“Πέρασμα / Crossing” του Λεβάν Ακίν (2024)

Μια πολύ ζεστή και ανθρώπινη ταινία που μας συγκινεί, μιλώντας κατευθείαν στην καρδιά μας, άμεσα, απλά και αληθινά.

Η Λία, συνταξιούχος δασκάλα από το Μπατούμι της Γεωργίας (εξαιρετική ερμηνεία από την Μζία Αραμπούλι) επιχειρεί ένα μεγάλο ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, την πόλη που διασταυρώνονται οι δρόμοι της Ανατολής και της Δύσης. Εκεί αναζητά την ανιψιά της, την Τέκλα, που γεννήθηκε άντρας και στην πορεία της ζωής της αποφάσισε να γίνει γυναίκα. Μία απόφαση που δεν έγινε αποδεκτή από τον κοινωνικό της περίγυρο, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την πόλη της, κόβοντας κάθε δεσμό με το παρελθόν της. 

Από τα πρώτα κιόλας πλάνα της ταινίας αντιλαμβανόμαστε ότι η Λία είναι μία σκληρή μαχητική γυναίκα που δύσκολα φαίνεται να παρεκκλίνει από τους στόχους και τις επιδιώξεις που θέτει στη ζωή της. Από την αρχή καταλαβαίνουμε επίσης, ότι πρόκειται για μια γυναίκα που έχει μάθει να υποφέρει σιωπηλά και να πνίγει κρυφά τον πόνο της στο αλκοόλ, φροντίζοντας να διατηρεί αρραγή τη βιτρίνα μιας εξωτερικής σκληρότητας, που αποτελεί τη δική της άμυνα σε μια κοινωνία που μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού δείχνει να έχει χάσει τον πολιτικό της προσανατολισμό, να συντηρητικοποιείται όλο και πιο πολύ. Η εποχή της αίγλης και της δόξας που κάποτε είχε γνωρίσει η Γεωργία, όταν αποτελούσε τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης έχει πλέον χαθεί ανεπιστρεπτί. Στη γενιά των ανθρώπων εκείνης της εποχής ανήκει η Λία. Τα σημάδια που άφησε επάνω της εκείνη η εποχή, μας τα μαρτυρούν το αγέρωχο βάδισμά της, η αξιοπρέπεια της, η ευαισθησία της, η απλότητά της, η επιμονή στους στόχους της, η γενναιότητα να προχωρά, ακόμη κι αν στο διάβα της ανατρέπονται τα θεμέλια πάνω στα οποία έχτισε την ίδια της τη ζωή.

Συνοδοιπόρος στο ταξίδι της στην Κωνσταντινούπολη είναι ο νεαρός Άτσι εκπρόσωπος της νεότερης γενιάς, αυτής που ασφυκτιά στο κλειστό συντηρητικό σκοτεινό περιβάλλον της πόλης του. Ο Άτσι, βουλιάζοντας στην απραξία και τη βαρεμάρα, βρίσκει στο πρόσωπο της Λία την ευκαιρία να δραπετεύσει και αυτός, αναζητώντας κάπου αλλού κάτι που θα δώσει νόημα στη ζωή του, κάτι που θα τον κάνει να πάψει να είναι ένας παθητικός θεατής αυτής. Από διαφορετικά σημεία ορμώμενοι, η Λία και ο Άτσι συναντιούνται στο φευγιό τους για να βρεθούν μόνοι τους στην πολύβουη και πυκνοκατοικημένη Κωνσταντινούπολη. 

Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων με τα ελάχιστα αγγλικά που γνωρίζει ο Άτσι, αναζητώντας τα ίχνη της Τέκλα, θα γνωρίσουν από κοντά τον κόσμο του κοινωνικού περιθωρίου, των ορφανών εγκαταλελειμμένων παιδιών, των ανθρώπων του αγοραίου έρωτα, των ζητιάνων. Έναν κόσμο που προσπαθεί να επιβιώσει δημιουργώντας κάποιες στοιχειώδεις συνθήκες διαβίωσης και αναπτύσσοντας δεσμούς αλληλεγγύης που βοηθούν τα μέλη του να διατηρούν την ανθρωπιά τους και να ορατοποιούν την ύπαρξή τους μέσα σε μια κοινωνία που τους θέλει αόρατους. Η εμφάνιση της Ερβίν μιας δικηγόρου τρανς που έχει θέσει σαν στόχο της ζωή της να προστατεύει και να βοηθά τους ανθρώπους του περιθωρίου, θα φωτίσει τις κρυφές πτυχές της ζωής της Λία και του Άτσι, ανοίγοντας μία δίοδο επικοινωνίας, μέσα από την οποία οι αλήθειες του καθενός θα έρθουν στο φως, σηματοδοτώντας έτσι τα περάσματα της μετάβασής τους σε έναν άλλο τρόπο ζωής. Μία ζωή, όπου η ταυτότητα του καθενός προσδιορίζεται από την ικανότητά του, να κατανοεί, να παρατηρεί προσεκτικά τον άλλον, να υπερπηδά όλους εκείνους τους φραγμούς που στέκουν εμπόδιο στο πλησίασμα των ανθρώπων. 

Εκείνο το πλησίασμα που απαλύνει τα τραύματα της εγκατάλειψης και της βαθιάς μοναξιάς. Που λειαίνει τα σκληρά σημάδια του πόνου που χαράχτηκαν έντονα στο πρόσωπο της Λία, που το βλέπουμε να γλυκαίνει, όταν το βλέμμα της αγκαλιάζει τη μικρή δυστυχισμένη πόρνη, στο πρόσωπό της οποίας αντικρίζει την απόγνωση. Εκείνο το πλησίασμα που αναπτύσσεται όταν βλέπουμε τη Λία μέσα από τις χορευτικές της κινήσεις να μας αφηγείται ό,τι με τις λέξεις δεν μπορεί. Κάτι από το παρελθόν της, κάτι από τη ζωή που δεν έζησε, κάτι από τους φόβους της που δεν την άφησαν να προσφέρει όσα η καρδιά και η ψυχή της υπαγόρευαν. 

Τρεις άνθρωποι -μία συνταξιούχος δασκάλα, μια τρανς δικηγόρος και ένας νεαρός- που τίποτα φαινομενικά δεν τους συνδέει, αφήνουν τους εαυτούς τους ελεύθερους, ικανοποιώντας τη βαθιά τους επιθυμία για ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις, συναντιούνται και έρχονται τόσο κοντά που νιώθεις πως ήταν ανέκαθεν τα μέλη μιας οικογένειας που οι δεσμοί της, μέσα στη ροή του χρόνου και των τεράστιων αλλαγών που αυτός έφερε στις ζωές τους, αποδείχθηκαν τελικά πολύ πιο ισχυροί από τους βιολογικούς δεσμούς που μπορεί να ενώνουν μια οικογένεια. Είναι αυτή η ρευστότητα του χρόνου και των χώρων όπου μέσα σε αυτή οι άνθρωποι αλλάζουν και κάποιες φορές αυτές οι αλλαγές διαμορφώνουν τελικά την πραγματική τους ταυτότητα αποκόπτοντάς τους από κάθε τι βαθιά ριζωμένο τους κρατούσε εγκλωβισμένους σε μία στατική, μη εξελισσόμενη ζωή, βουτηγμένη στις εμμονικές καταβολές, τις στείρες συνήθειες και παραδόσεις.

Ο Λεβάν Ακίν μετά το «Και μετά χορέψαμε» μας αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι ξέρει καλά να χαρτογραφεί τα μονοπάτια των εσωτερικών διαδρομών των ηρώων του και να μας κάνει και εμάς συνοδοιπόρους στα δύσκολα και ανεξερεύνητα τοπία αυτής της διαδρομής. 

Μια πολύ ζεστή και ανθρώπινη ταινία που μας συγκινεί, μιλώντας κατευθείαν στην καρδιά μας, άμεσα, απλά και αληθινά. 

Προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: