Πληρώσαμε και πρόστιμο Αλίκη Βουγιουκλάκη…
Γιατί οι παιδικές αγάπες πάνε στον παράδεισο…
Στο (προ)αιώνιο δίλημμα Τζένη ή Αλίκη το μυαλό θα λέει πάντα το πρώτο κι η καρδιά το δεύτερο, κι αυτό γιατί οι παιδικές αγάπες πάνε στον παράδεισο (και τη γειτονιά των αγγέλων, όπως επιμένει το αφόρητο κλισέ μετά το θάνατο κάθε καλλιτέχνη).
Το ομολογώ λοιπόν, είμαι από εκείνα τα κοριτσάκια που σε τρυφερή ηλικία κατά την οποία ισχύει ακόμα το ακατολόγιστο, στερέωναν μια κουρτίνα στο κεφάλι τους για να μοιάζουν στην Αλίκη όπως τραγουδούσε το “Θα κεντήσω” – σαφώς χειρότερα από τη Μαρίζα Κωχ, αλλά τότε δεν ήξερα καν τη δεύτερη – στην ταινία η “Νεράιδα και το παληκάρι”. Η οποία είναι μια άθλια ταινία, όπως ελεεινές και τρισάθλιες είναι σχεδόν όλες οι ταινίες που γύρισε μέσα στη χούντα, αλλά αυτό ήταν ο κανόνας για το λεγόμενο “παλιό ελληνικό κινηματογράφο” που έπνεε την ίδια εποχή τα λοίσθια ελέω τηλεόρασης και ακόμα πιο οξυμένης (αυτο)λογοκρισίας. Ημιεξαίρεση (sic) η “Αλίκη δικτάτωρ”, όχι τόσο για τα διστακτικά αντιχουντικά μηνύματα (τον Κατράκη ντυμένο Βενιζέλο να κάνει μια σύντομη περατζάδα από το έργο σιγοτραγουδώντας πότε θα κάνει ξαστεριά, το Χατζηχρήστο στο ρόλο εκδότη να κατσαδιάζει αρχισυντάκτη που θέλει να βγάλει εξώφυλλο πότε θα γίνουν εκλογές) που θρυλείται πως πέρασαν τη λογοκρισία μόνο και μόνο επειδή κόρη υψηλόβαθμου χουνταίου ήταν φανατική θαυμάστρια της ηθοποιού, αλλά για το σκύλο τον Αράπη, που ακόμα τον κλαίμε, την ευαίσθητη νότα του τυφλού φοιτητή (Νίκος Γαλανός) και κυρίως τον ρόλο της Βουγιουκλάκη που ήταν ό,τι κοντινότερο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς σε “τσαλάκωμα της εικόνας της”.
Δεν έχω σκοπό να μπω στην τελικά άνευ νοήματος συζήτηση για το αν η τυποποίηση των ρόλων της στον κινηματογράφο πρωτίστως και ως ένα βαθμό και στο θέατρο ήταν επιλογή δική της ή “επιβεβλημένη” από παραγωγούς και προτιμήσεις του κοινού. Αρκεί πάντως να αναφέρουμε ότι το 1966 ήταν να παίξει στον “Αστερισμό της Παρθένου” του Γιώργου Τζαβέλλα, δηλώνοντας τότε ενθουσιασμένη με την προοπτική, έχοντας κουραστεί να “νιαουρίζει επί δέκα χρόνια”. Ο φόβος όμως για την “ακατάλληλη” ταινία, που ως γνωστόν προβλήθηκε το 1973 με πρωταγωνίστρια τη “συνήθη ύποπτη” σε τέτοιους ρόλους Ζωή Λάσκαρη, αποδείχθηκε δυνατότερος από την όποια πλήξη της “γατούλας” Αλίκης. Η ειρωνεία της υπόθεσης βέβαια είναι ότι στην πραγματικότητα η ίδια είχε ήδη υποδυθεί την πόρνη στο “Δόλωμα” (1964), μια εγχώρια ελεύθερη διασκευή του “Ωραία μου κυρία”, που κανονικά θα έπρεπε να κάνει την Χέπμπορν να κρύβεται από ντροπή. Πέρα από την πλάκα, η ταινία είναι από τις συμπαθέστερες της Αλίκης και της Φίνος γενικότερα, κρίνοντας τουλάχιστον από το γεγονός ότι τη βλέπω σχεδόν εξίσου ευχάριστα ως ενήλικη όσο κι ως παιδί. Απλώς η ταινία δεν επικεντρωνόταν με υπερβολικές λεπτομέρειες, πολλώ δε μάλλον σχετικές σκηνές, στις δραστηριότητες της “Καίτης” πριν την αναλάβει η σπείρα χαρτοπαικτών υπό τους Αλεξανδράκη και Ηλιόπουλο, ο δε έρωτάς της με το Βουλγαρίδη ήταν η επιτομή της αγνότητας, αφού καθ’όλη τη διάρκεια του έργου δεν αγγίζει παρά το “χεράκι της, το μικρό της χέρι”:
Γενικά ένας από τους λόγους που η Αλίκη έγινε η μοναδική πραγματική “σταρ” της εγχώριας μεταπολεμικής κινηματογραφικής βιομηχανίας είναι ακριβώς το ότι ήταν “οικογενειακά σέξι”, δηλαδή αρκούντως “ορεκτική” για να αποτελεί αντικείμενο του πόθου, αλλά όχι υπερβολικά “προκλητική” ώστε να γίνεται αντιληπτή ως απειλή από τις υπόλοιπες γυναίκες συζύγους/φιλενάδες/μανάδες κλπ, όπως η Λάσκαρη (με την οποία εκτός από το ξανθό μαλλί, μη φυσικό για την Αλίκη, τη συνέδεε και ο εκτελεσμένος υπό “κομμουνιστοσυμμοριτών” πατέρας, γεγονός που πάντως δεν “πούλησε” καμία από τις δύο) , που αποτελεί για μένα τον πραγματικό αντίποδα της Αλίκης, εκείνη κι όχι η Καρέζη. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η ταινία “Μοντέρνα Σταχτοπούτα”, όπου η ωραία πλην υπερβολικά διεκδικητική πρώην γραμματέας της Αλίκης αποτυγχάνει να τυλίξει το αφεντικό Παπαμιχαήλ σε αντίθεση με την “Κατερίνα” (Κατερίνες, Καιτούλες κλπ., στον ελληνικό σινεμά είναι πάντα οι λαϊκές κοπέλες, σε αντίθεση με τις Λίζες της αριστοκρατίας) Έτσι λοιπόν το τάργκετ γκρουπ ήταν ευρύτατο. Το 100% των Ελλήνων σύμφωνα με την ίδια, όπως είχε δηλώσει στον Καραμανλή με αυτοπεποίθηση που θα ζήλευε κι ο Τζον Λένον όταν έλεγε πως οι Μπητλς είναι πλέον πιο δημοφιλείς από τον Ιησού Χριστό. Δήλωση που έγινε όταν ο Εθνάρχης της αντιπαροχής της είχε προτείνει να κατέλθει υποψήφια με τη ΝΔ στις εκλογές του ’77, όταν του είπε ότι γιατί να αρκεστεί στο 50 κάτι τοις εκατό που είχε πάρει στην προηγούμενη αναμέτρηση, όταν η ίδια είχε το 100%. Το 100% ήταν ίσως λίιιιγο υπερβολικό, πλησίαζε όμως αν προσθέταμε κι όσους αγαπούσαν να τη μισούν.
Και τώρα θα μου πείτε καλά όλ’ αυτά, αλλά τώρα που μεγάλωσες κι έβγαλες άσπρες τρίχες, τι είναι αυτό που ακόμα σε κάνει να μπορείς να χαζέψεις στο ζάπινγκ ευχάριστα αρκετές από τις ταινίες της; Στην τελική, ακόμα και οι καλύτερες, όχι μόνο της ίδιας, αλλά όλης της εποχής συνολικά, ζέχνουν συνήθως τόση μικροαστίλα και μετεμφυλιακή “αποεαμοποίηση” που θα έπρεπε να προκαλούν θλίψη για την προσκόλληση του κοινού σε αυτές μισό αιώνα μετά παρά οποιαδήποτε νοσταλγία. Δε θα επιχειρήσω να εκλογικεύσω την αδυναμία μου, θα πω απλά ότι θέλει κότσια να παριστάνεις τη φτωχιά ντυμένη Ντιόρ την ώρα που ζητάς από τον κυρ-Στέφανο “μπόλικο ζαμπόν” με προφορά Ντόρας Μπακογιάννη όταν έλεγε για τις “πυτζζζζάμες”, για να μη μιλήσουμε για τη βλεφαρίδα κάγκελο, άτεγκτη στο ύψος της παρά τα βασανιστήρια των Γερμαναράδων στην “Υπολοχαγό Νατάσα”.
Και κυρίως επειδή στη Μανταλένα, που είναι κάτι σαν ύμνος στη γυναικεία χειραφέτηση και προκαλώ όποιον θέλει να μου το διαψεύσει με επιχειρήματα, κάθε φορά που βλέπω το σπίτι του Λαυρέντη του Διανέλου να καίγεται ένα δάκρυ αυλακώνει τα ωχρά μου μάγουλα. Καταλάβατε ή να σας τραγουδήσω και το λαλάι; :