Ο Ντάλτον Τράμπο και η “Μαύρη Λίστα” του Χόλιγουντ
“Η αυξανόμενη αντίδραση κατά του κομμουνισμού και η δημιουργία της Κινηματογραφικής Συμμαχίας για τη διατήρηση των Αμερικανικών Ιδανικών με έπεισαν πως θα έρχονταν μπελάδες. Και θεώρησα πως ήθελα να είμαι εκεί αν υπήρχαν. “
Ένας από τους καλύτερους σεναριογράφους και συγγραφείς της γενιάς του, ο Ντάλτον Τράμπο ήταν ίσως το γνωστότερο μέλος των “Δέκα του Χόλιγουντ”, δηλαδή μιας ομάδας σεναριογράφων κυρίως, αλλά και σκηνοθετών και παραγωγών που αρνήθηκαν να συνεργαστούν με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων κι έτσι μπήκαν φυλακή και σε μαύρη λίστα που τους απαγόρευε να δουλέψουν με το όνομά τους στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Ο Τράμπο γεννήθηκε στο Μοντρόουζ του Κολοράντο στις 5 Δεκέμβρη 1905. Από μικρός ο Ντάλτον έδειξε έφεση στο διάβασμα και το γράψιμο, αδιαφορώντας για τον αθλητισμό και την ιππασία που ήταν πολύ δημοφιλείς στην πολιτεία όπου μεγάλωσε. Ξεκίνησε να εργάζεται σε τοπικό έντυπο ως ρεπόρτερ ήδη από τα μαθητικά του χρόνια, καλύπτοντας από επικήδειους μέχρι αθλητικά και αστυνομικό ρεπορτάζ.
Συνέχισε τη δημοσιογραφική του καριέρα ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιου του Κολοράντο, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα του πανεπιστημίου. Μετά τον πρώτο χρόνο σπουδών ο πατέρας του έμεινε άνεργος κι η οικογένεια μετακόμισε στο Λος Άντζελες, όπου σύντομα ο πατέρας πέθανε. Για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, ξεκίνησε να δουλεύει ως φούρναρης στο κέντρο της πόλης για συνολικά επτά χρόνια, από το 1925 ως το 1932. Τα πρώτα χρόνια μετά το κραχ του 1929, ενεπλάκη σε μικροπαραβάσεις του νόμου, όπως χρήση ακάλυπτων επιταγών και πώληση παράνομου τότε λόγω ποτοαπαγόρευσης αλκοόλ. Η εμπειρία του αυτή έγινε αντικείμενο ενός κειμένου που δημοσιεύτηκε στο μεγάλο περιοδικό Vanity Fair.
To 1932 παραιτήθηκε από το φούρνο κι άρχισε να εργάζεται ως βοηθός αρχισυντάκτη κι έπειτα διευθυντής του περιοδικού The Hollywood Spectator, σύντομα όμως παραιτήθηκε όταν άρχισε να μην πληρώνεται. Το 1933 εμφανίστηκε το πρώτο του διήγημα “Υπόθεση Γουόλκοτ” στο International Detective Magazine. Μετέπειτα εργάστηκε ως συγγραφέας μιας βιογραφίας του Μέτερνιχ, που κυκλοφόρησε στο όνομα άλλου συγγραφέα στην Αγγλία. Το 1935 κυκλοφόρησε το πρώτο μυθιστόρημα με το όνομά του, με τίτλο “Έκλειψη”, που αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού επιχειρηματία, που χάνει τα πάντα και τελικά τη ζωή του μετά το κραχ του ’29. Η αμείλικτη κριτική του στο καπιταλιστικό σύστημα είναι ήδη εμφανής σε αυτό το έργο.
Την ίδια περίοδο προσλαμβάνεται ως σεναριογράφος των μεγάλων στούντιο της Warner Brothers, απ’όπου εξαναγκάστηκε να φύγει μετά από δύο χρόνια, το 1936, βρίσκοντας δουλειά στην Columbia Pictures. Αιτία ήταν η άρνησή του να μπει στο εργοδοτικό σωματείο σεναριογράφων που είχε δημιουργηθεί με στήριξη των μεγάλων στούντιο, ώστε να αντιστρατευτεί το διεκδικητικό σωματείο που ήδη υπήρχε και του οποίου ο πρόεδρος, Τζον Χάουαρντ Λόσον επίσης αργότερα θα έμπαινε στη μαύρη λίστα.
Αργότερα ο Τράμπο μετακινήθηκε στη Metro-Goldwyn-Mayer για την οποία όμως δεν έγραψε τελικά κάποιο σενάριο, καθώς εκείνη την περίοδο ήταν απορροφημένος από τη γνωριμία με την μετέπειτα σύζυγό του Κλίο Φίντσερ. Το 1939 πούλησε ένα σενάριο κωμωδίας στη Γουόρνερ, με τίτλο “Το παιδί από το Κοκόμο”. Στη συνέχεια έγραψε σενάρια για B-movies στην εταιρεία RKO, δουλεύοντας παράλληλα πάνω στο αντιπολεμικό του μυθιστόρημα “Ο Τζόνι πήρε τ’όπλο του”, μια ιστορία ενός βαριά τραυματία βετεράνου που ακρωτηριάζεται και παραμορφώνεται στο πρόσωπο. Κατά σύμπτωση, το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε δυο μέρες μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και γνώρισε μεγάλη επιτυχία, κερδίζοντας και το βραβείο των Αμερικανών Βιβλιοπώλων.
Η μεγάλη επιτυχία ως σεναριογράφου ήρθε με την ταινία Κίτι Φόιλ, για την οποία απέσπασε βραβείο Όσκαρ. Το επόμενο σενάριο του “Ο αξιόλογος Άντριου” θεωρείται κι από τον ίδιο “ό,τι χειρότερο έγραψε ποτέ”, ωστόσο ήδη είχε καθιερωθεί και ήταν περιζήτητος, ανεβάζοντας το κασέ του σε 4000 δολάρια τη βδομάδα.
Το 1943 μπήκε στο ΚΚ ΗΠΑ, μετά από πολλά χρόνια ως συμπαθών του κόμματος. Όπως εξηγούσε αργότερα στον Μπρους Κουκ για την απόφασή του αυτή: “Κάποιοι από τους καλύτερους μου φίλους ήταν κομμουνιστές. Και κανείς δεν με πίεσε να γίνω μέλος. Δεν υπήρχε λόγος. Τους εμπιστευόμουν, τους συμπαθούσα. Και όταν ήρθε ο πόλεμος, δούλεψα με τους κομμουνιστές στη διάρκεια του πολέμου -κομμουνιστές και άλλους-μέχρι που μου φάνηκε πως πήγαινα σε λάθος πορεία. Ελπίζω να μην ακούγεται όπως κάποιοι θα ήθελαν να το ερμηνεύσουν, αλλά η αυξανόμενη αντίδραση κατά του κομμουνισμού και η δημιουργία της Κινηματογραφικής Συμμαχίας για τη διατήρηση των Αμερικανικών Ιδανικών με έπεισαν πως θα έρχονταν μπελάδες. Και θεώρησα πως ήθελα να είμαι εκεί αν υπήρχαν. ”
Συνέχισε να είναι ένας πολύ επιτυχημένος σεναριογράφος στη διάρκεια του πολέμου, σύντομα μετά τον πόλεμο όμως το αναδυόμενο ψυχροπολεμικό και αντικομμουνιστικό κλίμα θα έβρισκε στο πρόσωπό του ένα από τα πιο προβεβλημένα του θύματα. Τον Οκτώβρη του 1947, ο Τράμπο κλήθηκε να καταθέσει στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών υποθέσεων, αρνούμενος ωστόσο οποιαδήποτε συνεργασία μαζί της. Καταδικάστηκε μαζί με τους εννέα συντρόφους του σε φυλάκιση, δίνοντας αγώνα για να μην εκτελεστεί η ποινή. Την ίδια περίοδο μη έχοντας χρόνο για άλλη πολιτική δραστηριότητα, έφυγε από το ΚΚ, παραμένοντας ωστόσο θερμός υποστηρικτής του. Τελικά ο Τράμπο υποχρεώθηκε να εκτίσει ποινή 10 μήνων από το 1950 ως το 1951 και μετην απελευθέρωσή του συνειδητοποίησε ότι ήταν αδύνατον να βρει δουλειά ως σεναριογράφος. Πούλησε το σπίτι του στην Καλιφόρνια και μετακόμισε στο Μεξικό, όπου σχημάτισε μια στενά συνδεδεμένη κοινότητα εξορίστων μαζί με άλλα μέλη της μαύρης λίστας.
Για να βιοποριστεί, έγραφε σενάρια με ψευδώνυμα ή χρησιμοποιώντας άλλους ως βιτρίνα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις απλώς δεν αναφερόταν το όνομά του στους συντελεστές. Παρότι κάποιες από τις καλύτερες ιστορίες του γυρίστηκαν τότε σε ταινία, ο ίδιος έλαβε ένα κλάσμα μόνο της αμοιβής που θα του αντιστοιχούσε. Ο Τράμπο συμπλήρωνε το εισόδημά του αρθρογραφώντας σε γυναικεία περιοδικά με το όνομα της συζύγου του.
Το διασημότερο σενάριό του γυρίστηκε σε ταινία το 1953 με τίτλο “Διακοπές στη Ρώμη”. Σε σκηνοθεσία Γουίλιαμ Γουάιλερ και με πρωταγωνιστές τους σταρ της εποχής Γκρέγκορι Πεκ και Όντρεϊ Χέμπμπορν, η κομεντί αφηγείται την ιστορία μιας πριγκίπισας στη Ρώμη που το σκάει από το περιβάλλον της και βρίσκεται από έναν δημοσιογράφο να κοιμάται σε ένα παγκάκι υπό την επήρεια ηρεμιστικών. Αγνοώντας την ταυτότητά της τη φιλοξενεί και την ξεναγεί με μηχανάκι στην ΑΙιώνια Πόλη. Το σενάριο εμφανίστηκε επισήμως με το όνομα του Ίαν Μακλέλαν Χάντερ, φίλου του Τράμπο που αργότερα μπήκε κι εκείνος στη μαύρη λίστα. Πέρασαν πολλά χρόνια για να αποδοθεί η πολυβραβευμένη με όσκαρ ταινία στον Τράμπο. ‘Ενα ακόμα Όσκαρ σεναρίου (με το ψευδώνυμο Ρόμπερτ Ριτς) θα κέρδιζε η ταινία του “Ο γενναίος”, με θέμα ένα αγόρι από το Μεξικό που προσπαθεί να σώσει τον αγαπημένο του ταύρο από την αναμέτρηση με έναν ξακουστό ταυρομάχο.
Ακολούθησαν άλλες επτά ταινίες, ώσπου τελικά το όνομά του εμφανίστηκε στους τίτλους του θρυλικού “Σπάρτακου” (1960) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, μετά από επιμονή του πρωταγωνιστή και παραγωγού Κερκ Ντάγκλας, θέτοντας κι επίσημα τέρμα στη μαύρη λίστα. Άλλες επτά ταινίες ακολούθησαν με το όνομά του, ανάμεσά τους και η κινηματογραφική μεταφορά του “Ο Τζόνι πήρε τ΄όπλο του” (1971). Ιστορική έμεινε η ομιλία του στην Ένωση Σεναριογράφων, όπου ανέφερε μεταξύ άλλων: “Η μαύρη λίστα ήταν μια εποχή κακού. Εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση που είχε ξεπεράσει τον έλεγχο ενός μεμονωμένου ατόμου, καθένας αντέδρασε όπως τον εξανάγκασαν ο χαρακτήρας, οι πεποιθήσεις και οι συγκεκριμένες περιστάσεις να αντιδράσει”.
Το 1975 του απονεμήθηκε εκ των υστέρων το όσκαρ καλύτερου σεναρίου για τον “Γενναίο”κι ο ίδιος έφυγε από τη ζωή μετά από έμφραγμα στις 10 Σεπτέμβρη 1976 στο Λος Άντζελες. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1992, η χήρα του παρέλαβε βραβείο της Ένωσης Σεναριογράφων για το έργο “Διακοπές στη Ρώμη”. Το 2015 κυκλοφόρησε η ταινία “Τράμπο”, με πρωταγωνιστή τον Μπράιαν Κράνστον (γνωστότερου ως πρωταγωνιστή του Breaking Bad) στο ρόλο του σεναριογράφου, μια συμπαθητική ταινία με αξιόλογες ερμηνείες, αλλά πολύ ρηχό ιστορικό και πολιτικό βάθος. Παρότι από συντηρητικούς κριτικούς κατηγορήθηκε ως ταινία που “ξέπλενε τον κομμουνισμό”, στην πραγματικότητα ο Κράνστον παρουσιάζεται περισσότερο ως φιλελεύθερος υπερασπιστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του λόγου, παρά ως κομμουνιστής, ιδιότητα που περισσότερο παρεμπιπτόντως αναφέρεται, ενώ και το ιστορικό πλαίσιο που γέννησε τις αντικομμουνιστικές διώξεις πολύ ακροθιγώς σκιαγραφείται στην ταινία, που εν πολλοίς περιορίζει το ζήτημα σε προσωπική βεντέτα του Τράμπο με τη δημοσιογράφο Χέντα Χόπερ.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback