“Όλα για τη Μητέρα μου / Todo sobre mi madre” του Πέδρο Αλμοδόβαρ
Ο Αλμοδόβαρ θέτει στο επίκεντρο την αναζήτηση της εσωτερικής αλήθειας του καθενός και τις σχέσεις των ανθρώπων, σχέσεις που βοηθούν καταλυτικά στην αποκάλυψη και την εξωτερίκευση αυτής.
Την ημέρα των γενεθλίων του ο 17χρονος Εστέμπαν ζητά από τη μητέρα του την Μανουέλα να του μιλήσει για τον πατέρα του, που στη μέχρι τώρα ζωή του δεν έχει γνωρίσει ούτε εξ όψεως. Αφορμή μια σκισμένη φωτογραφία από όπου λείπει η εικόνα του πατέρα του. Η ζωή όμως παίζει άσχημα παιχνίδια. Την ίδια μέρα ο Εστέμπαν χάνει τη ζωή του όταν ένα αυτοκίνητο πέφτει επάνω του, τη στιγμή που εκείνος επιχειρεί να πάρει ένα αυτόγραφο από την αγαπημένη του ηθοποιό που μέχρι πριν λίγο την είχε παρακολουθήσει να υποδύεται τον ρόλο της, ως Μπλανς, στη θεατρική παρασταση «Λεωφορείο ο Πόθος». Μία παράσταση που σημάδεψε και άλλαξε κυριολεκτικά 20 χρόνια πριν, τη ζωή της μητέρας του και που τώρα αποτελεί την αφορμή να κοπεί το νήμα της ζωής του γιου της.
Με αυτούς τους κύκλους της ζωής να αναπαράγονται κάθε φορά με άλλα δεδομένα και να διευρύνονται με άλλες εμπειρίες, άλλες καταστάσεις -ενίοτε και πολύ τραγικές και επώδυνες, όπως αυτή- ο Πέδρο Αλμοδόβαρ μας υποδέχεται στον κινηματογραφικό του κόσμο, έναν κόσμο όπου τα πάντα μπορεί να συμβούν, όπου οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη…
Προκειμένου να εκπληρώσει την επιθυμία του νεκρού της γιου, να γνωρίσει τον πατέρα του, η Μανουέλα πραγματοποιεί ένα ταξίδι από τη Μαδρίτη στη Βαρκελώνη, για να συναντήσει τον πρώην σύζυγό της με τον οποίο για 17 ολόκληρα χρόνια δεν είχε καμία απολύτως επαφή. Μόνο που σε αυτό το ταξίδι, η Μανουέλα δεν αναζητά μόνο τον σύζυγό της και πατέρα του γιου της. Αναζητά κυρίως τους τρόπους να καταφέρει να διαχειριστεί την τεράστια θλίψη της, τον ανυπέρβλητο πόνο της, που έχει προκληθεί από την απώλεια του μονάκριβου πολυαγαπημένου της γιου.
Και ο πόνος απαλύνεται σιγά σιγά σταδιακά, όταν η Μανουέλα σχετίζεται με ανθρώπους τους παρελθόντος της, αλλά και με νέα άτομα που γνωρίζει και μέσα από αυτές τις σχέσεις ξαναδημιουργεί μία οικογένεια, όχι όμως με την κλασική έννοια του όρου αλλά μια οικογένεια όπως ο σκηνοθέτης έχει στο μυαλό του και θεωρεί ιδανική για κάθε άνθρωπο. Μία οικογένεια όπου αποδομούνται οι κλασικοί στερεοτυπικοί ρόλοι, οι ετικέτες εξαφανίζονται, το κλειστό περιχαράκωμα δεν έχει καμία θέση σε αυτήν, τα μέλη της δεν αναζητούν την ασφάλεια, γιατί γνωρίζουν την τρωτότητα αυτής και γιατί γνωρίζουν από τις δικές του εμπειρίες ο κάθε ένας και η κάθε μία, ότι η ασφάλεια που μπορεί να μας παρέχει κάποιος, δεν συμβαδίζει πάντα με την αγάπη. Μία οικογένεια όπου τα στερεότυπα των φύλων καταργούνται, η μητέρα μπορεί να είναι και πατέρας ταυτόχρονα ή και το αντίθετο, μπορεί να είναι και αδελφή, μπορεί να είναι και παιδί. Μία οικογένεια που δεν στηρίζεται στους βιολογικούς δεσμούς, αλλά που δίνει τη δυνατότητα στο κάθε μέλος της να συνδέεται με δεσμούς που του επιτρέπουν να είναι όσο πιο αυθεντικό γίνεται, πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά στην αυτοπραγμάτωσή του.
Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αναφορές στον τρόπο που ο Πέδρο Αλμοδόβαρ προσεγγίζει τα ζητήματα των τρανς. Και δεν χρειάζονται γι’ έναν πολύ απλό λόγο. Γιατί παρακολουθώντας την ταινία, δεν στέκεσαι καθόλου μα καθόλου στο φύλο των πρωταγωνιστών. Το αν είναι γυναίκες, το αν είναι άνδρες, το αν είναι άνδρες που μεταμορφώθηκαν σε γυναίκες…
Όλη η σκηνοθετική δεξιοτεχνία του μεγάλου αυτού δημιουργού έγκειται ακριβώς σε αυτό: Καταφέρνει να στρέψει το βλέμμα του θεατή στην ευαισθησία και τον εσωτερικό αγώνα που δίνουν οι ήρωες και οι ηρωίδες του, με τα πάθη, τις αδυναμίες τους, τις ατυχίες τους, αλλά και τη δίψα τους να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Και όταν το βλέμμα είναι στραμμένο σε αυτά, η αποδοχή της διαφορετικότητας του καθενός είναι δεδομένη. Γιατί η διαφορετικότητα εντοπίζεται στην ουσία της. Στους διαφορετικούς τρόπους που αναζητά ο κάθε ένας και η κάθε μία να είναι όσο πιο ειλικρινής με τον εαυτό του/της γίνεται, να προσπαθεί να δείχνει στον άλλον το πραγματικό του/της πρόσωπο και όχι τη διαμορφωμένη εικόνα από τα κοινωνικά στερεότυπα της κάθε εποχής που οι άλλοι θέλουν ή έχουν συνηθίσει να βλέπουν.
«Είσαι αυθεντική όσο περισσότερο μοιάζεις με αυτό που ονειρεύεσαι» ακούμε την Αγράδο, να λέει μπροστά στο κοινό, αναλύοντας με λεπτομέρειες το κόστος που της στοίχισε η μεταμόρφωσή της από άνδρα σε γυναίκα, προεκτείνοντας αυτό που από πολλούς στενόμυαλους θεωρείται πρόβλημα σεξουαλικής ιδιαιτερότητας σε πρόβλημα καίριας ηθικής και κοινωνικής σημασίας. Ως πού μπορεί να φτάσει η ανοχή των φιλελεύθερων που πιστεύουν δήθεν στον πλουραλισμό; Πόσο τελικά δέσμιοι των ετικετών και των ταυτοτήτων είναι νιώθοντας ασφαλείς σε ένα περιβάλλον εξωτερικής ομοιογένειας;
Ο Αλμοδόβαρ επιτίθεται χωρίς καμία ενοχή στις ψευδείς, διαμορφωμένες από τις κοινωνικές συμβάσεις, συνειδήσεις που αντιλαμβάνονται το ψέμα ως «αλήθεια» και κόπτονται ιδιαίτερα για αυτή την «αλήθεια» και θέτει στο επίκεντρο την αναζήτηση της εσωτερικής αλήθειας του καθενός και τις σχέσεις των ανθρώπων, σχέσεις που βοηθούν καταλυτικά στην αποκάλυψη και την εξωτερίκευση αυτής.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την πρεμιέρα της ταινίας του, τα ζητήματα που αφορούν στις ατομικές ελευθερίες, στη δυνατότητα του καθενός να εκφράζει και να μεταμορφώνεται σε ό,τι πλησιάζει το αυθεντικό της ύπαρξής του, εξακολουθούν να παραμένουν. Ωστόσο ο αξεπέραστος στο είδος του, Πέδρο, με το βλέμμα πάντα στραμμένο στις ουσιαστικές σχέσεις των ανθρώπων, τις απαλλαγμένες από εξαρτήσεις και κτητικές αγάπες, δεν παύει στο σύνολο του έργου του να νοηματοδοτεί την ύπαρξη του ατόμου μέσα από τον τρόπο που σχετίζεται με τους γύρω του, έναν τρόπο που το βοηθά να ξαναγεννιέται από την αρχή, αντιμαχόμενο οποιαδήποτε μορφή εξουσίας στέκει εμπόδιο στην αυτονομία του.
Η ταινία επαναπροβάλλεται στους κινηματογράφους.