Ο Μάικλ Μουρ και τα αδιέξοδα των Αμερικανών προοδευτικών διανοουμένων
Από τους πιο επιτυχημένους κινηματογραφιστές της γενιάς του, έδωσε νέα πνοή στο ντοκυμανταίρ ως είδος, αναδεικνύοντας την αθέατη όψης της πιο πλούσιας καπιταλιστικής χώρας του κόσμου. Πολιτικά, παρά την κλίση τους προς προοδευτικές ιδέες, εκ των πραγμάτων παρέμεινε δέσμιος του δίπολου ρεπουμπλικανών-δημοκρατικών, συμμαχώντας τελικά ακόμα και με την άλλοτε μισητή σ’εκείνον Χίλαρυ Κλίντον εναντίον του Τραμπ.
O σκηνοθέτης, συγγραφέας και παραγωγός Μάικλ Μουρ έγινε παγκοσμίως γνωστός χάρη στα ντοκυμανταίρ του, που θίγουν διάφορα κακώς κείμενα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής των ΗΠΑ, ενώ εποχή άφησε η καυστική του κριτική στον Τζορτζ Μπους το νεότερο. Δείχνοντας από νεαρή ηλικία συμπάθεια σε ριζοσπαστικές ιδέες, υπήρξε σε όλη του τη ζωή αυτό που στην Αμερική θεωρείται “αριστερός”, επί τους ουσίας δηλαδή υποστηρικτής της “αριστερής” πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος. Τηρώντας κριτική στάση απέναντι σε επιλογές της ηγεσίας των Δημοκρατικών, δεν απεγκλωβίστηκε ποτέ από αυτό, με αποτέλεσμα τελικά στις πρόσφατες εκλογές να συνταχθεί, με βαριά καρδιά έστω, με τη Χίλαρυ Κλίντον, καταδεικνύοντας τα ολοένα και πιο περιορισμένα όρια του αμερικανικού προοδευτισμού.
Γεννήθηκε στο Φλιντ του Μίσιγκαν στις 23 Απρίλη 1954, από καθολική οικογένεια ιρλανδικής καταγωγής,ενώ και οι δυο του γονείς εργάζονταν, όπως και πολλοί κάτοικοι της πόλης στην Τζένεραλ Μότορς που είχε ιδρυθεί εκεί. Για ένα διάστημα σκεφτόταν να γίνει ιερέας, λόγος για τον οποίο επισκέφτηκε το Καθολικό Σεμινάριο της πόλης. Μετά το σχολείο φοίτησε για λίγο στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, και το 1976 ίδρυσε την εβδομαδιαία ριζοσπαστική εφημερίδα “The Flint voice”, η οποία σύντομα ξεπέρασε τα σύνορα της πόλης και σταμάτησε να εκδίδεται μετά από 10 χρόνια, όταν ο Μουρ προσελήφθη στην αριστερή εφημερίδα Mother Jones. Λίγος μήνες μετά απολύθηκε, κατά μία άποψη επειδή αντιτάχθηκε στην έκδοση ενός άρθρου κριτικής προς τους Σαντινίστας της Νικαράγουας, κατά τον ίδιο, λόγω κάποιων άρθρων σχετικά με την πολιτεία καταγωγής του, το Μίσιγκαν. Όπως και να’χει επιστρέφοντας στο Φλιντ ο Μουρ γύρισε το πρώτο του ντοκυμανταίρ “Ο Ρότζερ κι εγώ” (1989), που περιγράφει τις συνέπειες της αποβιομηχανοποίησης μετά το κλείσιμο δυο εργοστασίων της Τζένεραλ Μότορς και προκάλεσε αίσθηση σε κοινό και κριτικούς.
Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως παραγωγός τηλεοπτικών σειρών ενώ γύρισε μια ταινία, την σατιρική κωμωδία Canadian Bacon (1998), με θέμα έναν φανταστικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά και το ντοκυμανταίρ The Big one (1998) με θέμα τις μαζικές απολύσεις κερδοφόρων πολυεθνικών στις ΗΠΑ. Απογοητευμένος από τη διακυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον, τον οποίο είχε στηλιτεύσει και στο βιβλίο του “Ζήτω η Αμερική” (1998), αποφάσισε αντί για τον διάδοχό του Αλ Γκορ να στηρίξει στις προεδρικές εκλογές του 2000 των υποψήφιο των πρασίνων Ραλφ Νάντερ. Το 2002 γύρισε το δεύτερο εμπορικότερο ντοκυμανταίρ όλων των εποχών, το Bowling for Columbine, που πραγματεύεται το μακελειό σε σχολείο του Columbine στο Κολοράντο το 1999, όταν δυο μαθητές πριν αυτοκτονήσουν σκότωσαν 12 ανθρώπους και τραυμάτισαν άλλους 24. Η ταινία υπογραμμίζει το γεγονός των δυσανάλογα πολλών σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο θανάτων από όπλα στις ΗΠΑ, προσπαθώντας να φωτίσει τα αίτια αυτής της κουλτούρας βίας στην αμερικανική κοινωνία. Η ταινία έλαβε το Όσκαρ καλύτερου ντοκυμανταίρ το 2003, στην τελετή του οποίου ο Μουρ βρήκε την ευκαιρία να ασκήσει δημόσια κριτική στον Μπους για τον πόλεμο στο Ιράκ, κριτική που πνίγηκε στη μουσική της ορχήστρας που διατάχτηκε να παίξει πάνω στην ομιλία του.
Παγκόσμια επιτυχία είχε το επόμενο ντοκυμανταίρ του, με τίτλο Φαρενάιτ 9/11, το οποίο ασχολείται με τις πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001, υπογραμμίζοντας ιδιαίτερα τις διασυνδέσεις της οικογένειας Μπους με τον Οσάμα μπιν Λάντεν. Με 222 εκ. δολάρια εισπράξεις και βραβευμένο με το Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Καννών, το Φαρενάιτ 9/11 είναι μέχρι σήμερα το πιο επιτυχημένο ντοκυμανταίρ της ιστορίας.
Πολύ σημαντική είναι και η επόμενη δημιουργία του το Sicko (2007) όπου αποκαλύπτει τη βαθιά ταξική ανισότητα του συστήματος υγείας των ΗΠΑ, αντιπαραβάλλοντάς το μεταξύ άλλων με εκείνο της Κούβας, όπου πηγαίνει μαζί με πάσχοντες διασώστες της 11ης Σεπτέμβρη στην Αβάνα, για να λάβουν δωρεάν θεραπεία. Τα επόμενα ντοκυμανταίρ του είναι τα Capitalism: A Love Story (2009), σε σχέση με την οικονομική κρίση του 2008, Πού να εισβάλλουμε μετά (2015), όπου συγκρίνει διάφορους δείκτες της καθημερινότητας μεταξύ ΗΠΑ και άλλων χωρών, καθώς και το Trumpland (2016), γυρισμένο λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές της ίδιας χρονιάς.
Το 2008 στήριξε τον Μπαράκ Ομπάμα, χαρακτηρίζοντας πράξεις της συνυποψήφιάς του Χίλαρυ Κλίντον “αηδιαστικές”, ασκώντας παράλληλα κατά καιρούς σκληρή κριτική σε αυτά που θεωρούσε ανεπάρκειες της διακυβέρνησής του, ιδίως στον τομέα της υγείας, ενώ συμμετείχε δραστήρια στο κίνημα Occupy Wall Street. Εξέφρασε τη θλίψη του για το θάνατο του Ούγκο Τσάβες το 2013 εξαίροντας τον για την εξάλειψη του “75% της ακραίας φτώχειας” και την παροχή δωρεάν υγείας και παιδείας σε όλους. Τάχθηκε επίσης στο πλευρό του Έντουαρντ Σνόουντεν, αποκαλώντας τον “Αμερικανό Ήρωα”. Στην κούρσα ανάδειξης υποψηφίου προέδρου στους Δημοκρατικούς, στήριξε όπως πολλοί ομοϊδεάτες του τον σοσιαλδημοκράτη Μπέρνι Σάντερς, για να παραδοθεί μετά την ήττα του τελευταίου στη λογική του “μικρότερου κακού” συμμαχώντας με την άλλοτε άσπονδη εχθρό του Χίλαρυ Κλίντον, λέγοντας πως ελπίζει ότι δεν είναι πια η ίδια με τότε, και ότι θα γίνει “ο χειρότερος εφιάλτης της” αν το κάνει. Ακόμα και η κριτική του στον Τραμπ έχει χάσει την πολιτική οξύτητα που είχαν αντίστοιχες αντιπαραθέσεις του με παλιότερους Αμερικανούς προέδρους, αφού κινείται σε μια λογική υπεράσπισης της αστικής νομιμότητας καθώς και υιοθέτησης της άσφαιρης, αλλά και αντιδραστικής στον πυρήνα της προπαγάνδας περί του Τραμπ ως ενεργούμενου των Ρώσων.