«Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως / All We Imagine As Light» της Παγιάλ Καπάντια

Ένα κινηματογραφικό διαμάντι που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες, μας έρχεται από τη μακρινή Ινδία και μπορούμε πλέον να το απολαύσουμε και στις δικές μας αίθουσες.

Τρεις γυναίκες διαφορετικών γενεών συναντιούνται στην πολύβουη, πολυπληθή πόλη της Βομβάης. Την πόλη που καταφεύγει ένας πολύ μεγάλος αριθμός Ινδών να στεγάσουν τα όνειρα για μια καλύτερη ζωή. Μία πόλη όπου οι άνθρωποι μιλούν διαφορετικές γλώσσες, έτσι που η επικοινωνία μεταξύ τους καθίσταται δύσκολη, μεγεθύνοντας ακόμη περισσότερο τη μοναξιά και την αποξένωση των ανθρώπων, που εκτός από την εργασία, που θα τους εξασφαλίσει τον βιοπορισμό, αναζητούν ταυτόχρονα και τον προσωπικό τους χώρο. Έναν χώρο μακριά από τον θρησκευτικό φανατισμό, τον σκοταδισμό, τις κάστες, ό,τι χρόνια τώρα κρατά έναν λαό δέσμιο ενός συστήματος που υπάρχει για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ολίγων και των εκλεκτών. 

Τρεις γυναίκες που η κάθε μία κουβαλά τα δικά της τραυματικά βιώματα, τους δικούς της φόβους και ανασφάλειες, αλλά και τα δικά της πείσματα μέσα από τα οποία επιχειρεί να φωτίσει εκείνες τις εσωτερικές διαδρομές που θα τις βοηθήσουν να απαλλαγούν από ό,τι τις κρατά δέσμιες και στέκει εμπόδιο στην κατάκτηση της προσωπικής τους ελευθερίας, παρεμποδίζοντας όχι μόνο την εκπλήρωση των ονείρων τους, αλλά και το δικαίωμα να ονειρεύονται. 

22 χρόνια η Παρβάτι κατοικεί στο σπίτι της που τώρα της το παίρνουν οι κολοσσοί των τεχνικών εταιρειών. Κι ας έχει χτίσει η ίδια με τα χέρια της και τα χέρια χιλιάδων εργατών, όπως αναφέρει και η εκπρόσωπος του εργατικού σωματείου – που αποτελεί τη φωνή αυτών των ανθρώπων – όλη τη χώρα. Όμως στην Ινδία, αν δεν έχεις χαρτιά δεν λογαριάζεσαι ως άνθρωπος. Είσαι ανύπαρκτος. Εξανεμισμένος. Όπως ανύπαρκτοι για το σύστημα είναι και όλοι όσοι έχουν δουλέψει για την οικοδόμηση της χώρας, τα οφέλη της εργασίας των οποίων καρπώνεται το κεφάλαιο. Αλήθεια μόνο στην Ινδία συμβαίνει αυτό; 

Η Πράμπα, μια μεσήλικη γυναίκα παρατηρεί και προσμένει. Ο άνδρας της έφυγε μετανάστης στη Γερμανία και η επικοινωνία τους χρόνια τώρα, είναι μηδαμινή. Είναι παντρεμένη, αλλά ο σύζυγος είναι σωματικά και ψυχικά απών. Ωστόσο η ίδια αρνείται να αποδεχτεί την εγκατάλειψή της. Είναι η ανάγκη της να νιώθει ότι υπάρχει κάποιος που τη σκέφτεται; Η ανάγκη να νιώθει «χρήσιμη» με τη νοερή της παρουσία στη σκέψη του; Είναι ο φόβος της αποδοχής της μοναξιάς της και της δυσκολίας με την οποία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη μία γυναίκα που ο άντρας της ζει, αλλά αδιαφορεί παντελώς για αυτή; Είναι η ανάγκη της να προσπαθεί να εκλογικεύσει το παράλογο της ζωής της; Που άλλοι αποφασίζουν τον γάμο της, άλλοι επιλέγουν τον σύζυγο, για να καταλήξει στο τέλος μόνη και όλοι όσοι έχουν εμπλακεί στη δρομολόγηση της ζωής της να αδιαφορούν για την τύχη της; «Πολλές φορές καταφεύγουμε στην ψευδαίσθηση για να μην τρελαθούμε» αναφέρει η ίδια σε μία σκηνή της ταινίας. Και η εκλογίκευση μιας παράλογης κατάστασης , αποτελεί μία μορφή ψευδαίσθησης… 

Η Άνου. Μια νεαρή κοπέλα που δείχνει πιο αποφασιστική να αποτινάξει τις πατροπαράδοτες πατριαρχικές αντιλήψεις και να ορίσει η ίδια τη ζωή και το μέλλον της. Εύκολο; Καθόλου. Και όσο κι αν το επιθυμεί, οι δυσκολίες της υπέρβασης είναι πολλές.

Τρεις γυναίκες μόνες που δίνουν την ευκαιρία στους εαυτούς τους να κάνουν αυτά τα μικρά βήματα που φέρνουν τη μία κοντά στην άλλη, αρχικά με τις εδραιωμένες αντιλήψεις τους και τα στεγανά μιας κοινωνίας που έχει φροντίσει πολύ καλά να μεταφέρει στους ώμους τους, που σιγά σιγά όμως αυτά τα βάρη αρχίζουν να αποβάλλονται μέσω μιας αλληλοσυμπληρωματικής σχέσης που εδραιώνεται ανάμεσά τους και που τελικά λειτουργεί καταλυτικά, όχι μόνο στην αποδόμηση των παγιωμένων αντιλήψεων, αλλά και στην ενδυνάμωση της κάθε μίας. Η αποφασιστικότητα της γηραιότερης δημιουργεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο οι άλλες δύο θα καταφέρουν να βρουν τα πατήματά τους και να αποδράσουν από τον βάλτο της στασιμότητας μιας προδιαγεγραμμένης ζωής, να πάνε κόντρα στην αντίληψη που θέλει τις ίδιες να ακολουθούν τη μοίρα που άλλοι έχουν ορίσει για αυτές. Η Άνου που ανησυχεί για το δυστοπικό μέλλον που προετοιμάζουν οι γονείς της για αυτήν, συνειδητοποιεί ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσεις κάτι που σε φοβίζει είναι να αφεθείς στην ειλικρίνεια του παρόντος ζώντας την αλήθεια σου, χωρίς να υπολογίζεις τις συνέπειες αυτού του βιώματος. Και η Πράμπα συνεπικουρεί σε αυτό, θέτοντας ένα οριστικό τέλος σε ένα παρελθόν που την καταδυναστεύει μέσω της χειραγώγησης στην οποία έχει αφεθεί και η ίδια, μια χειραγώγηση που οι ρίζες της ξεκινούν από το διαγενεακό τραύμα της αποδοχής του άνδρα ως του ισχυρού φύλου που δείχνει να μην έχει ανάγκη τη συναισθηματική δέσμευση, όμως κατά βάθος, την έχει εξίσου ανάγκη, απλά έχει μάθει χίλιους δύο τρόπους να τη συγκαλύπτει εμπρός στον μεγάλο φόβο μήπως φανεί η αδυναμία του. Γιατί έχει μάθει να παίζει το ρόλο του δυνατού. Εξαιρετική η σεκάνς της αποδόμησης όλου αυτού του φτιαχτού και ψεύτικου ρόλου σε μία νοερή συζήτηση όπου μπορεί να ειπωθούν αυτά που πολλές φορές φοβόμαστε ή δεν μας δίνεται η ευκαιρία να τα πούμε σε πραγματικές συνθήκες στον πραγματικό τους χώρο και χρόνο. Είναι αυτοί οι φανταστικοί διάλογοι που κάνουμε με τον άλλον μιλώντας εμείς εκ μέρους του και βάζοντάς τον να μας πει τα λόγια που θέλουμε να ακούσουμε και συνειδητοποιούμε ότι η δύναμη που νομίζαμε ότι θα αντλήσουμε από αυτά τα λόγια δεν έχει να κάνει με αυτόν που τα εκφέρει, αλλά είναι η δύναμη που αντλούμε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Είναι τα λόγια που προέρχονται κατά βάθος από την ίδια την Πράμπα και είναι που μέσα σε αυτά ανακαλύπτει τον δικό της εαυτό που τον είχε χάσει, αφού τόσο καιρό κρυβόταν κάτω από τη σκιά ενός άνδρα, αναμένοντας από εκείνον να γεμίσει το κενό της μοναξιάς της, να υποκαταστήσει την έλλειψη της συντροφικότητας. Όμως στη διάρκεια αυτής της αναμονής η Πράμπα διένυσε πολλά χιλιόμετρα μόνη της. Και όταν διανύεις μόνος/η μεγάλες διαδρομές μαθαίνεις σιγά σιγά να θωρακίζεις τον εαυτό σου. Η αναμονή καθαυτή και η έλλειψη της ανταπόκρισης από τον άλλον παύουν κάποια στιγμή να αποτελούν ήττα. Για την ακρίβεια οι πολλές μικρές ήττες συσσωρεύονται και μετατρέπονται σε δύναμη. Στη δύναμη του να αντέχεις τις ματαιώσεις και να βαδίζεις πλέον προς τα εκεί που μπορείς να λάβεις. Από μία συντροφιά, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη να περιαυτολογήσουν, αλλά έχουν ανάγκη να μοιραστούν και να λάβουν ικανοποίηση μέσα από αυτό το μοίρασμα που θα τους βοηθήσει να προχωρήσουν πιο πέρα στη ζωή τους. Έτσι οι τρεις γυναίκες συναντιούνται και αποκαλύπτονται στη φωτεινή λάμψη του παρόντος, που το φως του αναβλύζει από τη ζεστασιά της ειλικρινούς σχέσης που υπάρχει ανάμεσά τους.

Αργοί ρυθμοί, φωνή σε off σαν να ακούμε ώρες ώρες τη δική μας φωνή, ερμηνείες που αποδίδονται με απόλυτη φυσικότητα – πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ταινίας έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε σε ντοκιμαντέρ τη ζωή αυτών των γυναικών – η σκηνοθέτης Παγιάλ Καπάντια, μια ανεξάρτητη δημιουργός από την Ινδία, μας παραδίδει μία ταινία λουσμένη στο γαλαζωπό της Βομβάης, την εποχή των μουσώνων και στο σκληρό φως του ήλιου στην παραθαλάσσια περιοχή, μακριά από τη Βομβάη, όπου καταφεύγουν οι τρεις γυναίκες. Ένα σκληρό φως, γιατί αποκαλύπτει τις σκληρές αλήθειες τους, αλλά αυτή η αποκάλυψη έρχεται να τους χαρίσει και μία μόνιμη λάμψη, έτσι που όλα όσα οι τρεις γυναίκες φαντάζονταν ως φως, να πάψουν πλέον να βρίσκονται στη φαντασία τους, αλλά να λάβουν πλέον υπόσταση στην πραγματική τους ζωή.

Ένα κινηματογραφικό διαμάντι που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στις Κάννες, μας έρχεται από τη μακρινή Ινδία και μπορούμε πλέον να το απολαύσουμε και στις δικές μας αίθουσες.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: