Όντρεϊ Χέπμπορν – Από την Ολλανδική Αντίσταση στο Κόκκινο Χαλί του Χόλιγουντ
Με την αέρινη παρουσία της και τις αισθαντικές ερμηνείες της, η Όντρεϊ Χέπμπορν έγινε μια πρωθιέρεια του στιλ στη μεγάλη οθόνη, χωρίς τίποτε να θυμίζει τα πρώτα βασανισμένα χρόνια της ζωής της.
«Αν έγραφα τη βιογραφία μου, θα ξεκινούσα έτσι: Γεννήθηκα στις Βρυξέλλες του Βελγίου στις 4 Μάη 1929 και πέθανα έξι εβδομάδες αργότερα». Έτσι περιέγραφε τις πρώτες δραματικές εβδομάδες της ζωής της η Όντρεϊ Καθλίν Χέπμπορν – Ράστον, όπως ήταν το πλήρες όνομά της. Πράγματι ως βρέφος υπέφερε από κοκύτη, με αποτέλεσμα να σταματήσει να αναπνέει και να χρειαστεί ανάνηψη. Δεν ήταν η τελευταία φορά που η μικρή Όντρεϊ θα κινδύνευε να πεθάνει, κι ίσως ένα μέρος του εξαιρετικά λεπτοκαμωμένου παρουσιαστικού της – που τη διαφοροποιούσε σχεδόν από το σύνολο των πληθωρικών σταρτ της εποχής της – οφείλεται ακριβώς στις δοκιμασίες των παιδικών και νεανικών της χρόνων.
Ο πατέρας την ήταν πρώην αποικιακός αξιωματούχος της Μεγάλης Βρετανίας στην Ινδία και η μητέρα της Ολλανδή βαρώνη. Μεγάλωσε μόνο με τη μητέρα της μετά τα 6 της χρόνια καθώς ο πατέρας έφυγε από το σπίτι όταν αποκαλύφθηκε η σχέση του με την γκουβερνάντα των παιδιών. Για δεκαετίες η Όντρεϊ δεν είχε καμία επαφή μαζί του, εντοπίζοντας χάρη σε ενέργειες του Ερυθρού Σταυρού. Παρότι ο ίδιος παρέμενε απόμακρος συναισθηματικά, η ηθοποιός τον στήριξε οικονομικά ως το τέλος της ζωής του.
Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Ολλανδία, ευελπιστώντας πως όπως στον Μεγάλο Πόλεμο η χώρα θα παρέμενε ουδέτερη και ασφαλές καταφύγιο. Η εισβολή και κατοχή των ναζί θα διέψευδε οικτρά αυτές τις προσδοκίες.
Η Χέπμπορν είχε γραφτεί στο Ωδείο του Arnhem όπου συνέχισε τα μαθήματα μπαλέτου που είχε αρχίσει στο οικοτροφείο όπου φοιτούσε παλιότερα. Η μητέρα της άλλαξε το όνομά της σε Έντα βαν Χέμστρα, για να μη στοχοποιηθεί από τις κατοχικές αρχές λόγω βρετανικού ονόματος. Ένας θείος της εκτελέστηκε σε αντίποινα για μια ενέργεια σαμποτάζ της Ολλανδικής αντίστασης, ένας ετεροθαλής αδελφός της στάλθηκε για καταναγκαστικά έργα στο Βερολίνο, ενώ ένας άλλος πέρασε στην παρανομία για να αποφύγει την ίδια τύχη. Η Χέπμπορν υπέφερε, όπως οι περισσότεροι Ολλανδοί εκείνη την περίοδο, από σοβαρό υποσιτισμό. Είναι βέβαιο ότι η ίδια έδινε «σιωπηλές» παραστάσεις χορού για την οικονομική ενίσχυση της Αντίστασης, το κατά πόσον όμως συμμετείχε άμεσα σε αντιστασιακές ενέργειες, αποτελεί ως σήμερα αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των βιογράφων της.
Το 1948 μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου συνέχισε τα μαθήματα χορού, ενώ την ίδια χρονιά έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ολλανδική ταινία «Η Ολλανδία σε 7 μαθήματα». Εμφανίστηκε σε κάποιες χορευτικές παραστάσεις και στη συνέχεια εργάστηκε ως φωτομοντέλο, παίζοντας παράλληλα μικρούς ρόλους σε διάφορες ταινίες.
Το 1951 πρωταγωνιστεί στο μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ “Τζίτζι” με το οποίο περιοδεύει στις ΗΠΑ ως το 1953. Έκτοτε η καριέρα της απογειώνεται. Παγκόσμια σταρ έγινε χάρη στην εμβληματική ταινία «Διακοπές στη Ρώμη» το 1953, σε σενάριο του διωκόμενου κομμουνιστή Ντάλτον Τράμπο, το όνομα του οποίου δεν εμφανίζεται στους τίτλους, όπου υποδύεται μια πριγκίπισα που εξερευνά ινκόγκνιτο την Αιώνια Πόλη στο πλευρό ενός δημοσιογράφου που υποδύεται ο Γκρέγκορι Πεκ. Για την ερμηνεία της απέσπασε Όσκαρ α’ γυναικείου ρόλου και έγινε μια από τις ελάχιστες ηθοποιούς που βραβεύτηκαν τόσο με το χρυσό αγαλματίδιο, όσο και με Τόνι, Γκράμι και Έμι για τις εμφανίσεις της στο θέατρο, τη μουσική και την τηλεόραση αντίστοιχα. Ακολούθησαν επιτυχίες όπως «Σαμπρίνα» (1954), «Πρωινό στο Τίφανις» (1961) και «Ωραία μου κυρία», που σήμερα θεωρούνται κλασικές. Θεωρούνταν ίνδαλμα της μόδας και μούσα του Γάλλου σχεδιαστή Ζιβανσί, ο οποίος μάλιστα στην αρχή απογοητεύτηκε, περιμένοντας να συναντήσει την επίσης διάσημη ηθοποιό Κάθριν Χέπμπορν, με την οποία η Όντρεϊ δεν είχε καμία συγγένεια. Μετά το 1967, η Χέπμπορν έκανε λιγότερες ταινίες, ενώ απέκτησε και δυο γιους από τους δυο γάμους της, αμφότεροι εκ των οποίων κατέληξαν σε διαζύγιο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έζησε με τον Ολλανδό Ρόμπερτ Βόλντερς στην Ελβετία. Από το 1988 υπήρξε πρέσβειρα της Unicef, έργο στο οποίο αφιερώθηκε ολόψυχα, ταξιδεύοντας σε πολλές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Έφυγε από τη ζωή μετά από ολιγόμηνη μάχη με τον καρκίνο στις 20 Γενάρη 1993.