Πέδρο Αλμοδόβαρ – Ο παλιατζής που ανανέωσε το ισπανικό σινεμά
Αν υπάρχει κάποιος που ξέρει να κάνει ακόμα και τη γροθιά στο στομάχι διασκεδαστική, σίγουρα αυτός είναι ο Αλμοδόβαρ.
Οι γονείς του τον ήθελαν παπά, αλλά τελικά η θρησκευτική του παιδεία συνέβαλε στο να γεννηθεί ο πιο ιερόσυλος – κυριολεκτικά και μεταφορικά-σκηνοθέτης του ισπανικού σινεμά μετά τον Λουίς Μπουνιουέλ. O Πέδρο Αλμοδόβαρ Καμπαγέρο, που κλείνει σήμερα τα 69 του χρόνια είχε κατακτήσει βασικά στοιχεία του τόσο αναγνωρίσιμου μετέπειτα κινηματογραφικού του ιδιώματος από τον καιρό που γύριζε εντελώς ερασιτεχνικά και με πρωτόγονα τεχνικά μέσα ταινίες μικρού μήκους. Παιδί της δικτατορίας του Φράνκο, έγινε βασικός εκπρόσωπος της λεγόμενης “Μοβίδα Μαδριλένια”, ενός ρεύματος που αποτύπωνε τη διεκδίκηση πολιτικών και σεξουαλικών ελευθεριών μετά από τέσσερις περίπου δεκαετίες καταπίεσης.
Κατάγεται από την μικρή πόλη Καλθάδα ντε Καλατράβα και έχει δυο μεγαλύτερες αδελφές και έναν μικρότερο αδελφό, τον Αουγκουστίν, που είναι και παραγωγός του εδώ και τρεις δεκαετίες. Ο πατέρας του ήταν οινοποιός, ενώ η μητέρα του αναλάμβανε τις επιστολές των αγραμμάτων γειτόνων της. Στα 8 του χρόνια ο μικρός Πέδρο στάλθηκε στο Κάθερες της Δυτικής Ισπανίας σε καθολικό οικοτροφείο, ενώ αργότερα η υπόλοιπη οικογένεια εγκαταστάθηκε στην πόλη. Σε αντίθεση με την Καλθάδα, το Κάθερες είχε σινεμά, που συνάρπαζε πολύ περισσότερο τον Αλμοδόβαρ από το κήρυγμα των ιερέων. Συγκρούστηκε με τους γονείς του που δεν ήθελαν να γίνει σκηνοθέτης και εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη το 1967. Υπήρξε κυρίως αυτοδίδακτος, καθώς για να επιβιώσει δούλεψε ως παλιατζής και ως τηλεφωνητής, συμμετέχοντας παράλληλα στον πρωτοποριακό θίασο “Los Gollardos”. Με το ψευδώνυμο Πάτι Ντιφούζα έγραψε άρθρα για μικρά και μεγάλα έντυπα, όπως και μια νουβέλα και διηγήματα που κυκλοφόρησαν αργότερα με τίτλο “Το όνειρο της λογικής”.
Με την πρώτη του κάμερα άρχισε να γυρίζει ταινίες μικρού μήκους στα μέσα της δεκαετίας του ’70, με επίκεντρο τη σεξουαλικότητα. Οι ταινίες που προβάλλονταν σε μπαρ και πάρτι της Μαδρίτης και της Βαρκελώνης δεν είχαν ήχο, αλλά ο Αλμοδόβαρ προσέθετε μουσική με κασέτες, όπου επίσης έκανε τις φωνές όλων των ηθοποιών.
Μετά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του το 1978 (Folle, folle, fólleme) άρχισε σταδιακά να εδραιώνει τη φήμη του, που απογειώθηκε με τη μαύρη κωμωδία “Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης”, που απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Δυο αγαλματίδια θα πρόσθετε στο μακρύ κατάλογο των βραβείων του με τα δράματα “Όλα για τη μητέρα μου” (1999) και “Μίλα της” (2002). Άλλες γνωστές του ταινίες είναι μεταξύ άλλων, η μαύρη κομεντί “Δέσε με”, το δράμα “Η Κακή εκπαίδευση” και το ψυχολογικό θρίλερ “Το δέρμα που κατοικώ”. Η τελευταία του ως τώρα δημιουργία “Χουλιέτα” (2016) παρότι υπήρξε η τρίτη στη σειρά του σκηνοθέτη που διαγωνίστηκαν για το Χρυσό Φοίνικα των Καννών, δε σημείωσε καλή πορεία στα ταμεία, λόγω της εμπλοκής του ονόματός του στην υπόθεση των Πάναμα Πέιπερς. Όταν ο αδερφός του ανέλαβε την πλήρη ευθύνη, η φήμη του σκηνοθέτη είχε ήδη αμαυρωθεί.
Ο Αλμοδόβαρ επανέρχεται συχνά σε συγκεκριμένο καστ και ομάδα συνεργατών, ενώ δείχνει προτίμηση σε περίπλοκη αφηγηματικά πλοκή, αιρετικό και σκοτεινό χιούμορ και πολλές αναφορές στην ποπ κουλτούρα αλλά και σε ταινίες Ισπανών και διεθνών κινηματογραφιστών, χωρίς να λείπουν και συνδέσεις με τις δικές του παλιότερες ταινίες. Η εμμονή του σε συγκεκριμένες θεματικές, μοτίβα ή σκηνές έχει επικριθεί από ορισμένους ως κουραστική μανιέρα, στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά το καλλιτεχνικό “δακτυλικό του αποτύπωμα”, που φροντίζει εξάλλου να το επανεφευρίσκει δημιουργικά σε κάθε του έργο.
Συνήθως – αλλά με σημαντικές εξαιρέσεις – οι πρωταγωνίστριες του είναι γυναίκες που επιβιώνουν αντίξοων έως και εξωφρενικών καταστάσεων. Τα παιδικά του βιώματα τον επηρέασαν, όπως ομολογεί ο ίδιος σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς μεγάλωσε περιτριγυρισμένος από γυναίκες ενώ “οι άντρες ήταν απόντες και αντιπροσώπευαν την εξουσία”. Συχνή είναι και η παρουσία ΛΟΑΤΚΙ χαρακτήρων στα έργα του, παρότι ο ίδιος – αν και ανοιχτά γκέι – αντιπαθεί την κατηγοριοποίηση των ταινιών του βάσει της συγκεκριμένης θεματολογίας.
Παραδέχεται πως όλες του οι ταινίες είναι πολιτικής, αναγνωρίζει όμως συνειδητή πολιτική πρόθεση μόνο στα πρώτα του έργα τα οποία αντιλαμβανόταν ως διαμαρτυρία κατά του φρανκικού καθεστώτος. Κατά τα άλλα προτιμά να παρουσιάζει τις ταινίες του κυρίως “ως διασκέδαση”. Κι αν υπάρχει κάποιος που ξέρει να κάνει ακόμα και τη γροθιά στο στομάχι διασκεδαστική, σίγουρα αυτός είναι ο Αλμοδόβαρ.