«Όλα θα Πάνε Καλά / Cong Jin Yihou / All Shall Be Well» του Ρέι Γιούνγκ (Κίνα, 2024)
Μέσα από τους αργούς αφηγηματικούς ρυθμούς της ταινίας, ο σκηνοθέτης Ρέι Γιούνγκ μας δίνει τον απαραίτητο χρόνο να κατανοήσουμε το βαθύ νόημα της αποδοχής.
Η Πατ που για πάνω από τριάντα χρόνια συζούσε με την Άντζι, δεν ζει πια. Πεθαίνει ξαφνικά, αφήνοντας μόνη την Άντζι που πενθεί ολοκληρωτικά τον χαμό της. Ολοκληρωτικά, γιατί η Πατ και η Άντζι αγαπιόντουσαν πολύ. Η μία συμπλήρωνε την άλλη. Τα απλά καθημερινά πράγματα που έκαναν μαζί δεν αποτελούσαν ρουτίνα για αυτές, αλλά μια ιεροτελεστία που τους χάριζε μια άφατη ηρεμία και ικανοποίηση. Κάθε μέρα, ακόμη και αν αποτελούσε επανάληψη της προηγούμενης, φωτίζονταν με το φως της αγάπης τους, που χάριζε και στις δύο την ευτυχία. Την ευτυχία που συντελείται με τα πολύ απλά. Τη βόλτα στην εξοχή. Την προετοιμασία του πρωινού. Την ετοιμασία ενός εορταστικού δείπνου. Τα καθημερινά ψώνια. Τις μικρές, χαρούμενες στιγμές που απολαμβάνεις στις συναντήσεις σου με τους φίλους, που ξέρεις ότι νοιάζονται για εσένα. Απλά, καθημερινά πράγματα που αντικατοπτρίζουν όμως, μια πολύ βαθιά σχέση που η Πατ και η Άντζι έχτισαν, ακούγοντας για χρόνια τις εσωτερικές τους φωνές και πηγαίνοντας κόντρα στις θεσμοθετημένες αρχές μιας κοινωνίας, που νομικά δεν αποδέχεται τη δημιουργία οικογένειας μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών.
Ο Ρέι Γιούνγκ γύρισε την ταινία αυτή, όταν είχε ανοίξει η συζήτηση σχετικά με την έλλειψη ενός νομικού πλαισίου στο Χονγκ Κονγκ, που να στηρίζει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Όμως η ταινία δεν στέκεται μόνο σε αυτό. Προχωρά πολύ πιο πέρα, αναδεικνύοντας όχι απλά την έλλειψη αυτού του πλαισίου-μία έλλειψη που υπάρχει άλλωστε σε πολλές χώρες- αλλά τη δυσκολία του κοινωνικού συνόλου να αποδεχτεί, ουσιαστικά, τη συμβίωση και τη δημιουργία οικογένειας με όλα τα δικαιώματα που απολαμβάνει το κάθε μέλος της ,όταν αυτή η οικογένεια δημιουργείται από ομόφυλα ζευγάρια.
Όταν η Πατ πεθαίνει, το σπίτι ανήκει ουσιαστικά στην Άντζι, αφού μαζί το αγόρασαν και στέγασαν την αγάπη τους σε αυτό. Όμως δεν της ανήκει τυπικά, αφού η Πατ δεν είχε προλάβει να μεταφέρει τους τίτλους ιδιοκτησίας στην αγαπημένη της σύντροφο. Έτσι οι συγγενείς της Πατ, ο αδελφός της και η οικογένεια του, το διεκδικούν, αφού τυπικά αυτοί είναι οι κληρονόμοι. Και ενώ όσο ζούσε η Πατ έδειχναν να έχουν αποδεχτεί τη σχέση της και θεωρούσαν την Άντζι μέλος της οικογένειάς τους, τώρα όλα αυτά σιγά σιγά ανατρέπονται, αφού τα οικονομικά συμφέροντα φαίνονται να αποτελούν έναν πολύ ισχυρό παράγοντα στη διαμόρφωση των στάσεων τους απέναντι τελικά στις ίδιες τους τις πεποιθήσεις, απέναντι στη διαμόρφωση των πραγματικών τους συναισθημάτων προς τις δύο γυναίκες, στο πλαίσιο των νέων συνθηκών. Και όσο προχωρά δραματουργικά η ταινία, ανακύπτουν και άλλα θέματα. Οι στάσεις και οι συμπεριφορές των ανθρώπων, καθώς και τα συναισθήματά τους κατά πόσο εξαρτώνται από την ταξική τους θέση σε μία κοινωνία όπου η κοινωνική διαστρωμάτωση συντελεί καταλυτικά στη διαμόρφωση του τρόπου ζωής τους;
Ο αδελφός της Πατ σε μεγάλη ηλικία αναγκάζεται να δουλεύει νυχτερινές βάρδιες για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Η παντρεμένη κόρη του, με τον σύζυγο και τα δύο μικρά παιδιά τους, ζουν σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα που μόλις και καταφέρνουν να περπατούν σε αυτό. Η έλλειψη στέγης στο Χονγκ Κονγκ αποτελεί πολύ μεγάλο πρόβλημα για τους φτωχούς ανθρώπους. Σε μία πόλη- που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή και εμπορικά κέντρα του κόσμου , όπου εκεί εδρεύει η μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα η HSBC (Hong Kong Shanghais Banking) – οι άνθρωποι των χαμηλών εισοδημάτων στοιβάζονται κυριολεκτικά, μέσα σε πολύ μικρούς χώρους ή αναγκάζονται να ζήσουν με τους γονείς τους με όλα τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργεί μια τέτοια συγκατοίκηση. Μας μεταδίδεται αυτό στην ταινία με την κάμερα τοποθετημένη με τρόπο που οι άνθρωποι μέσα στα σπίτια να έχουν το ίδιο μέγεθος με τον χώρο αυτών, μεταφέροντάς μας την αίσθηση που μας δημιουργείται από την έλλειψη ζωτικού χώρου που θα εξασφάλιζε μία άνεση και μία ελευθερία κινήσεων. Το κλειστοφοβικό του χώρου, αντανακλά και το «κλειστό» μέσα στο οποίο έχουν οριοθετήσει τις ζωές τους οι άνθρωποι αυτοί.
Ο Ρέι Γιούνγκ παρουσιάζει τους ήρωες της ταινίας του, κατανοώντας την αδυναμία τους να μπουν στη θέση της Άντζι η οποία έρχεται αντιμέτωπη με δύο μεγάλες ανατροπές της ζωής της. Δεν πρόκειται να είναι ποτέ μαζί ξανά με την πολυαγαπημένη σύντροφό της και ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι οι πιο κοντινοί άνθρωποι της συντρόφου της με τους οποίους νόμιζε ότι είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς, τελικά οι δεσμοί αυτοί δεν ήταν τόσο ισχυροί και ξαφνικά για αυτούς είναι μία ξένη , στην καλύτερη περίπτωση μία φίλη. Και εδώ το ζήτημα της αποδοχής μπαίνει στη σωστή του βάση. Αποδεχόμαστε κάποιον όταν ανεχόμαστε τη διαφορετικότητα του, συγκαλύπτοντας αυτή την ανοχή με το να είμαστε ευγενικοί απέναντί του; Πώς σχετίζεται η ουσιαστική αποδοχή του άλλου με τον ίδιο μας τον εαυτό; Ποιες είναι οι δικές μας παράμετροι που καθορίζουν τις προσωπικές μας σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο; Και πώς οι παράμετροι αυτοί αντανακλώνται στη συμπεριφορά μας απέναντι σε κάποιον που θεωρούμε ότι αποκλίνει από τα καθορισμένα κοινωνικά πρότυπα;
Με αργούς αφηγηματικούς ρυθμούς, ο Ρέι Γιούνγκ μας συστήνει τους ήρωές του, την κεντρική του ηρωίδα την Άντζι, τους συγγενείς της Πατ, αλλά και την ίδια την Πατ που αν και νεκρή νιώθουμε διαρκώς την παρουσία της , γιατί νιώθουμε τη μεγάλη αγάπη που συνέδεε τις δύο γυναίκες. Και μέσα από αυτούς τους αργούς ρυθμούς, μας δίνει τον απαραίτητο χρόνο να κατανοήσουμε το βαθύ νόημα της αποδοχής. Να κατανοήσουμε ότι η ουσία αυτής της λέξης βρίσκεται όχι απλά και μόνο στην αποδοχή των επιθυμιών ενός ατόμου, που μπορεί να μην συμβαδίζουν με τις κοινωνικές νόρμες, αλλά στην κατανόηση των κινήτρων αυτών των επιθυμιών που ωθούν το άτομο να ξανοίγεται σε διαφορετικούς κόσμους, να σχετίζεται με διαφορετικούς τρόπους και να δημιουργεί γύρω του ένα διαφορετικό σύμπαν. Ένα σύμπαν, που ακόμη και αν το άτομο φύγει από τη ζωή ο κόσμος του θα εξακολουθεί να υπάρχει και να στηρίζεται όχι μόνο από τους ανθρώπους που ανήκουν , αλλά και από εκείνους που δεν ανήκουν σε αυτό, ωστόσο όμως, έχουν κατανοήσει πλήρως την ανάγκη ύπαρξης και δημιουργίας του.
Η ταινία βραβεύτηκε με το Teddy Award (διεθνές κινηματογραφικό βραβείο για ταινίες με ΛΟΑΤΚΙ θεματική) στο Φεστιβάλ Βερολίνου και προβάλλεται στις αίθουσες.