“Πικρές Αλήθειες / Hard Truths”, του Μάικ Λι (2024)

Ο Μάικ Λι μας μιλάει για τις πικρές, σκληρές αλήθειες της ζωής μας, και μας τις αποκαλύπτει με μεγάλη ευαισθησία, απλά, λιτά, ανθρώπινα.

Ο Μάικ Λι, μαζί με τον Στίβεν Φρίαρς και τον Κεν Λόουτς απαρτίζουν τη μεγάλη τριάδα του σύγχρονου αγγλικού κινηματογράφου, που στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 το έργο τους καταξιώνεται και οι ίδιοι καθίστανται οι βασικοί εκπρόσωποι του νέου ρεαλισμού στον βρετανικό κινηματογράφο. Ενός κινήματος που σαφώς και φέρει πολλές επιρροές από τον ιταλικό νεορεαλισμό και το κίνημα του free cinema που είχαν προηγηθεί μερικές δεκαετίες πριν, και που ένα από τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι ότι η θεματολογία των ταινιών τους αντλεί από τις συνθήκες ζωής των απλών ανθρώπων. Συνθήκες που τους κάνουν να βρίσκονται σε δύσκολη κοινωνική ή οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση από όπου καλούνται να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Και ενώ ο Φρίαρς δείχνει να επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στους περιθωριακούς και απόκληρους, τις φυλετικές ή σεξουαλικές μειονότητες και το προλεταριάτο, ο δε Λόουτς ασκεί κριτική στο καθεστώς, προσανατολίζοντας τη θεματολογία του στα προβλήματα της εργατικής τάξης, ο τρίτος της παρέας ο Μάικ Λι, επικεντρώνεται θεματικά στα υπαρξιακά προβλήματα των ηρώων του και με το οξυδερκές του βλέμμα καταφέρνει να ανασύρει στην επιφάνεια τις αιτίες των προβλημάτων. Έτσι που ακόμη και αν οι συμπεριφορές των ηρώων του φτάνουν στα άκρα, αυτό να μην μας ξενίζει, καθώς εστιάζουμε την προσοχή μας όχι στο πώς, αλλά στο γιατί της συμπεριφοράς. Οι δυσλειτουργικές οικογένειες, η δυσκολία έκφρασης και επικοινωνίας των μελών , η μοναξιά, οι απαξιωτικές συμπεριφορές και τα βαθιά ψυχικά τραύματα που αυτές προκαλούν, αποτελούν τα βασικά θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο των περισσοτέρων ταινιών του Μαικ Λι, ανάμεσα στις οποίες και η τελευταία του ταινία «Πικρές Αλήθειες». 

Τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή της Πάνσι (η νεαρή πρωταγωνίστρια Μαριάν Ζαν-Μπατίστ που την είχαμε γνωρίσει στην ταινία «Μυστικά και Ψέματα», μεγάλωσε και υποδύεται άψογα των ρόλο της νευρωτικής νοικοκυράς) της μεσήλικης μικροαστής γυναίκας που ζει σε ένα άνετο διαμέρισμα σε κάποιο προάστιο του Λονδίνου με τον σύζυγο και τον 22χρονο γιο της. Νευρωτική, υποχόνδρια, μικροβιοφοβική , διαρκώς θυμωμένη , αγοραφοβική με πολλές κρίσεις πανικού και ανήσυχους ύπνους που την κάνουν να πετάγεται απότομα με το παραμικρό. Άκρως καταπιεστική απέναντι στον γιο και στον άντρα της που διαρκώς τους κατακρίνει και τους απαξιώνει. Η ίδια ασφυκτιά συναισθηματικά στην πολυτελή φυλακή του διαμερίσματος της που ίσως κάποτε αποτελούσε το όνειρό της. ‘Ενα όνειρο που μάλλον απόδραση από το μεγάλο υπαρξιακό κενό της ήταν, παρά όνειρο εκπλήρωσης πραγματικών επιθυμιών. Ποτέ της δεν αφουγκράστηκε τις πραγματικές της επιθυμίες η Πάνσι, κουβαλώντας και αυτή τις παθογένειες της οικογένειας των παιδικών της χρόνων και μεταφέροντάς τες στην δική της. Ετεροκαθορισμένες επιθυμίες που όσο τις εκπλήρωνε τόσο μεγάλωνε το κενό μέσα της, έτσι που τώρα η ίδια να μιλάει ακατάπαυστα, αλλά να μην λέει τίποτα και να μην την ακούει κανείς. Μόνο σαν απεγνωσμένη κραυγή βοήθειας καταλήγουμε στο τέλος να ακούμε τα λόγια της. Σύζυγος και γιος στέκουν ανήμποροι να παράσχουν την όποια βοήθεια προς αυτή τη γυναίκα. Η συμπεριφορά της τους κουράζει, τους καταρρακώνει, τους ακινητοποιεί. Ο μεν σύζυγος αντιδρά στωικά, λιγομίλητος σαν να έχει αποδεχτεί το μόνιμο της κατάστασης, της έλλειψης επικοινωνίας με τη γυναίκα του και σαν να έχει κανονικοποιήσει τη συμπεριφορά της, θεωρώντας την δεδομένη και ακίνδυνη. Ο δε γιος ξεσπά όλη την πίεση της οικογένειας που δέχεται στο φαγητό . Μόνο εκεί νιώθει ζωντανός. Όλος ο άλλος χρόνος βιώνεται στην απόλυτη απομόνωση, στην παντελή έλλειψη επικοινωνίας. 

Ο Μάικ Λι υιοθετεί ένα λιτό ρεαλιστικό ύφος μέσα από το οποίο δεν καταγράφει μόνο τη συμπεριφορά των τριών μελών της οικογένειας, αλλά με την ευαίσθητη και διορατική ματιά του, καταγράφει και τον τρόπο που αντιμετωπίζεται αυτή η οικογένεια από τους άλλους. Από τη μία η οικογένεια της Πάνσι με τα κραυγαλέα και ολοφάνερα προβλήματα, τη νευρωτική μητέρα, τον υπέρβαρο απομονωμένο γιο, τον σιωπηλό πατέρα, και από την άλλη η οικογένεια της αδελφής της με τις δύο νεαρές κόρες της, που έχουν επιλέξει έναν άλλον τρόπο επίλυσης των δικών τους προβλημάτων. Να μην τα πολυσυζητούν και να δείχνουν προς τα έξω την εικόνα της χαρούμενης, αρμονικά δεμένης οικογένειας, όπου στο εσωτερικό της υπάρχει μία αυτονομία και ένας σεβασμός μεταξύ των μελών της, τα προβλήματα όμως που απασχολούν το κάθε μέλος δεν μπαίνουν στο τραπέζι, προσπερνιούνται. Έτσι που η εικόνα προς τα έξω της χαρούμενης και ευτυχισμένης οικογένειας να λειτουργεί ανατροφοδοτικά προς την ίδια, όχι φυσικά λύνοντας τα προβλήματα που υπάρχουν, αλλά επικαλύπτοντάς τα, παρατείνοντας τη στιγμή της αποκάλυψής τους, κάτι όμως που φαινομενικά δεν δείχνει να τις απασχολεί ιδιαίτερα. Και εδώ ο εμπειρότατος στην ανατομία των ανθρωπίνων σχέσεων, Μάικ Λι, με τα σκηνοθετικά ταιριασμένα στιγμιότυπα της καθημερινότητας όλων των ηρώων του, καταφέρνει να μας μιλήσει για το μυστήριο της μοναξιάς που βρίσκεται στην καρδιά των σχέσεων και για τον μεγάλο φόβο των ανθρώπων να αποκαλυφθεί η ευαλωτότητά τους , να αποκαλυφθεί η αδυναμία τους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, καταλήγοντας να φτιάχνουν ένα μικρό περιχαρακωμένο σύστημα, όπου οι υπόλοιποι είναι οι «παρείσακτοι» που τους υποδέχονται με ζεστασιά μεν, γιατί αυτό συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι, αλλά με απουσία ειλικρίνειας. 

Ο Μάικ Λι πλησιάζει με ενδιαφέρον και στοργή όλους τους ήρωές του, γιατί δεν το ενδιαφέρει να κατακρίνει συμπεριφορές αλλά να διακρίνει το αίτιο και το αιτιατό σε αυτές. Και ξεσκεπάζει αυτό που δεν φαίνεται. Αυτό που κρύβεται πίσω από το βόλεμα του «όλα πάνε καλά». Κι ας φαίνεται ότι «όλα πάνε καλά». Καταφέρνει να αποσπάσει την προσοχή μας από τις κραυγές της Πάνσι, που δεν κρύβει τα προβλήματά της, από την απομόνωση του υπέρβαρου γιου που και αυτός «φωνάζει» για συντροφικότητα και επικοινωνία, και να μας αποκαλύψει την υποκρισία των άλλων. Μια υποκρισία που όχι μόνο δεν βοηθά την Πάνσι και την οικογένειά της να βγει από το αδιέξοδο της, αλλά την κάνει να βουλιάζει ακόμη περισσότερο σε αυτό. Οι άνθρωποι, μας λέει ο Μάικ Λι, στις μεταξύ τους συναναστροφές, ώρες ώρες, γίνονται πολύ σκληροί, όχι σκόπιμα, αλλά περισσότερο για λόγους ευκολίας. Γιατί τους είναι πιο εύκολο να κρίνουν τις συμπεριφορές των άλλων, να τις αξιολογούν σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα συμπεριφοράς που και οι ίδιοι έχουν αποδεχτεί, ακόμη κι αν “στριμώχνονται” πολύ και οι ίδιοι μέσα σε αυτά, από το να σταθούν σαν ίσος προς ίσον απέναντι στον άλλον και να μιλήσουν με απόλυτη ειλικρίνεια για τους δικούς τους φόβους, τις δικές τους ανασφάλειες, τις δικές τους πιέσεις, και τις δικές τους πραγματικές ανάγκες . Από το να μοιραστούν αληθινά. 

Πολύ αγαπημένος σκηνοθέτης ο Μάικ Λι, ο σκηνοθέτης των βλεμμάτων, των ανθρώπινων εκφράσεων, ο σκηνοθέτης που χαρτογραφεί σπιθαμή προς σπιθαμή την ανθρώπινη ψυχή, μας μιλάει για τις πικρές, σκληρές αλήθειες της ζωής μας, και μας τις αποκαλύπτει με μεγάλη ευαισθησία, απλά, λιτά, ανθρώπινα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: