιλία δυνατή που γεννήθηκε στη Μακρόνησο
Ο Κούνδουρος, που στα χρόνια της εξορίας στη Μακρόνησο οργάνωνε με τον Ζωγράφο θεατρικές παραστάσεις για τους εξόριστους, σχεδίαζε να γυρίσει μια ταινία για τον Άρη Βελουχιώτη και προόριζε τον Βέγγο για έναν από τους ρόλους. Τελικά οι δυο συνεξόριστοι και φίλοι θα συνεργαστούν στην πρώτη και για τους δυο ταινία, που δεν θα είναι όμως για τον Άρη.
Ο Νίκος Κούνδουρος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου. Γεννήθηκε στις 15 του Δεκέμβρη 1926 και έφυγε από τη ζωή πριν λίγους μήνες, στις 22 του Φλεβάρη 2017.
Συμμετείχε στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και είχε τραυματιστεί στη μάχη της Αθήνας στα Δεκεμβριανά. Μετά τη Βάρκιζα εξορίστηκε μαζί με χιλιάδες στρατευμένους στη Μακρόνησο, όπως και πολλοί ακόμα καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Τάσος Ζωγράφος, σκηνογράφος και σημαντικός ζωγράφος. Μαζί τους βρέθηκε και ο Θανάσης Βέγγος, ένας υπερκινητικός, μανιώδης με την καθαριότητα νεαρός που σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ζωγράφου, όλα πάνω του έδειχναν πως είναι ζήτημα χρόνου να γίνει ηθοποιός.
Μάλιστα ο Νίκος Κούνδουρος, που στα τρία χρόνια της εξορίας στη Μακρόνησο οργάνωνε με τον Ζωγράφο θεατρικές παραστάσεις για τους εξόριστους, σχεδίαζε να γυρίσει μια ταινία για τον Άρη Βελουχιώτη και προόριζε τον Θανάση Βέγγο για έναν από τους ρόλους. Τελικά οι δυο συνεξόριστοι και φίλοι θα συνεργαστούν στην πρώτη και για τους δυο ταινία (Μαγική Πόλις), που δεν θα είναι όμως για τον Άρη.
Μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Χρήστου Σιάφκου «Τάσος Ζωγράφος, Σκηνικό ζωής» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2009), και ένθετη μια μαρτυρία του Νίκου Κούνδουρου για τον Θανάση Βέγγο, που δόθηκε στον Τύπο, λίγες μέρες μετά το θάνατο του αγαπημένου του φίλου.
«Έχοντας αποσπάσει δηλώσεις από το 95% των φαντάρων στη Μακρόνησο, είπαν να φέρουν και τους πολιτικούς εξόριστους, για να επιδράσει πάνω τους η τρομερή φήμη που είχε το στρατόπεδο. Τους πήγαν στο βορινό τμήμα, στον Αϊ Νικόλα, σ’ ένα εκκλησάκι. Ανάμεσά τους ήταν και ο Ρίτσος, ο Κατράκης, ο Καρούζος, ο Ιμβριώτης καθηγητής το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και άλλοι πολλοί.
Την πρώτη μέρα ωστόσο τους έβαλαν να κάτσουν κάτω και μας έδωσαν εντολή να πάμε να τους εξηγήσουμε τι εστί Μακρόνησος.
«Πώς θα πάω εγώ να πω στον θείο μου ότι θα φάει ξύλο αν δεν υπογράψει και με ποιο δικαίωμα θα τον τρομοκρατήσω εγώ αντί να τον τρομοκρατήσουν οι άλλοι;» μου είπε ο Κούνδουρος.
«Τι θα κάνουμε λοιπόν Νίκο;»
«Να πάρουμε ένα σταμνάκι με νερό και λίγα τσιγάρα και να πάμε να τούς δροσίσουμε και να τους πούμε παιδιά κι εδώ γίνεται ό,τι και παντού στην Ελλάδα». Πράγματι κάναμε αυτό τον γύρο και βλέπαμε την καρτερία στα μάτια αυτών των ανθρώπων, γιατί αν οι κομμουνιστές είναι για κάτι αξιοθαύμαστοι είναι για τη δύναμη της ψυχής τους. Ήδη άλλωστε το πετσί τους ήταν οργωμένο. Άσε δε που πολλοί από αυτούς δεν ήταν καν κομμουνιστές, προοδευτικοί άνθρωποι ήταν που είχαν συνταχτεί με το κίνημα. Εκεί συναντήσαμε τον Ιμβριώτη, τον καθηγητή που γνώριζε ο Νίκος. Και ξέροντας τι επρόκειτο να συμβεί, θάμα χρόνου ήταν, είπε πως έπρεπε να τον κρύψουμε. Τον βάλαμε σε ένα από τα ατομικά αντίσκηνα που υπήρχαν ακόμα, με μια κουβέρτα κάτω και μια από πάνω του. Νομίζω ότι έτσι γλίτωσε το ξύλο. Δεν ξέρω την παραπέρα εξέλιξη διότι το βράδυ άρχισε το πογκρόμ, η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Φωνές, κακό, φοβερά πράγματα, πού να κοιμηθείς, τους έπαιρναν πέντε πέντε, τους ζητούσαν να κάνουν δήλωση και με κάθε άρνησή τους, τους λιάνιζαν οι ΑΜίτες. Όσοι δεν έκαναν πήραν τελικά την άγουσα για το σύρμα.
Τους απομόνωσαν στο πρώτο τάγμα, σ’ έναν κλωβό. Όπου εκεί έφεραν και τον Ρούσσο, τον μεγάλο αδελφό του Κούνδουρου που ήταν γιατρός και μετά έγινε ο πρώτος Έλληνας ντοκιμαντερίστας. Ζητήσαμε άδεια, ο Νίκος εννοείται για να δει τον αδελφό του κι εγώ για να δω τη μετέπειτα κουμπάρα μου, τη συναγωνίστρια Χρυσάνθη από του Ζωγράφου που έγινε η νονά του γιου μου, του Γιώργου.
(…) Εν πάση περιπτώσει πήγαμε και είδαμε τον Ρούσσο κι εκεί ήταν κι ο κλωβός των αξιωματικών του ΕΛΑΣ, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης. Σαν το λιοντάρι στο κλουβί του. Αυτή ακριβώς ήταν η εικόνα. Ο κλωβός ας πούμε ήταν 100×100, αυτός πηγαινοερχόταν από την μια άκρη στην άλλη με τα χέρια πίσω και με στρατιωτικό βήμα. Τον παρατηρούσα τουλάχιστον επί μισή ώρα. Σε ποιους άλλους να είχαμε στραμμένες τις ελπίδες μας; Στον Άρη και στον Σαράφη! Τις ψυχές του Λαϊκού Στρατού.
(…) Ο Θανάσης [Βέγγος], εγώ κι ο Κούνδουρος μπορώ να πω ότι αόριστα κι αόρατα δεθήκαμε με κάτι. Ο Κούνδουρος έλεγε πως ήθελε να κάνει ταινίες κι εγώ είχα αρχίσει να δουλεύω στο θέατρο ενώ ήξερα πως ο κινηματογράφος ήταν η συνέχειά του. Όσο για τον Θανάση με τα καμώματά του, με το πώς μιλούσε, με το πώς έτρωγε, με το πώς έτρεχε, με πως έλεγε ότι πεινούσε, και με το πως αντιδρούσε στις αφηγήσεις του Νίκου Παπαδόπουλου που μας ξενυχτούσε τρία βράδια λέγοντας μας ιστορίες, φαινόταν πως θα γίνει ηθοποιός.
Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα…
Ο Νίκος Κούνδουρος δεν θα ξεχάσει ποτέ τη γνωριμία του με τον Θανάση Βέγγο. Γεννημένοι την ίδια ημερομηνία, τους έφερε κοντά μια κοινή μοίρα μαζί και τους δυο στην εξορία. Ο πατριάρχης του ελληνικού κινηματογράφου άλλαξε τη μοίρα τού Θ.Β. και ανέδειξε το ταλέντο του σπουδαίου ηθοποιού, ενώ μέσα από τη φιλία τους ο μεγάλος δημιουργός ίσως και να βρήκε τον δρόμο που πραγματικά επιθυμούσε να ακολουθήσει.
«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. “Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε” μου είπαν! Το μόνο που ζήτησα ήταν να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!
Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο!
“Τι κάνεις;” τον ρωτάω. “Θα πεθάνεις εδώ πάνω” απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μέσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ηταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.
Η “Μαγική Πόλη” και όλο αυτό το φτωχικό νεορεαλιστικό ντεκόρ της πάλι στον Βέγγο οφειλόταν. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα σπίτι του στο Φάληρο… Τέτοια φτώχεια δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου εγώ, ο γόνος μεγαλοαστών που μεγάλωσε στο Κολωνάκι. Γύρισα σπίτι θυμάμαι κι έπιασα τη μάνα μου. Με είχε ταράξει η φτώχεια μαζί με την καλοσύνη του Θανάση. Τότε, είπα: “Εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους θέλω να καταπιαστώ, τον πόνο και την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων θέλω να δείξω…”. Και το έκανα, πιστεύω»!
Νίκος Κούνδουρος
(εφημερίδα Espresso, 6 του Μάη 2011)
(..) Παρέα έκανα με τον κολέγα μου τον Πατραμάνη με τον οποίο κοιμόμαστε αρχικά στην ίδια σκηνή. Είμαστε πολύ επιφυλακτικοί, γιατί δεν ήξερες ποτέ ποιος ήταν ο ρουφιάνος. Μαζί κοιμόμαστε και όταν έφεραν τις μεγάλες αμερικάνικες σκηνές. Και μαζί μας είχαμε τον Νίκο Χατζηνικολάου, έναν τενόρο της Λυρικής και τον Θανάση Βέγγο. Εννοείται πως αδελφός ήταν ο Κούνδουρος.
Ο Βέγγος ήταν όπως είναι και τώρα. Μανιώδης με την καθαριότητα, δεν είχαμε νερό να πιούμε κι αυτός κοίταζε πώς να ξεσκονίσει και να γυρίσει τις τσέπες του ανάποδα και να τις τινάξει μην έχουν μέσα χνούδι. Εννοείται τσέπες αμεταχείριστες, παρθένες, γιατί δεν είχαμε δα να βάλουμε κάτι μέσα. Όταν ήρθε ο Θανάσης, ο Γιάννης Γκούμας μου είπε πως είχε έρθει ένα γειτονάκι του που είχε μεγάλη πλάκα. Πρόσθεσε ακόμα ότι ο Θανάσης ήθελε να γίνει ηθοποιός και πως έπρεπε να του βρίσκουμε ψωμί γιατί δεν χόρταινε με τίποτα. Κι έτσι ότι περίσσευε από του καθενός την κουραμάνα το δίναμε στον Βέγγο. Ο οποίος ήταν όπως και τώρα αεικίνητος, πρωταθλητής ανωμάλου δρόμου στη Μακρόνησο, έκανε το νησί πάνω κάτω τρέχοντος. Δεν κάπνιζε κιόλας όπως οι περισσότεροι από μας.
Τα πακέτα τα μικρά τότε είχαν έντεκα τσιγάρα και τα μεγάλα είκοσι δύο. Η Φρειδερίκη έκοψε ένα τσιγάρο από τα μικρά και δύο από τα μεγάλα για να τα δίνουν στον στρατό. Τα παίρναμε τζάμπα. Και μέχρι να φτιάξουν καινούργια πακέτα, έβαζαν στα υπάρχοντα τυλιγμένο μέσα ένα χαρτονάκι για να μην κουνιόνται τα τσιγάρα. Παίρναμε κι εμείς καθημερινά, τα δέκα τσιγάρα που έδιναν σ’ όλους τους στρατιώτες. Ο Βέγγος μάς τα μοίραζε και του δίναμε ψωμί.
Ο Κούνδουρος ήταν μεγαλοπρεπής και πανέμορφος, από πολιτική οικογένεια, ο πατέρας του υπουργός Δικαιοσύνης επί Βενιζέλου, αυτός που σκέφτηκε και έφτιαξε το ιδιώνυμον με το οποίο πήγαν στη συνέχεια τα παιδιά του εξορία.
Ο Νίκος βρέθηκε στη Μακρόνησο γιατί δεν μπορούσε να ελέγξει τη ρώμη του. Πριν τον είχαν βγάλει βοηθητικό γιατί είχε τραυματιστεί στη μάχη της Αθήνας, ελαφριά στο πόδι. Ήταν με τον Λόχο Μπάιρον στο Πολυτεχνείο. Υπηρετούσε ωστόσο στην εφορεία υλικού πολέμου, όντας γόνος μεγάλης οικογένειας και με νονό τον Σοφοκλή Βενιζέλο.
Αλλά ως Κούνδουρος με το μυαλό το κουνδουρέικο, την έκανε τη ζημιά. Τον είχαν στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου του 1949 και ως πρώτο μπόι βάδιζε αμέσως μετά τους δεκανείς, με τα αυτόματα υπό μάλης, στην πρώτη εξάδα. Τέλεια φιγούρα άντρα. Λοιπόν, πριν φτάσουν στον Άγνωστο Στρατιώτη για να κλείνουν την κεφαλή δεξιά και μετά το Ζάππειο άρχιζαν το τραγούδι: «Τι ζητάνε οι Βούλγαροι στη Μακεδονία; Ουστ έξω βουλγαριά».
Ο Νίκος έχοντας αισθητική δεν μπορούσε να τραγουδήσει αυτό το τραγούδι, άσε που δεν το πίστευε κιόλας. Οπότε γυρίζει ο δεκανέας που ήταν μπροστά του, ένας κοντούλης σαφρακιασμένος και αποκαλώντας τον «Βούλγαρο» τον ρώτησε γιατί δεν τραγουδούσε. Και ο Νίκος απλώς κατέβασε το χέρι του πάνω του κι αυτός βρέθηκε στην άσφαλτο. Τον άρπαξε αμέσως η Αστυνομία Μονάδας, τον πήγαν μέσα, τον τουλούμιασαν και τουλουμιασμένο τον έστειλαν στη Μακρόνησο.
Εγώ είχα το όνομά του στο μυαλό μου από τη Σχολή Καλών Τεχνών κι έχοντας δει τη φιγούρα του, θαύμασα και ένιωσα δέος. Πήγα λοιπόν μιλήσαμε και τον βόλεψα στο τσαντίρι.
Παρά τα δεινά μας στη Μακρόνησο εξακολουθούσαμε να κάνουμε όνειρα, και βέβαια εγώ πάντα έβλεπα το όνειρο που με συνόδευσε επί χρόνια στη ζωή μου, το άσπρο μου αλογάκι που με έπαιρνε από εκεί και με πέρναγε απέναντι στην ελευθερία.
Κι ο Νίκος ήθελε να σκηνοθετήσει από τότε. Είχε πει πως ήθελε να κάνει ταινία τη ζωή του Άρη. Και έκανε εν τέλει τους «Παράνομους». Κι ο Θανάσης ήθελε να παίξει. Μπορεί να τον απέρριψε ο Ευθυμίου αλλά όταν ανέλαβε το θέατρο ο Κούνδουρος υποδύθηκε εκπληκτικά τον Κοκοβιό στον «Πρωτευουσιάνο» του Ρούσοου. Κι από εκεί και πέρα ο Νίκος τον είχε όπως και εμένα υπό την προστασία του. Άλλωστε μαζί του αρχίσαμε τον κινηματογράφο.»
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
3 Trackbacks