“O Έκπτωτος” – Διεφθαρμένοι όλου του κόσμου αναστοχαστείτε
Παρά τη φιλότιμη προσπάθεια να περιγράψει το πρόβλημα της διαφθοράς, η ταινία, ανεξάρτητα από τις δραματουργικές αρετές της, αντικειμενικά δεν μπορεί να δώσει στο θεατή τίποτε άλλο παρά ένα ιδιότυπο μείγμα κυνισμού και λαϊκίστικης ηθικολογίας.
Ισπανικό θρίλερ, από το σκηνοθέτη Ροδρίγο Σορογκόγιεν, που παρότι σχετικά νεαρός έχει ήδη δοκιμαστεί με επιτυχία στο είδος με το «Ο θεός να μας συγχωρήσει», από τους παραγωγούς του αριστουργηματικού «Το μυστικό μες στα μάτια της», που πήρε το ξενόγλωσσο Όσκαρ μέσα από τα χέρια του Χάνεκε για τη «Λευκή κορδέλα» το 2010. Τι θα μπορούσε να πάει λάθος; Πολλά, σκέφτεται κανείς το πρώτο περίπου μισάωρο του «Έκπτωτου», όπου η τρεμάμενη κάμερα συντονίζεται με τα τεντωμένα νεύρα μας καθώς προσπαθούμε μέσα από υπαινιγμούς και ατελείωτα γκρο πλαν να καταλάβουμε τι ακριβώς τρέχει. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις λεπτομέρειες σε σχέση με το ποια είναι και πώς σχετίζονται μεταξύ τους όλα αυτά τα ονόματα και οι φάτσες που βλέπουμε – πάντα σε γκρο πλαν λέμε – να παρελαύνουν μπροστά μας. Η βασική υπόθεση ωστόσο είναι απλή: Ένας τοπικός ισχυρός κομματικός παράγων και ευυπόληπτος οικογενειάρχης, ο Μανουέλ Λόπες-Βιδάλ κάνει μαζί με τον κύκλο του ζωάρα εις υγείαν των φορολογούμενων της περιφέρειάς του και όχι μόνο, μέχρι που ένα σημαίνον στέλεχος του κόμματος συλλαμβάνεται. Στην αρχή τα πράγματα φαίνονται υπό έλεγχο, μέχρι που διαρρέουν ηχογραφημένες συνομιλίες του ίδιου του Βιδάλ με άκρως ενοχοποιητικό περιεχόμενο. Το κόμμα του είναι έτοιμο να τον θυσιάσει προκειμένου να διασωθεί η φήμη της ηγεσίας του, ο Μανουέλ όμως ξέρει πολλά και δεν είναι διατεθειμένος να πουλήσει φτηνά το τομάρι του.
Από εκεί και πέρα η κλιμάκωση συνεχίζεται με σταθερά αυξανόμενο ρυθμό, μακριά από τον εσκεμμένα (;) αργόσυρτο ως κι αμήχανο τόνο του εισαγωγικού μέρους. Η οπτική είναι πάντα αυτή του αντι-ήρωα πρωταγωνιστή, τον οποίο ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει με συμπάθεια, αλλά χωρίς να τον δικαιολογεί, εστιάζοντας στον τρόπο με τον οποίο βιώνει ψυχολογικά την πτώση του από δυνάμει δελφίνο σε παρία, χάνοντας φήμη, χρήματα και την ίδια του την οικογένεια, αποφασισμένος να πάρει όσο περισσότερους μπορεί στον πάτο μαζί του.
Το φινάλε, όπως συνηθίζεται σε ταινίες αυτού του είδους και ειδικά της Ιβηρικής, είναι πλούσιο σε ένταση και ανατροπές, κάποιες λιγότερο κι άλλες περισσότερο απροσδόκητες, συνοδευμένες πάντα από ένα επιτηδευμένα μονότονο, πλην εμφατικό ηλεκτρικό μπιτ ως μουσική επένδυση. Κάθαρση δεν υπάρχει και η τελική σκηνή αφήνει το θεατή να συμπληρώσει τα κενά. Ίσως καλύτερα έτσι, γιατί το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο της ταινίας αποτελεί μάλλον και το πιο αδύναμο σημείο της. Παρότι δε γίνεται καμία ρητή αναφορά σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο ή κόμμα, ούτε καν στην περιφέρεια όπου υποτίθεται πως διαδραματίζονται – με εξαίρεση κάποιες σκηνές στη Μαδρίτη – τα γεγονότα, είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι βασική πηγή έμπνευσης είναι τα σκάνδαλα διαφθοράς που οδήγησαν στην πτώση του Μαριάνο Ραχόι πέρσι και το Λαϊκό Κόμμα της Ισπανίας σε ιστορικά χαμηλές εκλογικές επιδόσεις πρόσφατα.
Παρά τη φιλότιμη προσπάθεια να περιγράψει το πρόβλημα της διαφθοράς, η ταινία, ανεξάρτητα από τις δραματουργικές αρετές της, αντικειμενικά δεν μπορεί να δώσει στο θεατή τίποτε άλλο παρά ένα ιδιότυπο μείγμα κυνισμού (“όλοι τα παίρνουν”) και λαϊκίστικης ηθικολογίας (“αν μπαίνατε στο πετσί του κοσμάκη θα καταλαβαίνατε”). Η διαφθορά θεωρείται κάτι άχρονο, αταξικό και δεδομένο, με προβληματισμούς που δεν ξεφεύγουν πέρα από το “η εξουσία χαλάει τον άνθρωπο”.
“Ο έκπτωτος” δεν είναι κάποιο αριστούργημα, είναι όμως ένα εγγυημένα ευχάριστο δίωρο, με καλές ερμηνείες (όπου την παράσταση από τον πάντα τίμιο υποκριτικά πρωταγωνιστή Αντόνιο ντε λα Τόρε, κλέβει ο Λουίς Θαέρα σε μια σκηνή στο μπαλκόνι, που αποτελεί ίσως και τη διασκεδαστικότερη του έργου) και αρκετό σασπένς. Είναι δηλαδή ένα τίμιο ποπ – κορνάκι, κατάλληλο να πλαισιώσει μια όμορφη καλοκαιρινή βραδιά. Για όποιον έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις, ραντεβού το φθινόπωρο.