Northman: Η ηλιθιότητα ως κινητήριος δύναμη της ιστορίας
Μια ταινία σοβαρή, (αντι)ηρωική, με γαμάτα εφέ, μοντάζ και ήχο, με σαφές σενάριο και story telling αλλά ταυτόχρονα μια βαθιά κωμική ματιά στον ανθρώπινο πολιτισμό και στις αναπόφευκτες ανθρώπινες ιδεοληψίες.
Πάμε απ’ την αρχή μια κι έξω: Ταινιάρα! Ακολουθούν ψιλο-σπόιλερς αλλά δεν χάνει η βενετιά βελόνι, πιστέψτε με.
Ο Robert Eggers με μόνο τρεις ταινίες στο ενεργητικό του, είναι ο δημιουργός κατά την άποψή μου τριών από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας: The VVitch, Lighthouse και τώρα το Northman. Η πρώτη απ’αυτές μαζί με το κορυφαίο Midsommar μας εισάγουν σε ένα καινούριο μη-μεταφυσικό νεο-horror genre, ενώ το Lighthouse (σαφώς η καλύτερη ταινία απ’ τις τρεις και η αγαπημένη μου για τα τελευταία 20 χρόνια – κάνω statement) είναι ένα σπουδαίο αλα Edgar Allan Poe μεταφυσικό ποίημα, πραγματικό σινεμά. Μιλάμε λοιπόν για έναν πολύ σπουδαίο δημιουργό που χτίζει σιγά σιγά το μύθο του.
Πώς χτίζουμε οι άνθρωποι και πώς ζούμε τους μύθους μας; αυτή είναι γενικά η φάση του Eggers: πιάνει ένα αστικό ή λαϊκό μύθο και τον απεικονίζει μεταφυσικά ή όπως μεταφυσικά το φαντάζεται τελοσπάντων το μυαλό των φουκαράδων των ανθρώπων, γεμάτων αρχέγονους φόβους και δεισιδαιμονίες. Σε κάθε ταινία, νιώθεις πώς βλέπει με συμπάθεια τους ηλίθιους ανθρώπους, είναι σχεδόν πεπεισμένος ότι είναι αδύνατον να ξεφύγουν απ’ την απύθμενη βλακεία, την ψεκασιά, τις δεισιδαιμονίες με τα μυαλά που κουβαλούσαν ανάλογα με την εποχή, το μορφωτικό επίπεδο, τις παραγωγικές σχέσεις.
Η φωτογραφία, το μοντάζ είναι τρομερά, η κίνηση της κάμερας, τα άβολα κοντινά σε πρόσωπα, η βρώμα και η λασπουριά έχουν ένα απόλυτα ρεαλιστικό effect. Το υποκείμενο ο θεατής, μπαίνει πολύ βαθιά μέσα στην ιστορική συγκυρία και μπορεί σχεδόν να γευτεί, να μυρίσει (εκτός απ’ το ν’ ακούσει και να δει ασφαλώς), να περιεργαστεί στα δάχτυλά του το συγκεκριμένο κομμάτι φανταστικού χρόνου. Η ωμή βία, εκτός από μια-δυο σκηνές, συνήθως βρίσκεται έξω απ’ το πλάνο, δεν είναι εντελώς graphic όπως π.χ στο Game of Thrones και αλλού, πράγμα που μου βγάζει ακόμα ένα μεγαλύτερο ρισπέκτ στο δημιουργό. Δεν χρειάζεται κάθε φορά να δείχνεις τα πάντα με απόλυτη λεπτομέρεια για να μεταφέρεις τη φρίκη κλπ. Λες και δεν θα πειστώ ο θεατής για την ωμότητα της βίας αμα δεν δω νεφραμιά,εντόσθια και πίδακες από κέτσαπ.
Κατα τη γνώμη μου, η πιο φριχτή και ρεαλιστική προς τούτο απεικόνιση της βίας σ’αυτή την την ταινία είναι οι σκηνές που οι βίκινγκς έχουν πια αλώσει το σλάβικο χωριό και συζητάν χαλαρά παίρνοντας μια ανάσα, ενώ στο φόντο γίνονται διάφορα: βιασμοί, χωρισμοί μανάδων απ’ τα παιδιά, κόψιμο λαιμών κλπ. Οι βίκινγκς που είναι στο προσκήνιο, σαν να αδιαφορούν ή σαν να κλείνουν τα μάτια στη φρίκη που συμβαίνει πίσω τους – αρκετή φρίκη προκάλεσαν οι ίδιοι πριν λίγα λεπτα στη μάχη – θέλοντας να προφυλάξουν τους εαυτούς τους από περισσότερη ασχήμια και αλληλοκολακεύονται απ’ το πόσο “σκληρόκαρδοι” είναι. Πολύ ευφυής νομίζω σπουδή πάνω στο PTSD της εποχής, οι πολεμιστές που εκτίθενται σε τόση βία, στην πραγματικότητα έχουν τραύματα που προσπαθούν να τα κρύψουν μέσα τους, να τα αγνοήσουν και τους βγαίνουν σε αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές αργότερα. Κάτα πάσα πιθανότητα άλλωστε, στην “ειδυλλιακή” αυτή εποχή που γίνονταν πόλεμος κάθε πέντε λεπτά, και οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους υπήρξαν θύματα βίας και ωμότητας.
Η ταινία είναι διανθισμένη με σκηνές γνήσιου βίκινγκοειδούς τακτ, λεπτότητας και πολιτισμού, όπως π.χ σφάζουν ό,τι κινείται, ξολοθρεύουν και καιν ολόκληρα χωριά, πασαλείβονται με αίματα και λάσπες και τσιρίζουν και άλλες τέτοιες ομορφιές. Θαρρώ όμως ότι υπάρχει μια πολύ λεπτή ειρωνεία πίσω απ’ την κινηματογράφηση όλων αυτών, απλά πάρτε παράδειγμα τη σκηνή που ο πολεμιστής Άμλεθ (Alexander Skarsgard) μαζί με άλλους απόφοιτους των καλών τεχνών χορεύουν γύρω από μια φωτιά κι έναν τύπο που γκαρίζει. Δεν μου βγάζεις απ’ το μυαλό ότι ο Eggers αποδίδει “με σεβασμό” τις σκανδιναβικές παραδόσεις αλλα ταυτόχρονα τις κοροϊδεύει στη μάπα. Γνωρίζει φυσικά πως οι άνθρωποι εκείνη την εποχή δεν σκέφτονταν με βάση ιδεολογίες, γεωπολιτική κλπ. Σκέφτονταν πολύ πιο απλοϊκά και ο μόνος τρόπος για να τονώνουν το ηθικό τους να μπορούν να πολεμούν ήταν να σκέφτονται ότι είναι λύκοι, λιοντάρια κλπ και να χορεύουν με άναρθρες κραυγές γύρω από μια φωτιά, επικαλούμενοι θεούς/προγόνους/παλιούς πολεμιστές.
Και αυτό είναι το πολύ σπουδαίο στο Northman: Ο σκηνοθέτης δεν φείδεται σε φαντασμαγορία και ειδικά εφέ χάριν κάποιου ωμού ρεαλιστικού κινηματογράφου. Μετατρέπει σε εικόνες όλες τις ανθρώπινες φαντασιοπληξίες όπως π.χ τις βαλκυρίες και τις πύλες της Βαλχάλα. Με αυτά άλλωστε αφιονίζονταν οι άνθρωποι τότε, σάμπως είχαν άλλους τρόπους να ξεδίνουν, να αναπαράγουν εργατική δύναμη; Κι έτσι ο Eggers μας μεταλαμπαδεύει την εξόχως υλιστική και γι’αυτό λυτρωτική του κινηματογραφική αντίληψη για το πώς οι άνθρωποι κατασκευάζουν μύθους. Και πώς και οι ίδιοι πείθουν τον εαυτό τους για την “προσωπική τους αλήθεια”. Η πιο εκνευριστική, απάλευτη και γελοία έκφραση όλων των εποχών, την ακούμε συχνά στην τηλεόραση “αυτή είναι η αλήθεια ΜΟΥ”. Η αλήθεια δεν ανήκει σε κανέναν, είναι η αντικειμενική πραγματικότητα και βρίσκεται έξω (εξ-φάιλς χομάζ) ανεξάρτητα από το τι πιστεύω εγώ, εσύ ή ο γείτονας.
Και αυτό το statement του Eggers είναι εντελώς ξεκάθαρο στη σκηνή που ο Άμλεθ ανεβαίνει σ’ ενα βουνό για να πάρει το σούπερ-γαμάτο σπαθί (τρίχες κατσαρές δηλαδή, έτσι του παν οι μάγοι, έτσι έπεισε κι αυτός τον εαυτό του, φετιχισμός του εμπορεύματος). Το σπαθί το κρατούσε στα χέρια ο πεθαμένος πολεμιστής, ο Άμλεθ πήγε να το τραβήξει απ’ τα χέρια του, ο πεθαμένος πολεμιστής ξύπνησε όμως, τα πήρε στο σκαλπ που του διαταράξαν τον πεθαμό, και σαν γνήσιο ζόμπι άρχισε να παλεύει με τον Άμλεθ. Αλλά επειδή αντίκρυσε το φως της μέρας από μια χαραμάδα, μαστούρωσε (άλλος παλιός λαϊκός μύθος, οι τερατάνθρωποι μόνο τη νύχτα δουλεύουν, σιχαίνονται τη μέρα), τσουρουφλίστηκε κι ο Άμλεθ τον νίκησε στη μονομαχία. Και στο καπάκι, ρολάρει η ταινία λίγο πίσω στο χρόνο, ξαναβλέπουμε την αρχή της όλης φάσης που απλά ο πεθαμένος κρατάει το σπαθί, ο Άμλεθ απλά το τραβάει και το λιωμένο πτώμα του πολεμιστή διαλύεται… Σου λέει ο Άμλεθ, ποιος με είδε εδώ πέρα; γιατί να μην πουλήσω τρέλα, να πω ότι ξύπνησε ο πεθαμένος πολεμιστής, παλέψαμε σκληρά και τον νίκησα; γιατί να μην φτιάξω και να ζήσω τον μύθο μου να με φοβούνται και να με δοξάζουν; Πραγματικά ανατρίχιασα σ’ αυτή τη σκηνή.
Και παρακάτω: ο αιχμάλωτος πια Άμλεθ, κρεμασμένος απ’ τα χέρια σε κάποια αποθήκη, έπεισε τον εαυτό του ότι κοράκια ήρθαν και τον ελευθέρωσαν για να τον παν αγκαζέ βόλτα στη βαλχάλα. Όχι, η σλάβα δούλα τον ελευθέρωσε και τον πήγε για ωραία ζεστά λουτρά στα γκέιζερ της Ισλανδίας.
Άκουσα και διάφορα εδώ κι εκεί για το πώς αποδίδεται η μητέρα του (Nicole Kidman), βασίλισσα κλπ που πήγε με τον εχθρό και τέτοια. Για να σκεφτούμε λίγο: εδώ στο σήμερα κοπέλες περπατάν σε τίποτα περίεργες γειτονιές και τρέμει η ψυχή τους μη συναντήσουν καμιά παρέα από ηλίθια γεμάτα αδρεναλίνη και τεστοστερόνη αγόρια που πίνουν κασόνια μπύρες, φανατίζονται με ΜΠΑΟΚ, ψάχνουν να επιβεβαιώσουν τον αντρισμό τους και τη μαγκιά τους. Για σκέψου να είσαι γυναίκα, να ζεις στο μεσαίωνα μέσα σε μια πολεμική κοινωνία με βρωμερά χτήνη τριγύρω, άντρες πολεμιστές που σου κόβουν το λαιμό για πλάκα. Πώς θα επιβίωνες; πώς θα γλίτωνες το βιασμό και τη δουλεία; μη ξεχνάμε ότι η γυναίκες εκείνη την εποχή δεν είχαν και μεγάλη διαφορά από τους δούλους κι αυτό φυσικά αφορούσε και τις βασίλισσες.
Κάθε ανθρώπινο όν πρώτο και κύριο ωθείται από την βιολογική ανάγκη να διατηρήσει την ύπαρξή του, να μεταβιβάσει τα γονίδια του (Dawkins). Κάτα δεύτερον θέλει την ψυχική του ηρεμία, θέλει να τα’χει όλα σε μια τάξη στο μυαλό του. Τι είναι αυτό το βουνό που πετάει φωτιές; Δεν ξέρουμε από γεωλογία, δεν ξέρουμε για τεκτονικές πλάκες και λάβα και τέτοια, οπότε είναι ο τάδε θεός που είναι θυμωμένος, είναι οι πύλες της κολάσεως και ούτω καθεξής. Κάποια βλακώδη ιστορία θα βρούμε να πούμε για εξηγήσουμε στους εαυτούς μας. Ο άνθρωπος δεν μπορεί το άγνωστο, το τρέμει, τον ψυχοπλακώνει, αν δεν υπάρχει φυσική ή μεταφυσική αιτιότητα, πρέπει να βρει ένα αφήγημα, ό,τι να’ναι. Αρκεί η πραγματικότητα εκεί έξω να χει μια λεζάντα. Δεν είναι μόνο εικόνες και γεγονότα ο κόσμος. Για τον άνθρωπο θα πρέπει να συνδέεται με κάτι στο παρελθόν, να υπάρχει μια αιτιώδης χρονική πορεία: ο Θεός τα φτιαξε ή οι νόμοι της φύσης τα φτιάξαν. Αν και εξυπηρετούν διαφορετικές σχολές, οι δυο προσεγγίσεις έχουν το ίδιο ψυχολογικό εφέκτ. Δεν υπάρχει στην ουσία “δέχομαι τα πράματα όπως είναι”. Αυτά είναι σύγχρονες stress-relief κι ανατολίτικες χιπστεριές.
Ο φουκαράς ο Άμλεθ έχει οράματα για το μέλλον και τους διαδόχους του (μάλλον την έπινε το παλικάρι), θολωμένος από “ιερούς σκοπούς” και δίψες για “εκδίκηση” και τέτοια, στο τέλος τον τρώει η μαρμάγκα. Κι είναι ν’ απορείς: πώς πήγε μπροστά η ανθρωπότητα; Και η απάντηση είναι μάλλον απογοητευτική αλλά και λυτρωτική συνάμα. Έτσι πήγε μπροστά η ανθρωπότητα, με βία, δεισιδαιμονίες, μαγείες και τρίχες κατσαρές Αλλά αυτά πάντα ήταν στο εποικοδόμημα. Δεν μπορούσε ο άνθρωπος της εποχής να είναι υλιστής και ρεαλιστής, χωρίς cognitive biases, δεν του κοβε για τέτοια. Ήταν όπως κάθε φορά, προϊόν της εποχής του, του εκάστοτε επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων, συνεκδοχικά και της επιστήμης και της αντίληψης για τη φύση. Το κίνητρό του πάντα ήταν η επιβίωση, η υπερνίκηση του φόβου για πράγματα που δεν καταλάβαινε γύρω του, η ψυχική του ηρεμία με άλλα λόγια. Θέλει ο Eggers να κοροϊδέψει την ανθρώπινη απαλεψιά της εποχής και στην πορεία συνειδητοποιεί ότι δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Εφαρμόζει όμως τα συμπεράσματά του και στον εαυτό του και τα μέσα που διαθέτει. Είναι κι ο ίδιος προϊόν της εποχής του και θέλει να κοροϊδέψει και να εξυψώσει ταυτόχρονα την ανθρώπινη φύση. Δεν υπάρχει κινηματογραφιστής που να το ‘χει κάνει καλύτερα. Στην τελική δικιά του είναι η ταινία, ό,τι θελει θα κάνει, ό,τι γουστάρει θα πει.
Θα τολμήσω να πω ότι το Northman έχει ένα alter ego ως μια απολαυστικότατη σατιρική κωμωδία. Εγώ χρόνια είχα να γελάσω τόσο πολύ σε ταινία (όχι “με” την ταινία), και είναι πραγματικά η πρώτη έβερ που έχει καταφέρει να μου το προκαλέσει αυτό: μια ταινία σοβαρή, (αντι)ηρωική, με γαμάτα εφέ, μοντάζ και ήχο, με σαφές σενάριο και story telling αλλά ταυτόχρονα μια βαθιά κωμική ματιά στον ανθρώπινο πολιτισμό και στις αναπόφευκτες ανθρώπινες ιδεοληψίες.