Όταν ο Τσέχοφ συναντά τον Χαμαγκούτσι: “Drive my car”
Όταν ο Αντόν Τσέχοφ συναντά τον Ριουσούκε Χαμαγκούτσι, τότε, με όχημα την τέχνη του καθενός, αφηνόμαστε να μας οδηγήσουν σε ένα συναρπαστικό ταξίδι…
«Άραγε εκείνοι που θα ζήσουν εκατό, διακόσια χρόνια ύστερα από εμάς, που εμείς τώρα τους ανοίγουμε τον δρόμο, θα μας θυμούνται, θα μας μνημονεύουν με έναν καλό λόγο;» αναρωτιέται στον «Θείο Βάνια» ένας από τους ήρωές του, ο γιατρός Αστρώφ, εκφράζοντας ίσως και την υπαρξιακή αγωνία των συγγραφέων που θέλουν το έργο τους να αντέξει στη φθορά του χρόνου, που θέλουν τα μηνύματά τους να σταλούν και σε επόμενες γενεές, που θέλουν οι δρόμοι που άνοιξαν να περπατηθούν από πολλούς και να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης προκειμένου να ανοιχτούν και άλλοι δρόμοι, όπου οι άνθρωποι θα συναντιούνται,θα δημιουργούν, θα επικοινωνούν, θα μεταδίδουν.
Και βέβαια “Ο θείος Βάνιας” διαβάστηκε και διαβάζεται και θα εξακολουθεί να διαβάζεται μετά από πολλά χρόνια, έχοντας κατακτήσει επάξια τη θέση του στα κλασικά αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματολογίας. Πάνω σε αυτό το έργο ο Χαμαγκούτσι στήνει την ταινία του. Όταν πλέον τα δεδομένα της ζωής του έχουν ανατραπεί ο Γιουσούκε Καφούκου που είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης, θα ξεκινήσει από την αρχή, από μία πόλη με πολύ βαρύ ιστορικό παρελθόν που κανένας δεν θέλει να θυμάται, τη Χιροσίμα, προκειμένου να επαναπροσδιορίσει τη ζωή του, τα νέα δεδομένα και την πορεία του σε αυτή.
Καθ΄όλη τη διάρκεια της ταινίας ο κεντρικός της ήρωας, Γιουσούκε, συνδιαλέγεται με τους ήρωες του θείου Βάνια. Σε μία πρώτη ανάγνωση το κάνει προκειμένου να ερμηνεύσει σαν ηθοποιός σωστά τον ρόλο του ή να αποδώσει σωστά το έργο που πρόκειται να ανεβάσει στο θέατρο σαν σκηνοθέτης. Όμως σε μια δεύτερη ανάγνωση ο διάλογος είναι στην πραγματικότητα ένας εσωτερικός διάλογος όπου οι ρόλοι εναλλάσσονται, γιατί στην πορεία αυτής της εσωτερικής διαδρομής διαπιστώνει ότι πίσω από τον φαινομενικό εαυτό του υπήρχαν πολλοί άλλοι αντιφατικοί εαυτοί που παρεμποδίζονταν να βγουν στην επιφάνεια. Αυτούς τους εαυτούς ανακαλύπτει, τους ανασύρει και προσπαθεί να τους δώσει ετεροχρονισμένα πλέον, την ευκαιρία να εκφραστούν. Δεν τον βοηθά μόνο το θεατρικό έργο σε αυτό, αλλά και οι άνθρωποι που συναντά στην πορεία του.
Το έργο του Τσέχοφ είναι ένα δύσκολο έργο. Γιατί απαιτεί θάρρος. Θάρρος για να γραφτεί, να διαβαστεί, να ερμηνευτεί, να παιχτεί. Γιατί σε φέρνει αντιμέτωπο με πολλές αλήθειες μη διαχειρίσιμες. Σε φέρνει αντιμέτωπο με την επίγνωση καταστάσεων στις οποίες έχεις περιέλθει και τις οποίες θα ήθελες να αλλάξεις, γιατί συνειδητοποιείς ότι μέσα σε αυτές λείπει ο πραγματικός σου εαυτός. Ο τρόπος που το έργο αυτό εισβάλλει στην ταινία του Χαμαγκούτσι κάνει τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα. Εκεί, μέσω των ηρώων του, βρίσκεσαι μπροστά σε πολύ δύσκολα ερωτήματα. Τι είναι προτιμότερο; Να ζεις μέσα στην αβεβαιότητα σκοτώνοντας την αλήθεια αφήνοντας όμως ζωντανή μια φλόγα ελπίδας, ψευδαίσθησης, αυταπάτης; Ή να αποδεχτείς την αλήθεια ακόμα κι αν αυτή σε πληγώνει βαθιά; Και γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ να την αποδεχτούμε; Και τι σημαίνει αγαπάμε τον άλλον; Υποχωρώντας και συμβιβαζόμενοι εξαιτίας του φόβου της αποκάλυψης των επιθυμιών του άλλου που δεν συναντούν τις δικές μας, κάνοντας τα στραβά μάτια σε αυτές, γιατί φοβόμαστε τη διατάραξη της ισορροπίας που εμείς επιθυμούμε και όχι γιατί είμαστε ευτυχισμένοι με αυτή την ισορροπία ή νιώθουμε καλά, αλλά γιατί φοβόμαστε ότι αν διαταραχθεί αυτή θα έρθουμε αντιμέτωποι με μία άγνωστη κατάσταση που τη φοβόμαστε κυρίως για το άγνωστό της; Και πώς αγαπάμε τον άλλον όταν αρνούμαστε να αφουγκραστούμε τις πραγματικές του επιθυμίες που σκοντάφτουν στις δικές μας και με τον τρόπο αυτό αρνούμαστε αυτό που είναι ο ίδιος; Και πώς τελικά ξεπερνάμε την άρνησή μας προς τον άλλον; Πώς καταφέρνουμε να τον αποδεχτούμε πραγματικά και πάνω σε αυτή τη βάση να χτίσουμε μια υγιή σχέση ανάμεσα μας;
Η αποδοχή είναι μία πολύ δύσκολη υπόθεση.
Δεν αποδέχεσαι κάποιον όταν αρνείσαι να δεις τα στοιχεία του εαυτού του που σε ενοχλούν, προκειμένου να διατηρήσεις αυτά που σε συνδέουν μαζί του εξασφαλίζοντας έτσι εκείνο το βόλεμα που σε αποκόπτει στην πραγματικότητα και από εκείνον αλλά και από εσένα τον ίδιο, αφού εγκλωβίζεστε έτσι σε μία αδιέξοδη σχέση που δεν αφήνει κανέναν να προχωρήσει. Και εδώ βέβαια αναφερόμαστε σε σχέσεις ζωής. Αποδέχεσαι τον άλλον όταν κατάματα του μιλάς για αυτά που σε ενοχλούν αυτά που σε κάνουν να μην είσαι ο εαυτός σου και να προσποιείσαι κάποιον άλλον που σιγά σιγά παίρνει τη θέση του πραγματικού σου εαυτού. Και με αυτόν τον τρόπο βοηθάς και τον άλλον να απελευθερωθεί.
Ο θείος Βάνιας στο έργο του αποκαλύπτει αλήθειες. Παραιτημένος ο ίδιος από τη ζωή που την άφησε να γλιστρήσει, να ξοδευτεί ανόητα, αποκομμένος από τα συναισθήματά του που δεν τα άφησε να εκφραστούν και που τώρα χάνονται άδικα «σαν την αχτίδα του ήλιου» όπως γράφει «που χάνεται σε έναν λάκκο και μαζί της χάνεται και αυτός» γιατί είναι αργά πλέον να τα εκφράσει και ακόμα πιο αργά να βρει την ανταπόκριση που επιθυμεί. Εγκλωβισμένος για τα καλά στην ανία και πλήξη της επαρχίας, δεν φοβάται να μιλήσει για τις αλήθειες που αρνιόταν να δει. Καταγγέλλει λοιπόν και ανατρέπει τα στερεότυπα περί ηθικής και ανηθικότητας, περί λογικής και τρέλας, περί τέχνης και ναρκισσιστών στενοκέφαλων εκπροσώπων αυτής, καλεί τους ανθρώπους να ερωτευτούν να αφεθούν, να παρασυρθούν ενώ ταυτόχρονα θαυμάζει τους ανθρώπους που διαθέτουν τόλμη, ανοιχτό μυαλό και είναι έτοιμοι για μεγάλα πετάγματα.
Ο Χαμαγκούτσι, μέσω του θείου Βάνια φέρνει τον ήρωά του, Γιουσούκε Καφούκου αντιμέτωπο με όλες αυτές τις σκέψεις. Το κείμενο του Τσέχοφ βρίσκεται διαρκώς στη σκέψη του ήρωα, του γυρνάει τα μέσα έξω, τον ξεγυμνώνει και τον πετάει στους εκρηκτικούς αέρηδες του σύμπαντος, όπου εκεί συναντά τους ανθρώπους που αναζητούν και αυτοί να ανακαλύψουν τον τρόπο να πάψουν να αποτελούν ανόρεχτες εκδοχές των αλλοτινών εαυτών τους. Χτίζονται άρτια σκηνοθετικά όλοι οι ήρωες στο έργο του Χαμαγκούτσι με μία εξαιρετική αισθητική και δραματουργία που σπανίως συναντάμε στον δυτικό κινηματογράφο. Μας έχει συνηθίσει άλλωστε σε αυτόν τον τρόπο αφήγησης ο σκηνοθέτης (βλ. την προηγούμενη ταινία του «Ιστορίες της τύχης και της φαντασίας» 2021) ωστόσο τη νέα του ταινία θα τη συζητάμε για πολύ καιρό, θα την σκεφτόμαστε, θα θέλουμε να την ξαναδούμε.
Και η απάντηση στην αρχική ερώτηση του ήρωα του Τσέχοφ, είναι «ναι». Ναι, μετά από 100 και 200 χρόνια και ακόμη περισσότερα, οι άνθρωποι θα μνημονεύουν πάντα έργα μεγάλων συγγραφέων, ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, μεγάλων σκηνοθετών. Ανάμεσα στους τελευταίους ανήκει και ο Χαμαγκούτσι.
Η ταινία εκτός των άλλων πολλών βραβείων, έχει αποσπάσει και το Όσκαρ διεθνούς ταινίας καθώς και βραβείο σεναρίου στις Κάννες. Προβάλλεται στους κινηματογράφους.