“Παράλληλες Μητέρες” – Τα βάρη της μητρότητας και μια παράλληλη ιστορία για τη “μητέρα πατρίδα”
Οι αγαπημένες γυναίκες του Αλμοδόβαρ παραμένουν σε πρώτο πλάνο. Αλλά ο σκηνοθέτης βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει μέσα από την ιστορία τους για την Ιστορία και τις ανοιχτές πληγές του ισπανικού εμφυλίου και της ιστορικής μνήμης, που την σκεπάζει ο φόβος και το άταφο πτώμα του Φρανκισμού.
Τι κοινό έχουν οι δυσκολίες της μητρότητας στον σημερινό κόσμο, με το βουβό δράμα της “μαμάς πατρίδας” -ή μάλλον κάποιων παιδιών της- στο πρόσφατο παρελθόν; Η νέα ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ βρίσκει τον συνδετικό κρίκο και μας παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, που έχει κάτι να πει.
Οι “Παράλληλες Μητέρες” παραμένουν πιστές στο κινηματογραφικό ιδίωμα του σκηνοθέτη και τις βασικές αρχές του. Διατηρούν το στοιχείο ενός σεναριακού απρόβλεπτου, που αγγίζει τα όρια της υπερβολής -το μπέρδεμα δύο μωρών στο μαιευτήριο- αλλά βοηθά να ξετυλιχθεί το δράμα που ενώνει και χωρίζει τις δύο πρωταγωνίστριες. Οι γυναίκες παραμένουν στο επίκεντρο της οπτικής του Αλμοδόβαρ και φαίνεται να βρίσκουν τρόπο να συνεννοηθούν μεταξύ τους, παρά τις αντικρουόμενες επιθυμίες τους και τις σύνθετες καταστάσεις στις οποίες εμπλέκονται. Ενώ τα χρώματα και ο ήλιος, που είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της Μαδρίτης, δηλώνουν διαρκώς την παρουσία τους και δεν αφήνουν σε κανένα σημείο τα σκοτάδια και την απαισιοδοξία να πάρουν το πάνω χέρι.
Αυτή τη φορά, όμως, ο σκηνοθέτης βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει μέσα από την ιστορία του για την Ιστορία και τις δικές της πληγές που παραμένουν ανοιχτές. Οι αγαπημένες του γυναίκες μένουν σε πρώτο πλάνο και ο Αλμοδόβαρ παρουσιάζει την εμπειρία της μητρότητας, τη μοναξιά και τα βάρη που συνεπάγεται. Οι γυναίκες καλούνται να τα κουβαλήσουν, σχεδόν αποκλειστικά μόνες τους, αφήνοντας στην άκρη τα όνειρα που μπορεί να είχαν ή να βρουν στήριγμα σε άλλες γυναίκες, για να τα συνεχίσουν. Η εγκυμοσύνη αντιμετωπίζεται σχεδόν ως ανεπιθύμητο ατύχημα για ένα σύστημα που επιζητά αδιάκοπα το κέρδος και ένα κράτος που δεν ήταν ποτέ κοινωνικό και έχει χάσει πλέον τις μάσκες που αναγκαζόταν να βάλει τις περασμένες δεκαετίες.
Η μεγάλη έκπληξη, όμως, για τα δεδομένα του Αλμοδόβαρ τουλάχιστον, είναι η παράλληλη ιστορία που συνδέεται με τον Ισπανικό Εμφύλιο, την εκτέλεση των κατοίκων ενός χωριού στη Ναβάρα από τους falangistas του Φράνκο και τον φόβο που εξακολουθεί να σκεπάζει την ιστορία τους, καθώς βρίσκονται θαμμένοι σε ένα χωράφι, στο σημείο όπου εκτελέστηκαν, χωρίς να έχουν καν το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή ταφή, για να τους τιμήσουν οι δικοί τους. Το ένα από τα δύο κορίτσια των παράλληλων μητέρων πεθαίνει ξαφνικά, ενώ είναι βρέφος. Ενώ το ένα από τα δύο παιδιά της Ισπανίας, ως “μητέρας πατρίδας”, αναγκάζεται υπό την απειλή του όπλου να σκάψει τον τάφο του, βλέπει τον φασισμό να κυριαρχεί και το άταφο πτώμα του φρανκισμού να μένει σαν ζόμπι στην πολιτική σκηνή, χωρίς να νιώθει την ανάγκη να κρύψει το πρόσωπό του ή το παρελθόν του.
Η δική μας χώρα έζησε τον δικό της εμφύλιο και παρουσιάζει διακριτές ομοιότητες με την κοινωνία και το ιστορικό φορτίο της Ισπανίας. Η βασική διαφορά, όμως, είναι πως η πολιτική μετάβαση στην Ισπανία έγινε ως τυπική αλλαγή φρουράς, χωρίς τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της δικής μας Μεταπολίτευσης και, κατά συνέπεια, χωρίς να υπάρξει ποτέ ουσιαστική αποχουντοποίηση ή να σπάσει το απόστημα του φρανκισμού, που παρέμεινε ενεργός στο πολιτικό προσκήνιο, χωρίς να κουβαλά το στίγμα κάποιας ήττας.
Ο Αλμοδόβαρ πιάνει ακροθιγώς αλλά θαρραλέα το κομμάτι της ιστορικής μνήμης. Γιατί πρέπει να ξέρουμε σε ποια χώρα μεγαλώνουμε -όπως λέει η Πενέλοπε Κρουθ στη μικρότερη φίλη της, σε μια από τις πιο ώριμες ερμηνείες της. Και γιατί η ιστορική αλήθεια δεν μπορεί να σωπάσει, όσο και αν την τσουρουφλίσουν, όπως λέει ο Γκαλεάνο, στον επίλογο της ταινίας.
Σε μια σκηνή, ο Αλμοδόβαρ μοιάζει μια ανοιχτά απολίτικη ηθοποιό να λέει πως όλο το καλλιτεχνικό σινάφι της ανήκει στην Αριστερά. Είναι συζητήσιμο τι ορίζουμε ως Αριστερά στην Ισπανία -και γενικώς-, τι πρόσημο έχουν κάποιες ταινίες του Αλμοδόβαρ και αν η πλάστιγγα γέρνει προς τα αριστερά ή στο απολιτίκ, παρά τους όποιους προβληματισμούς βάζουν. Αυτό που δεν αμφισβητείται ωστόσο είναι το μήνυμα που περνάει ο σκηνοθέτης σε αυτήν την ταινία.
Μπορεί να είναι κάπως πιο συμβατική, γραμμική και προβλέψιμη, είναι όμως και η πιο πολιτική. Και αυτό δεν είναι απλώς καλοδεχούμενο. Είναι το στοιχείο που δίνει το κάτι παραπάνω, σε μια ούτως ή άλλως ενδιαφέρουσα ιστορία που έχει κάτι να πει.