«Οι Άποικοι / Los Colonos» του Φελίπε Γκάλβες
Η ταινία του χιλιανού σκηνοθέτη δεν στέκεται μόνο στη εξόντωση των αυτοχθόνων της Χιλής, αλλά διεισδύει σε βάθος στη διαμόρφωση των μηχανισμών εκείνων που στηρίζουν τον ιμπεριαλισμό και κυρίως στο πώς οι μηχανισμοί αυτοί αλλάζουν και προσαρμόζονται στην εκάστοτε εποχή.
Βρισκόμαστε στο έτος 1902 στη Χιλή και ακολουθούμε τον νεαρό Σεγούνδο που είναι μισός Ινδιάνος, μισός λευκός και παρακολουθούμε μαζί του τα εγκλήματα των αποικιοκρατών που διαπράχθηκαν στη γη του Πυρός, στην Παταγονία εις βάρος των ιθαγενών της, που υπήρξαν και αυτοί -μαζί με όλους τους άλλους Ινδιάνους που ζούσαν στις χώρες της Νότιας Αμερικής, αλλά και της Βόρειας- θύματα του άκρατου ιμπεριαλισμού που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε κτήνη. Ο Σεγούνδο σε ένα οδοιπορικό φρίκης, βλέπει τον τόπο του να μετατρέπεται σε μία κόλαση όπου λαμβάνουν χώρα απίστευτες ωμότητες και όπου οι ντόπιοι ζουν κάτω από το καθεστώς ενός ανυπέρβλητου φόβου.
Μία ατμόσφαιρα που μας μεταδίδεται μέσα από τα μάτια του Σεγούνδο, που καθόλη τη διάρκεια της ταινίας είναι σαστισμένος από τη φρίκη που υπάρχει γύρω του, την οποία και δεν μπορεί να δικαιολογήσει. Δεν μπορεί να βρει τα αίτια που κάνουν τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται με τόση βία, να καταστρέφουν ό,τι υπάρχει γύρω τους και, μετά, κατεστραμμένο να το κατακτούν. Αυτό συμβαίνει επειδή στο μυαλό των Ινδιάνων δεν υπήρχε ποτέ η έννοια της ιδιοκτησίας ούτε σε σχέση με τη γη ούτε σε σχέση με τα ζώα, και πιθανά ούτε και μεταξύ τους. Για αυτό και για τον Σεγούνδο φαίνεται εντελώς παράλογο το ότι πρέπει να στηθεί ένας φράχτης που αφενός μεν να ορίζει την ιδιοκτησία του γαιοκτήμονα και αφετέρου να περιορίζει την ελεύθερη κίνηση των Ινδιάνων. Ο ίδιος γνωρίζει ότι με τα λίγα, αλλά πολύτιμα που του προσφέρει η φύση μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος. Βλέπει το ανικανοποίητο των αποικιοκρατών, την ωμή βία που ασκείται από αυτούς και δεν μπορεί να καταλάβει το «γιατί» όλων αυτών.
Με τις ευρυγώνιες λήψεις, τα υπέροχα κοντινά, τα ανοιχτά ισορροπημένα κάδρα, ο Φελίπε Γκάλβες στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, καταφέρνει να μας μεταδώσει την ομορφιά της φύσης που λειτουργεί ως αντίποδας στις αποτρόπαιες πράξεις των αποικιοκρατών, καθώς και την αποπνικτική ατμόσφαιρα φόβου, αγωνίας και εκείνη τη μυρωδιά του θανάτου που πλανάται διαρκώς στο πέρασμα τους. Εδώ ο χιλιανός σκηνοθέτης μάς στήνει μια ταινία που αναθεωρεί το κλασικό γουέστερν της χολιγουντιανής φόρμας των Αμερικανών, μεταφέροντας τον τόπο από τη Δύση των ΗΠΑ στο νότο της Χιλής και της Αργεντινής, σε ένα οδοιπορικό όπου ο καλός πιονέρος δεν υπάρχει, ο κυβερνήτης της περιοχής είναι ο πλούσιος γαιοκτήμονας όπου ό,τι έχει αξία για αυτόν είναι η γη και το κέρδος που αυτή του αποφέρει, και που ο «εκπολιτισμός» που επιδιώκει στην περιοχή είναι η εξαφάνιση οποιουδήποτε αυτόχθονα καταλαμβάνει έστω και ένα μικρό κομμάτι της γης, το οποίο ο γαιοκτήμονας θέλει να κατακτήσει εξ ολοκλήρου.
Από την πρώτη κιόλας σεκάνς της ταινίας μπαίνουμε στο κλίμα της πολιτικής των αποικιοκρατών. Το κυρίαρχο στοιχείο αυτής είναι η επιβολή της εξουσίας τους και η κατάκτηση των εδαφών στα οποία έχουν εισβάλλει, καθώς και η επέκταση αυτής της κυριαρχίας τους μέσω της δύναμής τους, που τροφοδοτείται από την απληστία τους. Σε αυτή την πολιτική, η αξία που αποδίδεται στους ανθρώπους έχει να κάνει με το κατά πόσο η προσφορά τους συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου του γαιοκτήμονα. Ένας Ινδιάνος που είναι καλός στη σκοποβολή είναι χρήσιμος, ενώ ένας λευκός εργάτης που έχασε το χέρι του από κάποιο εργατικό ατύχημα είναι άχρηστος και εκτελείται, γιατί αποτελεί βάρος και στέκει εμπόδιο στην κατάκτηση του στόχου.
Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που στον κινηματογράφο το κλασικό είδος του γουέστερν υπόκειται σε μία αναθεωρητική οπτική όπου απορρίπτονται τα στερεότυπα των «καλών» και των «κακών». Υπάρχει και υπήρχε πάντα μία αλληλεξάρτηση στη διαμόρφωση κάποιων κινηματογραφικών ειδών και της εκάστοτε πολιτικής της χώρας που επεδίωκε, μέσω αυτών των ειδών, τον αποπροσανατολισμό του κοινού, προκειμένου να το κάνει να ενστερνιστεί με έμμεσο και στρογγυλεμένο τρόπο την πολιτική των κυβερνώντων. Στην πορεία, όμως, αποδείχτηκε ότι τα είδη δεν αποτελούν εμπόδιο στην έκφραση, αντίθετα πολλές φορές λειτουργούν και ως μία καλή αφορμή προκειμένου μέσω της δημιουργίας ενός αντι-είδους να γίνει ακόμη περισσότερο αντιληπτή η βαθιά υποκρισία και η νάρκωση των συνειδήσεων που επιχειρείται μέσω ενός προπαγανδιστικού μηχανισμού, που βρίσκει τον χώρο του σε κάποιο κινηματογραφικό είδος. Έτσι κάπως λειτούργησε στην ιστορία του κινηματογράφου και το γουέστερν που δημιουργήθηκε για να στηρίξει τον μύθο των Αμερικανών που θέλησαν να «εκπολιτίσουν» τις “άγριες φυλές” και που σταδιακά ο μύθος αυτός γκρεμίστηκε από σκηνοθέτες που αξιοποίησαν το είδος προβάλλοντας όμως, την εκ διαμέτρου αντίθετη θέση που προσεγγίζει την αλήθεια. Μία αλήθεια που μας αποκαλύπτει την πραγματική διάσταση του φαινομένου: Φυσικά και δεν πρόκειται για εκπολιτισμό, αλλά για ιμπεριαλισμό. Κλασικά παραδείγματα,η «Πύλη της Δύσης» του Μάικλ Τσιμίνο και η «Άγρια Συμμορία» του Σαμ Πένκιπα. Σε αυτή την κατηγορία των ταινιών εντάσσεται και η ταινία του χιλιανού σκηνοθέτη Φελίπε Γκάλβες, που δεν στέκεται μόνο στη εξόντωση των αυτοχθόνων της Χιλής, αλλά που διεισδύει σε βάθος στη διαμόρφωση των μηχανισμών εκείνων που στηρίζουν τον ιμπεριαλισμό και κυρίως στο πώς οι μηχανισμοί αυτοί αλλάζουν και προσαρμόζονται στην εκάστοτε εποχή.
Η Χιλή μια πολύπαθη χώρα έχει βιώσει από πρώτο χέρι την αποικιοκρατία. Από τους Ισπανούς, τους Βρετανούς, τους Αμερικανούς, όλοι έχουν παρελάσει και παρελαύνουν, όλοι έχουν λεηλατήσει, όλοι έχουν ασελγήσει και κυριολεκτικά και μεταφορικά στη χώρα αυτή. Όλοι έχουν διεκδικήσει δουλεύοντας ο ένας για τον άλλον, ενίοτε συνεργατικά, ενίοτε ανταγωνιστικά, ανάλογα με τη ρώτα των συμφερόντων τους και την αλλαγή των εποχών που κάθε φορά σηματοδοτούν την ύπαρξη μίας διαφορετικής φόρμας στην οποία να προσαρμόζεται η ιμπεριαλιστική πολιτική τους. Μιας φόρμας που αλλάζει από εποχή σε εποχή και φτάνοντας στη σημερινή, διαμορφώνεται από το κυρίαρχο αφήγημα του δικαιωματισμού, της «καλής» εικόνας προς τα έξω, της «πολιτικής ορθότητας» που σκεπάζουν και συγκαλύπτουν την αδηφαγία, την απληστία, το μένος της εξουσίας, την ανθρωποφαγία, τις κτηνωδίες ,ό,τι δηλαδή στηρίζει τον ιμπεριαλισμό.
«Οι εποχές αλλάζουν και τώρα μας χρειάζεται ένας Ινδιάνος που τα μαλλιά του δεν είναι βουτηγμένα στο αίμα» ακούμε να λέει στην ταινία ένας απεσταλμένος του χιλιανού Κογκρέσου. Σύμφωνα με τον απεσταλμένο, όσα κεφάλια Ινδιάνων στέκονταν ακόμη στους ώμους τους θα έπρεπε να υποταχθούν στον καινούριο ρόλο που απαιτούσε από αυτούς η μετάβαση στην εκβιομηχάνιση, συνεχίζοντας με αυτόν τον τρόπο να βρίσκονται στο έλεος των κατακτητών. Των κατακτητών που στο διάβα των καιρών αλλάζουν πρόσωπα , αλλά που η πολιτική της χρήσης των ανθρώπων ως υπηκόων εξακολουθεί να υφίσταται, γεγονός που οδήγησε και οδηγεί σε πλήθος άλλων γενοκτονιών…
Η ταινία προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες. Έχει αποσπάσει το βραβείο FIPRESCI (Τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα») – Cannes Film Festival 2023, και το βραβείο Σκηνοθεσίας (Επιτροπή Μυθοπλασίας) – Festival de Cine de Lima PUCP 2023.