«Πλάνο 75 / Plan 75», της Τσι Χαγιακάουα
Από την «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» ως το «Πλάνο 75» ο κοινωνικός κινηματογράφος των Γιαπωνέζων και όχι μόνο, δεν παύει να μας υπενθυμίζει ότι το πλάνο της ζωής μας έχουμε τη δυνατότητα να το σχεδιάζουμε και να το προσδιορίζουμε εμείς…
«Τη γέννησή μας δεν την επιλέγουμε. Τον θάνατό μας όμως μπορούμε να τον επιλέξουμε». Αυτό είναι το διαφημιστικό μότο του προγράμματος «Πλάνο 75» ένα κρατικό πρόγραμμα που παρέχει στους άνω των 75 ετών πολίτες της Ιαπωνίας τη δυνατότητα να κάνουν ευθανασία προκειμένου να απαλλάξουν το έθνος από την αύξηση των ηλικιωμένων, που κοστίζουν στον κρατικό προϋπολογισμό και ζουν τελικά εις βάρος των νέων, εις βάρος της κοινωνίας. Γιατί το κράτος έχει στεγνά και ξεκάθαρα αποφασίσει ότι οι φτωχοί ηλικιωμένοι ανήκουν πλέον στο περιθώριο. Δεν αποτελούν κομμάτι του κοινωνικού ιστού, αφού παραγωγικά δεν μπορούν πλέον να συνεισφέρουν σε αυτό. Και το παραγωγικό κομμάτι έχει να κάνει με το κατά πόσο η εργασία τους μπορεί να συνεισφέρει στον οικονομικό προϋπολογισμό των ιδιωτικών εταιρειών πάνω στις οποίες στηρίζεται η οικονομία της χώρας. Όποιος αποφασίσει να συμμετάσχει στο πρόγραμμα κερδίζει και ένα ποσό (δωράκι του «καλού» κράτους) που μπορεί να το δαπανήσει όπως ο ίδιος επιθυμεί, όπως για παράδειγμα είτε σε κάποιο ξενοδοχείο απολαμβάνοντας τις τελευταίες διακοπές της ζωής του είτε στα έξοδα της κηδείας του, αν επιθυμεί η αποχώρησή του από τη ζωή να έχει την πολυτέλεια ή την άνεση που η ίδια η ζωή του στέρησε. Και μπορεί βέβαια το κρατικό πρόγραμμα «Πλάνο 75» που δίνει τη δυνατότητα στους άνω των 75 να «επιλέξουν» τον θάνατο, και την ταφή τους να αποτελεί το μυθοπλαστικό στοιχείο της ταινίας, όμως η κατάσταση που περιγράφεται στην ταινία είναι άκρως ρεαλιστική οπότε και το μυθοπλαστικό της στοιχείο δεν στηρίζεται σε ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά σε μία δυνάμει κατάσταση που στο μέλλον ίσως τη δούμε και να πραγματοποιείται.
Η Ιαπωνία μπορεί να είναι από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου, όμως οι μισθοί των εργαζομένων έχουν παραμείνει στάσιμοι εδώ και 30 περίπου χρόνια. Και μπορεί βέβαια η Ιαπωνία να παράγει πάρα πολλά προϊόντα, από αυτοκίνητα μέχρι μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας, ο πλούτος όμως εισρέει στις επιχειρήσεις, που όσο πιο κερδοφόρες γίνονται τόσο πιο πολύ εξαθλιώνονται οι εργαζόμενοι σε αυτές. Καμία βελτίωση στις ζωές των εργαζομένων δεν έχει παρατηρηθεί, η φτώχεια διευρύνεται συνεχώς για τα λαϊκά στρώματα και το βιοτικό επίπεδο χειροτερεύει καθημερινά. Ωράρια εργασίας εξαντλητικά, εργαζόμενοι που κοιμούνται στα παγκάκια είτε γιατί τα έξοδα μεταφοράς τους είναι δυσβάσταχτα είτε γιατί τα ωράρια εργασίας τους δεν τους επιτρέπουν την «πολυτέλεια» ξεκούρασης στο σπίτι τους, αποτελούν χαρακτηριστικά σημεία αναφοράς της κατάστασης που επικρατεί. Και βέβαια δεν βρίσκονται μόνο οι μισθοί στα κατώτερα επίπεδα αλλά και οι συντάξεις, γι’ αυτό και οι συνταξιούχοι και οι άνθρωποι ηλικίας 80 και 85 ετών, για να μπορέσουν να συμπληρώσουν το εισόδημά τους και να μπορούν να αγοράσουν φαγητό, αναγκάζονται να καθαρίζουν πάρκα, να κάνουν τους τροχονόμους ή τους φύλακες. Αυτό δεν είναι μυθοπλασία, είναι η πραγματικότητα που επικρατεί στην κοινωνία της χώρας η οποία στην κατάταξη των πλουσιότερων χωρών του κόσμου, κατέχει την τρίτη θέση.
Η ηρωίδα της ταινίας μας, η 78χρονη Μίτσι είναι ένας μοναχικός άνθρωπος που ανήκει στην παραπάνω κατηγορία, των ανθρώπων δηλαδή που αναγκάζονται να δουλεύουν μέχρι το τέλος της ζωής τους για να τα φέρνουν βόλτα. Και όχι μόνο αναγκάζεται να εργάζεται μέχρι αυτή την ηλικία για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, αλλά ταυτόχρονα έρχεται αντιμέτωπη και με τον ηλικιακό ρατσισμό των εργοδοτών στους οποίους καταφεύγει προς αναζήτηση εργασίας. Η Μίτσι δεν θέλει να μπει στο πρόγραμμα “Πλάνο 75”. Οι συνθήκες όμως της ζωής της την αναγκάζουν. Βιώνει την απόλυτη μοναξιά, κανένα χέρι δεν απλώνεται για βοήθεια, εκλιπαρεί για λίγη ανθρώπινη επαφή, για λίγη επικοινωνία αποδεχόμενη να πληρώσει πολύ ακριβά το αντίτιμο. Ταυτόχρονα στην ταινία παρακολουθούμε τις ζωές των νέων εργαζόμενων που δουλεύουν στο πρόγραμμα, που αναγκάζονται για την ακρίβεια να δουλέψουν σε αυτό, και που έρχονται αντιμέτωποι με πολλά ηθικά διλήμματα, όπως για παράδειγμα μέχρι που οι προσωπικές σου αντιστάσεις μπορεί να αμβλυνθούν, μέχρι πού μπορείς να αντιμετωπίζεις τον συνάνθρωπό σου ως αντικείμενο εκμετάλλευσης της εταιρείας που εργάζεσαι, ως αναλώσιμο προϊόν αυτής, και τελικά μέχρι πού μπορείς να διακρίνεις τον δικό σου εαυτό μέσα από το καθρέφτισμα του άλλου.
Στην αριστουργηματική ταινία του Σοέι Ιμαμούρα «Η μπαλάντα του Ναραγιάμα» που είχε προβληθεί το μακρινό 1983, το κομφουκιανό έθιμο επέβαλλε στους ηλικιωμένους να πάνε στο όρος Ναραγιάμα και να μείνουν εκεί μέχρι να τους βρει ο θάνατος. Ο λόγος ήταν για να ελαφρυνθεί η οικογένεια οικονομικά αφού θα είχε λιγότερα στόματα να θρέψει. Και η ηρωίδα εκείνης της ταινίας, η Ορίν είχε πειθήνια δεχτεί το έθιμο θεωρώντας πρώτιστο καθήκον της να το τηρήσει, προσπαθώντας μάλιστα να κάμψει με κάθε τρόπο τους ηθικούς ενδοιασμούς του γιου της που δεν του πήγαινε η καρδιά να εγκαταλείψει τη μητέρα του στο βουνό. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης τότε είχε παρατηρήσει και επισημάνει κάτι πολύ σημαντικό σε εκείνη την ταινία: Το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης της ταινίας, ο Ιμαμούρα, δεν είχε χρονολογήσει την ιστορία του. Δεν ξέραμε αν η ιστορία αυτή τοποθετούνταν στο μεσαίωνα ή σε ένα σύγχρονο ιαπωνικό χωριό όπου το «ιαπωνικό θαύμα» δεν είχε τελεστεί ακόμη.
Στο «Πλάνο 75» το «ιαπωνικό θαύμα» έχει τελεστεί. Όμως οι αδύναμες ομάδες εξακολουθούν να μένουν στο περιθώριο και να αποτελούν βάρος για την κοινωνία. Το «ιαπωνικό θαύμα» δεν έχει επιφέρει καμία αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι οικονομικά ασθενέστερες ομάδες. Όμως αν η Ορίν στην «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» αποδέχεται τυφλά το κομφουκιανό έθιμο αποδεχόμενη ότι άλλοι ορίζουν τις ζωή και τη μοίρα της, η Μίτσι στο «Πλάνο 75» λειτουργεί διαφορετικά. Μέχρι το τέλος της ταινίας παρακολουθούμε τη μοναχική της πορεία, τη βία που το σύστημα ασκεί πάνω της, τις προσπάθειες που καταβάλλει να διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά της, σαν ένας άλλος Ντάνιελ Μπλέηκ, μπλεγμένη στα γρανάζια ενός κράτους μηδενικής πρόνοιας και αδιαφορίας, συγκαλυμμένης από τα ψεύτικα χαμόγελα των υπαλλήλων-που απλά εκτελούν εντολές, προσπαθεί να διεκδικήσει τα ελάχιστα απ’ αυτά που δικαιωματικά τής ανήκουν.
Στην πρόσφατη ταινία «Καφέ» του φυλακισμένου Ιρανού σκηνοθέτη Ναβίντ Μιχαντούστ, σε μία από τις τελευταίες σεκάνς της ταινίας, ο ήρωας της, που στην πραγματικότητα ενσαρκώνει τον ίδιο τον φυλακισμένο σκηνοθέτη, βρίσκεται στο γραφείο του δικαστή που έχει αποφασίσει να τον στείλει φυλακή, γιατί δεν συνεργάζεται με τις αρχές, δεν γίνεται δηλαδή καταδότης. Εκεί λοιπόν στο κλειστό γραφείο λέει στον δικαστή: «Βάλτε κανένα παράθυρο εδώ μέσα να έχετε τη δυνατότητα να βλέπετε το ηλιοβασίλεμα! Αν ανακαλύψετε την ομορφιά του, την επόμενη φορά θα σκεφτείτε πολύ περισσότερο αυτά που καλείστε να εφαρμόσετε στους ανθρώπους. Θα σκεφτείτε πολύ καλά το βάρος των εντολών που δέχεστε να εκτελέσετε, οι συνέπειες των οποίων καταστρέφουν ζωές πολλών ανθρώπων. Το ηλιοβασίλεμα θα γλυκάνει την ψυχή σας…» Και είναι μία έκκληση του φυλακισμένου σκηνοθέτη που απευθύνεται και στους εντολείς και στους εντολοδόχους. Η Μίτσι πάντως, στο «Πλάνο 75» που δεν ανήκει ούτε στους μεν ούτε στους δε, τη γλύκα του ηλιοβασιλέματος την απομυζεί… Και είναι αυτή η γλύκα που την έλκει και που την κάνει να κατανοήσει σε βάθος, ότι η έννοια της επιλογής δεν έγκειται στο επιλέγω ανάμεσα σε αυτά που οι άλλοι μου θέτουν ως δεδομένα, αλλά τα δεδομένα τα ορίζω εγώ. Και ανάμεσα σε αυτά που ορίζω, όσο περιορισμένα και αν είναι, όσο και αν μου έχει στερηθεί η δυνατότητα διεύρυνσης του πεδίου τους, επιλέγω αυτά που νιώθω ότι με κάνουν να βιώνω τη δική μου ελευθερία. Να νιώθω ζωντανός/ή σε ένα σύστημα που με θέλει φυλακισμένο/η που μου στερεί όχι μόνο την ελευθερία μου, αλλά και την ίδια μου τη ζωή.
Είναι ωραίο οι δημιουργοί να «συναντιούνται», είναι ωραίο οι ταινίες να λειτουργούν ως συνέχεια ή ως συμπλήρωμα η μία ως προς την άλλη, είναι ωραίο να διακρίνεις μέσα στα σκοτάδια την αισιοδοξία και το ανθρώπινο μεγαλείο. Και είναι ωραίο γιατί μας ταρακουνούν, μας ξεβολεύουν, και το κάνουν ζεστά με εντιμότητα, με απόλυτη ειλικρίνεια απευθυνόμενες στο βαθύτερο «είναι» μας που παραμένει ανθρώπινο.
Παρά το «βάρος» της ταινίας «Πλάνο 75» βγαίνεις από το σινεμά με την αίσθηση ότι την ελευθερία σου, όσο και να σου τη στερούν, εσύ θα βρίσκεις πάντα τον τρόπο να την διεκδικείς και να την κερδίζεις. Θα είσαι εσύ που θα σχεδιάζεις το δικό σου πλάνο για να μπορείς μέσα από αυτό να νιώθεις έστω και λίγο ελεύθερος…
Το βραβευμένο στις Κάννες (μνεία Χρυσής Κάμερας) και στη Θεσσαλονίκη (Χάλκινος Αλέξανδρος) μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο της Τσι Χαγιακάουα, προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.