Όταν ο Μαρξ γνώρισε τον Ένγκελς
Η πολιτική σκοπιά κι η μαρξιστική ιδεολογία είναι πανταχού παρούσα, από την πρώτη σκηνή που παρουσιάζει την καταφάνερη κοινωνική αδικία, ως τις τελευταίες σκηνές την κομμουνιστική οργάνωση και την προοπτική της διεξόδου.
Ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι “Ο νεαρός Μαρξ”, αλλά η ελληνική μετάφραση κάνει μια ουσιαστική προσθήκη κι είναι από τις λίγες φορές που δεν κάνει του κεφαλιού της, αλλάζοντας τα φώτα στον τίτλο μιας ταινίας. Γιατί όσο αλήθεια είναι πως ο μαρξισμός δε θα υπήρχε προφανώς χωρίς το Μαρξ, άλλο τόσο καθοριστική ήταν και η συμβολή του Ένγκελς, τόσο στο θεωρητικό κομμάτι, όσο κι από την άποψη της υλικής, οικονομικής στήριξης στον αχώριστο σύντροφό του, για να προχωρήσει απερίσπαστος στη συγγραφή του Κεφαλαίου.
Αυτό όμως έρχεται πολύ αργότερα από την περίοδο που πιάνει η ταινία. Η οποία αφορά τα νεανικά χρόνια του Μαρξ και του Ένγκελς, την περίοδο της γνωριμίας τους, τις πρώτες κοινές συγγραφικές τους προσπάθειες, την επίδραση του νεοχεγκελιανισμού, τη φιλία και την αμοιβαία εκτίμηση που είχαν αρχικά με τον Προυντόν. Και φτάνει στα χρόνια της ωριμότητάς τους, τη σύγκρουσή τους με το φιλοσοφικό κατεστημένο (Αγία Οικογένεια) της εποχής, την απομάκρυνσή τους από τον Προυντόν -που ο φλογερός φανφαρόνος Μπακούνιν λάτρευε σα θεό- όταν κριτίκαραν τις αναρχικές ιδέες του, και το επαναστατικό 1848. Εκεί όπου ωριμάζουν και συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα μιας κομμουνιστικής οργάνωσης -κι όχι ενός γενικά κι αόριστου αγωνιστικού συλλογικού φορέα- οπότε οργανώνονται στην Ένωση των Δικαίων και συγγράφουν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ως προγραμματική διακήρυξη του νέου φορέα, που αποκτά νέο όνομα, ακριβώς τη στιγμή που η εργατική τάξη εμφανίζεται αυτοτελώς στο ιστορικό προσκήνιο.
Σε αυτά τα χρόνια, οι δύο σύντροφοι συνειδητοποιούν πως το ζητούμενο δεν είναι να ερμηνεύουμε με διάφορους τρόπους τον κόσμο, αλλά να τον αλλάξουμε.
Η μεγαλύτερη αρετή της ταινίας είναι ότι παρακολουθεί κι αναπαριστά γλαφυρά αυτή τη διαδρομή, χωρίς να κάνει πολιτικές εκπτώσεις, για να γίνει αρεστή-προσιτή σε ένα ευρύτερο κοινό ούτε καταλήγει να είναι μια στεγνή πολιτική προκήρυξη χωρίς καλλιτεχνική αξία.
Σκιαγραφεί τους χαρακτήρες, δείχνει την ανθρώπινη πλευρά τους, τις καθημερινές τους ανησυχίες: την αγωνία του Μαρξ που πρέπει να θρέψει την οικογένειά του με τα δημοσιογραφικά του κείμενα αλλά αρνείται σθεναρά να τα αμβλύνει και να τα προσαρμόσει στις βουλές των άλλων. Τη γενναία στάση ζωής της συντρόφου του, Τζένης, που άφησε πίσω της την εύκολη διαδρομή που της εξασφάλιζε η οικογενειακή της καταγωγή, γιατί η ευτυχία είναι συνδυασμένη με την εξέγερση. Την αντίστοιχη προσπάθεια του Ένγκελς να απαρνηθεί την τάξη του, να σπάσει το τείχος της καχυποψίας, να προσεγγίσει τους εργάτες της βιομηχανίας του πατέρα του και τη μετέπειτα σύντροφο της ζωής του. Τη φιλία των δύο ανδρών που δεν είναι πουριτανοί μικροαστοί αλλά ζουν έντονα κι επικίνδυνα, μεθάνε, ερωτεύονται, τρέχουν να το σκάσουν από τους αστυνομικούς που τους κυνηγάνε…
Ίσως βρει κανείς μικρές παραφωνίες στους τίτλους τέλους και την αναδρομή σε όσα ακολούθησαν ιστορικά, όπου υπάρχουν εικόνες από την “άνοιξη της Πράγας” κι ίσως από τις σύγχρονες πλατείες των αγανακτισμένων, αλλά αυτά δεν ακυρώνουν την ουσία και την εύστοχη πολιτική ματιά της ταινίας. Η οποία είναι πανταχού παρούσα, από την πρώτη σκηνή που παρουσιάζει την καταφάνερη κοινωνική αδικία, ως τις τελευταίες με την κομμουνιστική οργάνωση και την προοπτική της διεξόδου. Και καταφέρνει κάτι δύσκολο και σημαντικό: να απευθύνεται εξίσου στους μυημένους και απαιτητικούς θεατές -που βλέπουν πώς έφτασαν οι κλασικοί στη διατύπωση των θέσεών τους- όσο και στο ευρύ κοινό που έχει να κερδίσει πολλά, ακόμα κι αν δεν είχε την παραμικρή επαφή με τη μαρξιστική ιδεολογία -μπορεί να το δει όμως σαν μια καλή εισαγωγή.
Στην Ελλάδα οργανώθηκαν διάφορες μαζικές επισκέψεις από την ΚΝΕ για να δουν φίλοι και μέλη της οργάνωσης την ταινία και να πάρουν ερεθίσματα να συζητήσουν. Κι ίσως αυτό να εξηγεί εν μέρει γιατί πολλά σινεμά βιάστηκαν να την αποσύρουν παρά το σχετικό ενδιαφέρον του κόσμου.