«Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι / The Man with the Golden Arm» του Ότο Πρέμινγκερ, με τον Φρανκ Σινάτρα
O Ότο Πρέμινγκερ αψηφώντας τον Κώδικα Χέιζ θέτει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το θέμα του εθισμού στα ναρκωτικά. Εξαιρετικές ερμηνείες από τους Φρανκ Σινάτρα και Κιμ Νόβακ.
Σε μία εποχή όπου ο Κώδικας Χέιζ και η Λεγεώνα της Κοσμιότητας με γελοίες απαγορεύσεις προσπαθούν να αναστηλώσουν το πεσμένο ηθικό των Αμερικανών, που οι επιπτώσεις του οικονομικού κραχ εξακολουθούν, παρά την παρέλευση αρκετών χρόνων, να έχουν φέρει τον μέσο Αμερικανό στα όρια της εξαθλίωσης και πιο κάτω από αυτά, όπου το έγκλημα και η παρανομία αποτελούν τρόπο ζωής, όπου οι τοπικές συμμορίες αλωνίζουν, όπου το μεγαλύτερο μέρος των “φιλόνομων” κατά τα άλλα Αμερικανών πολιτών έχει εθιστεί στην παρανομία, με τους γκάγκστερ να μεταβάλλονται σε τοπικούς φεουδάρχες και την αστυνομία να σιωπά και να στέκεται αρωγός στο έργο αυτών, ο Ότο Πρέμινγκερ αψηφώντας όλα τα εμπόδια που στέκουν εμπρός στο ξεσκέπασμα της βαθιάς υποκρισίας που έχει απλωθεί σε όλη τη χώρα, έρχεται να αναδείξει το σαθρό και σάπιο, που ντύνεται με φανταχτερά πλουμίδια και που ονομάζεται αμερικανικό όνειρο. Το “ναρκωτικό” του αμερικανικού ονείρου, που με μεγάλες δόσεις προσφέρεται στον μέσο Αμερικανό πολίτη. Σε πολλές μορφές, ανάλογα με το τι αντέχει και πώς αντέχει ο καθένας. Είτε με τη μορφή των διαφημίσεων όπου επιδεικνύονται στιγμές οικογενειακής ευτυχίας μέσα στην κουζίνα ενός καθωσπρέπει μικροαστικού σπιτικού, όπου η γυναίκα ευτυχισμένη και πολύ κομψά ντυμένη ετοιμάζει το φαγητό στον άντρα που καθισμένος απολαμβάνει το διάβασμα της εφημερίδας, του είτε μέσα στον άθλιο μικρόκοσμο μιας συνοικίας του Σικάγου όπου ο ιδιοκτήτης της παράνομης Χαρτοπαικτικής Λέσχης και ο έμπορος των ναρκωτικών κρατούν δέσμιους τους ανθρώπους που έρχονται σε αυτούς, αναζητώντας την ψευδαίσθηση που θα τους κάνει να νιώσουν ότι το αμερικανικό όνειρο είναι εφικτό και για αυτούς.
Το μεγάλο επίτευγμα του Πρέμινγκερ δεν είναι ότι αψηφά τον Κώδικα που απαγόρευε, τόσο υποκριτικά, την ανάδειξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών καθώς και υπερκατανάλωσης αλκοόλ. Ούτε ότι για πρώτη φορά στον κινηματογράφο θέτει σε πρώτο πλάνο το θέμα του εθισμού στα ναρκωτικά σε μια εποχή που έβριθε από αυτά –διαχρονικό, άλλωστε το φαινόμενο. Το μεγάλο επίτευγμα της ταινίας που σκηνοθετήθηκε το 1955, βρίσκεται στο ότι σε αυτή την ταινία ο Πρέμινγκερ αναδεικνύει όλο το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, το κατεξοχήν υπεύθυνο που οδηγεί το άτομο στον εθισμό των ναρκωτικών και που φυσικά, δεν τον βοηθά στη συνέχεια να αποδεσμευτεί από αυτά.
Ο Φράνκι Μασίν -ένας υπέροχος Φρανκ Σινάτρα που στην ταινία αυτή ξεδιπλώνει και το υποκριτικό του ταλέντο, ο ίδιος πέρασε πολύ χρόνο σε κλινικές αποτοξίνωσης για να μπει στον ρόλο του Φράνκι- εθισμένος στα ναρκωτικά και τον τζόγο παίρνει το αποφυλακιστήριο του και επιστρέφει στη γειτονιά του σε μία πολύ φτωχική συνοικία του Σικάγου, αποτοξινωμένος με τη βοήθεια ενός γιατρού της φυλακής. Είναι χαρούμενος γιατί είναι καθαρός. Δεν έχει καθαρίσει όμως με το παρελθόν του. Γιατί επιστρέφοντας στη γειτονιά του οι προηγούμενες σχέσεις και συναναστροφές του βρίσκονται εκεί. Εκεί βρίσκεται η εξαρτησιακή του σχέση με τη Ζος, τη γυναίκα του. Η Ζος βρίσκεται σε αναπηρικό καρότσι εξαιτίας ενός τροχαίου, την ευθύνη του οποίου φέρει ο Φράνκι που οδηγούσε μεθυσμένος. Πρόκειται για μία σχέση που δεν στηρίζεται πλέον στην αγάπη, αλλά στην εξόφληση ενός «ηθικού χρέους» που κουβαλά ο Φράνκι και στην εκμετάλλευση από τη μεριά της Ζος αυτού του «χρέους», προκειμένου να χειραγωγεί τον Φράνκι και να τον κρατά δέσμιο στις δικές της επιδιώξεις. Από την άλλη υπάρχει ο κλειστός περίγυρος των ανθρώπων που διακινούν τα ναρκωτικά, είναι εκεί, με την αστυνομία να επεμβαίνει μόνο σε συλλήψεις ανθρώπων που έχουν κάνει μικροκλοπές και να κλείνει το μάτι στα μεγάλα εγκλήματα.
Τα γυρίσματα της ταινίας στο κλειστό στούντιο αποτυπώνουν τη φυλακή στην οποία ζει ο Φράνκι, τη φυλακή την οποία δεν αντέχει, νιώθει να πνίγεται σε αυτήν, οι δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν στην αναζήτηση μιας διαφυγής ,με αποτέλεσμα να ξαναγίνεται ευάλωτος και να επιστρέφει στον άγριο και σκληρό κόσμο των ναρκωτικών. Ο Φράνκι ανήμπορος μέσα σε ένα σύστημα που τον κάνει να πιστέψει στο όνειρο μιας άλλης ζωής , μιας ζωής όμως που βρίσκεται έξω από τις επιθυμίες και τις πραγματικές του ανάγκες, που δεν κατάφερε ο ίδιος να ιχνηλατήσει. Πάνω σε αυτή την αδυναμία στήνεται ο φαύλος κύκλος της εξάρτησης. Όσο ο Φράνκι απομακρύνεται από τον επιβεβλημένο στόχο να πιάσει την καλή και με τα χρήματα να λύσει όλα τα προβλήματα, όσο οι προσπάθειές του να γίνει ένας καταξιωμένος μουσικός, αποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την αξία του και αναζητώντας τη θέση του μέσα στην κοινωνία που ζει, πιστεύοντας ότι η θέση θα τον ενδυναμώσει, όσο οι προσπάθειες αυτές προσκρούουν πάνω στα εμπόδια που προβάλλει ο ίδιος του ο εαυτός μπλεγμένος σε ένα κυκεώνα εξαρτησιακών σχέσεων τις οποίες αδυνατεί να ξεκαθαρίσει -ίσως γιατί αποτελούν και μια καλή δικαιολογία να βουλιάζει στην αδράνεια- άλλο τόσο έλκεται όλο και πιο πολύ από τον κόσμο των ναρκωτικών, που το σύστημα αφειδώς του παρέχει, αφού αποτελούν το πιο δυνατό και αξιοποιήσιμο εργαλείο χειραγώγησης των ανθρώπων.
Ο Ότο Πρέμινγκερ είναι ένας πολιτικά συνειδητοποιημένος σκηνοθέτης που ξέρει πολύ καλά να σκηνοθετεί περίτεχνες μυθοπλασίες μέσα στις οποίες δείχνει ότι γνωρίζει τους άτεγκτους νόμους και νόρμες της κοινωνίας στην οποία και ο ίδιος ζει, ενώ ταυτόχρονα διεισδύει στο βάθος των χαρακτήρων του, αναδεικνύοντας μέσα από το σκοτάδι των κρυφών τους πόθων και παθών εκείνους τους μηχανισμούς αντίστασης που θα τους οδηγήσουν στην αναζήτηση της προσωπικής τους αλήθειας. Μιας αλήθειας που θα τους απεγκλωβίσει από τα σκοτάδια των ατομικών τους ψευδαισθήσεων οδηγώντας τους στο φως της πραγματικής ζωής.
Ένα φως που διευρύνει την οπτική του ατόμου στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και το βοηθά να δίνει τις μάχες του, γνωρίζοντας όμως πολύ καλά και ξεκάθαρα πλέον ποιοι είναι οι πραγματικοί του εχθροί.
Η ταινία επαναπροβάλλεται στους κινηματογράφους.