Οπενχάιμερ / Oppenheimer, του Κρίστοφερ Νόλαν
Η ζωή του πατέρα της ατομικής βόμβας μέσα από συνεχόμενα φλας μπακ που μας φωτίζουν σημαντικές και καθοριστικές στιγμές της ζωής του διάσημου φυσικού, αλλά ταυτόχρονα φωτίζουν και το πολιτικό τοπίο των δεκαετιών ’30, ’40 και ’50 μιας Αμερικής που τις συνέπειες των πολιτικών της, η ανθρωπότητα πλήρωσε και εξακολουθεί να πληρώνει πολύ ακριβά
Ο Κρίστοφερ Νόλαν επιλέγει να μας αφηγηθεί τη ζωή του πατέρα της ατομικής βόμβας μέσα από συνεχόμενα φλας μπακ που μας φωτίζουν σημαντικές και καθοριστικές στιγμές της ζωής του διάσημου φυσικού, αλλά ταυτόχρονα φωτίζουν και το πολιτικό τοπίο των δεκαετιών ’30, ’40 και ’50 μιας Αμερικής που τις συνέπειες των πολιτικών πεπραγμένων μιας γενιάς πολιτικών που πέρασαν στη διάρκεια αυτών των δεκαετιών, η ανθρωπότητα πλήρωσε και εξακολουθεί να πληρώνει πολύ ακριβά.
«Ίσως να μην θεωρούσε το κακό, τόσο σπάνια, τόσο απίθανη τόσο απόμακρη κατάσταση, στην οποία τόσο γαλήνιος θα ήταν ο ξενιτεμός, εάν ήταν ικανή να διακρίνει μέσα της όπως και σε όλους, εκείνη την αδιαφορία προς τον πόνο που προξενεί κανείς, μία αδιαφορία στην οποία όσα ονόματα κι αν δώσεις, παραμένει η τρομερή και μόνιμη μορφή της σκληρότητας…»
Αυτό το απόσπασμα από το βιβλίο του Μαρσέλ Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» αναδεικνύει ίσως μία σημαντική πτυχή της πολυσύνθετης και διφορούμενης προσωπικότητας που ακούει στο όνομα Ρόμπερτ Οπενχάιμερ και που αποτέλεσε τον κεντρικό ήρωα της πολυσυζητημένης ταινίας του Κρίστοφερ Νόλαν.
Στις 12 Απριλίου του 1954 συστήνεται το ακροαματικό συμβούλιο ασφαλείας που σκοπό είχε να διερευνήσει κατά πόσο ο Οπενχάιμερ μπορεί να θεωρηθεί νομιμόφρων και αν θα πρέπει να εξακολουθεί να παραμένει έμπιστος της αμερικανικής κυβέρνησης για την εθνική ασφάλεια της χώρας. Και εδώ ανακύπτει το διαχρονικό ερώτημα: πώς κρίνεται άραγε η νομιμοφροσύνη ενός ατόμου; Η κριτική για μία κυβερνητική πολιτική μπορεί να εξομοιωθεί με την έλλειψη νομιμοφροσύνης; Και ανακύπτει και ένα άλλο κρίσιμο, επίσης, ερώτημα: Διαφυλάσσεται η κυβερνητική ασφάλεια με την εφαρμογή αυστηρών δοκιμασιών πολιτικής συμμόρφωσης στους κυβερνητικούς υπαλλήλους;
Εξαρχής η σύσταση αυτού του συμβουλίου φαντάζει μια στημένη παρωδία, γιατί και στο πιο απλό μυαλό δημιουργείται το εύλογο ερώτημα πώς είναι δυνατόν μία χώρα που εμπιστεύτηκε στον δημιουργό της ατομικής βόμβας να χτίσει μια ολόκληρη πόλη στο Λος Άλαμος, στις αχανείς εκτάσεις Νέου Μεξικού – που κάποτε κατοικούνταν από τους Ινδιάνους – με σκοπό να εργάζεται απρόσκοπτα για τη δημιουργία αυτής της βόμβας, απολαμβάνοντας την πλήρη εμπιστοσύνη του στρατού και των πολιτικών, ξαφνικά να βρίσκεται υπόλογος και να δίνει εξηγήσεις μπροστά σε μία επιτροπή σχετικά με το φιλοκομμουνιστικό παρελθόν του…
Βρισκόμαστε στην εποχή της αντικομμουνιστικής υστερίας, του “κυνηγιού των μαγισσών” και στο ξεκίνημα του ψυχρού πολέμου, οπότε ο Οπενχάιμερ δεν είναι πια χρήσιμος. Ό,τι ήταν να δώσει το έδωσε και πλέον οι φιλειρηνικές του διακηρύξεις περί πυρηνικού αφοπλισμού και μείωσης των πυρηνικών κεφαλών, καθώς και η αρνητική του στάση απέναντι στην κατασκευή και χρήση της super βόμβας υδρογόνου, πέφτουν στο κενό.
Η επιστήμη, για μία ακόμη φορά στην ιστορία της, υποτάσσεται στα κυρίαρχα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής που ακολουθεί η Αμερική.
Βασισμένη στο βιβλίο των βραβευμένων με Πούλιτζερ συγγραφέων Κέι Μπερντ και Μάρτιν Τζέι Σέργουιν «Ο θρίαμβος και η τραγωδία του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ» η ταινία του Νόλαν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας αφού μας μεταφέρει ένα πλήθος πραγματικών γεγονότων από τη ζωή του Όπι (έτσι αποκαλούσαν τον Οπενχάιμερ οι φίλοι του) ενώ ταυτόχρονα με έναν διακριτικό τρόπο αφήνει να διεισδύσει στην ταινία η δική του προσωπική ματιά στην προσπάθεια του να αποδώσει τον χαρακτήρα μιας διφορούμενης, περίπλοκης και γεμάτης αντιθέσεις προσωπικότητας.
Ενώπιον της επιτροπής που διερευνά το παρελθόν του Όπι, ο Νόλαν επιλέγει να μας αφηγηθεί τη ζωή του πατέρα της ατομικής βόμβας μέσα από συνεχόμενα φλας μπακ που μας φωτίζουν σημαντικές και καθοριστικές στιγμές της ζωής του διάσημου φυσικού, αλλά ταυτόχρονα φωτίζουν και το πολιτικό τοπίο των δεκαετιών ’30, ’40 και ’50 μιας Αμερικής που το Νιου Ντηλ του Ρούσβελτ ,το σχέδιο Μανχάταν, το δόγμα Τρούμαν το σχέδιο Μάρσαλ, ο μακαρθισμός και το «κυνήγι των μαγισσών», έρχονται απλά να επιβεβαιώσουν τα βρώμικα και παραπλανητικά παιχνίδια μιας γενιάς πολιτικών που πέρασαν από αυτή τη χώρα και που τις συνέπειες των πολιτικών πεπραγμένων τους, η ανθρωπότητα πλήρωσε και εξακολουθεί να πληρώνει πολύ ακριβά.
Η επιστημονική κοινότητα δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρο του μεγάλου φυσικού Νιλς Μπορ, περί ενός «ανοιχτού κόσμου» όπου οι επιστήμονες από όλα τα μέρη της γης θα μοιράζονταν τις ανακαλύψεις τους και θα αναζητούσαν τρόπους για τη χρήση αυτών των ανακαλύψεων στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Οι πολιτικές ίντριγκες οι πολιτικοί καιροσκοπισμοί, καταφέρνουν να διχοτομήσουν την επιστημονική κοινότητα, να «διαμερισματοποιήσουν» τις γνώσεις και τα επιστημονικά επιτεύγματα αυτής, με αποτέλεσμα να μπορούν να τα θέσουν υπό τον δικό τους έλεγχο αποσπώντας τα από τους δημιουργούς τους και μετατρέποντάς τα σε επικίνδυνα τελικά όπλα.
Μέσα σε αυτόν τον κόσμο της κατασκοπείας της πολιτικής ίντριγκας συναντούμε τον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ που δείχνει να μην κατανοεί πώς παίζεται το παιχνίδι της πολιτικής.Και δείχνει να παραπαίει ανάμεσα σε δύο δρόμους. Άλλοτε να βαδίζει ως ερασιτέχνης στα ξέφωτα με κίνδυνο να κατασπαραχτεί (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε μία σκηνή της ταινίας ο πρόεδρος της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας Λιούις Στράους) αγνοώντας τους κανόνες του βρώμικου παιχνιδιού της πολιτικής, και άλλοτε να βρίσκεται στη σκιά της εξουσίας συμμετέχοντας και ο ίδιος στη δημιουργία αυτών των κανόνων του αλληλοσπαραγμού.
Ο άνθρωπος που έφερε την κβαντική φυσική στα αμερικάνικα πανεπιστημιακά έδρανα – μιας φυσικής που αντικείμενό της είναι η μελέτη των νόμων που διέπουν τη συμπεριφορά φαινομένων σε πολύ μικρή κλίμακα, μικρότερη και από την κλίμακα των μορίων και των ατόμων – δείχνει να είναι και ο ίδιος κλεισμένος στον δικό του μικρόκοσμο και να μην κατανοεί το πόσο η δική του ατομικότητα και η κάθε ξεχωριστή ατομικότητα, μπορούν να επηρεάσουν τον μακρόκοσμο που μας περιβάλλει. Αφήνεται να χειραγωγηθεί, να χρησιμοποιηθεί από άλλους. Γιατί;
Υπερβολική φιλοδοξία; Υπερβολική εμπιστοσύνη στην ευφυΐα του; Αδιαφορία απέναντι στον πόνο των άλλων; Έλλειψη πρακτικής και συνθετικής σκέψης; Μπορεί κάποια από αυτά ή και λίγο από όλα αυτά.
Ο Όπι δεν αντιλήφθηκε ή δεν θέλησε να αντιληφθεί τον ρόλο του ως ηθικού αυτουργού στη ρίψη της ατομικής βόμβας στις περιοχές που σε μία συνάντηση πολιτικών και στρατιωτικών, επιλέχτηκαν ως αμερικανικοί στόχοι. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή που ο Αμερικανός υπουργός Πολέμου Στίμσον, ανάμεσα σε 12 υποψήφιες πόλεις της Ιαπωνίας απορρίπτει αυτόματα αυτή που είχε κάνει το ταξίδι του μέλιτός του και ο Οπενχάιμερ που παρίσταται σε αυτή τη συνάντηση, απλά συναινεί στην επιλογή των δύο ιαπωνικών πόλεων, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η ρίψη της ατομικής βόμβας είναι άσκοπη, αφού ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε πλέον τελειώσει και οι Γιαπωνέζοι ήταν έτοιμοι να υποχωρήσουν.
Το πιο τρομαχτικό όμως στην όλη ιστορία είναι ότι όταν ο ίδιος καταλαβαίνει, μετά τη ρίψη της βόμβας, το τεράστιο λάθος όλης αυτής της ιστορίας, έρχεται αντιμέτωπος με έναν λαό που δεν θέλει να μάθει την αλήθεια, που αρέσκεται στη δημιουργία ηρώων και υπερευφυέστατων επιστημόνων, επιζητώντας την ταυτότητά του στα στοιχεία της εθνικής συνείδησης και υπεροχής που σκόπιμα τού καλλιεργούνται.
Έτσι η ιστορία φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται. Κανείς δεν ασχολείται με τις καταστροφικές συνέπειες των σκληρών πολιτικών που βασίζονται πλέον στην πολεμική βιομηχανία της κάθε χώρας και τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς.
“Δεν μιλάμε για ένα νέο όπλο , αλλά για έναν καινούριο κόσμο”, ακούμε τον Νιλς Μπορ να λέει σε μία σκηνή της ταινίας απευθυνόμενος στον Οπενχάιμερ. “Έναν κόσμο που αν δεν προλάβουμε να επέμβουμε θα οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή του”.
Δεν πρόλαβαν…
Και εμείς ως θεατές, όχι πλέον του έργου που παίζεται στους κινηματογράφους, αλλά της πραγματικής ζωής, παρακολουθούμε έναν κόσμο που μέρα με τη μέρα καταστρέφεται. Ξεκάθαρη πλέον μπροστά μας ανοίγεται η προοπτική των δύο επιλογών.
Τι επιλέγουμε; Με τους ερασιτέχνες που βαδίζουν στα ξέφωτα και οραματίζονται ανθρώπινες κοινωνίες χωρίς να φοβούνται τα θηρία που καραδοκούν στη σκιά της εξουσίας και θέλουν να εξολοθρεύσουν ό,τι ανθρώπινο έχει απομείνει σε αυτόν τον πλανήτη ή με τα θηρία;
Απλά επιλέγουμε…
Η ταινία εξακολουθεί να προβάλλεται στους κινηματογράφους.