Ποιος φοβάται τον Άρθουρ Φλεκ;
Ο πρωταγωνιστής του “Τζόκερ” δεν έχει ευκαιρίες και επιλογές, δεν έχει περιθώριο να πάρει αποφάσεις, δεν έχει κάποια έμφυτη κακία, κάποιον απώτερο σκοπό ή κάποιο ιδεολογικό κίνητρο, είναι απλά έρμαιο όσων συμβαίνουν γύρω του, καθιστώντας την πορεία του σχεδόν φυσική. Ίσως αυτό να τρόμαξε και τους κριτικούς στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Ανήκω σε εκείνη την σπάνια μερίδα ανόητων ανθρώπων, που παίρνουν τις κριτικές του κινηματογράφου στα σοβαρά. Η ανάγνωση των κριτικών είναι μια συνήθεια που την απόκτησα από τα μαθητικά μου χρόνια και μέχρι σήμερα, φυλάω αποκόμματα εφημερίδων για ταινίες που μου έκαναν εντύπωση, όπως για παράδειγμα μια κριτική του Δανίκα για το “Εχθρός προ των Πυλών”. Είναι δεδομένο πως δεν συμφωνώ πάντα, αλλά συνήθως κατανοώ την οπτική από την οποία γίνονται και σέβομαι απολύτως ακόμα και την εμπάθεια ή την εμμονή που μπορεί να έχει κάποιος αρθρογράφος με κάποιον Σκηνοθέτη. Βέβαια είναι προφανές πως η ποιότητα των κριτικών εξαρτάται από την εποχή τους. Αλλιώς γράφει κάποιος Κριτικός που έχει βιώσει κι έχει συμμετάσχει σε σημαντικά πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα όντας πολιτικοποιημένος, και διαφορετικά κάποιος απολιτίκ χίπστερ σε μια πολιτικά μπερδεμένη εποχή. Διαβάζοντας όμως κάποιες κριτικές για την ταινία “Τζόκερ”, κυρίως στον αγγλόφωνο Τύπο, ήταν ίσως η μοναδική φορά που αισθάνθηκα πως μάλλον είχα μπει σε λάθος αίθουσα και είχα δει άλλη ταινία.
ΠΟΙΟΣ ΦΟΒΑΤΑΙ ΤΟΝ ΑΡΘΟΥΡ ΦΛΕΚ;
(Μια, γεμάτη σπόιλερ ματιά, στον “Τζόκερ”)
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το παρόν περιέχει σπόιλερ σαν να μην υπάρχει αύριο. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη.
Είναι ενδιαφέρον το πώς φτάνει κάποιος από το να εκθειάζει πριν λίγες εβδομάδες, τον Ταραντίνο για τον φόρο τιμής στην τέχνη του κινηματογράφου, που αποτίουν οι ταινίες του χρησιμοποιώντας πλάνα και ιδέες που θυμίζουν παλαιότερα φιλμ, καθώς και για τη χαρακτηριστική οπτική του που κάνει τις σκηνές βίας να δείχνουν έργα τέχνης, στο να κατηγορεί έναν άλλο Σκηνοθέτη πως η ταινία του αντιγράφει παλαιότερες και πως αποτελεί έναν Ύμνο στη βία. Όμως ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το πώς κανείς μπορεί να εφεύρει ρατσιστικά κίνητρα, σε μια ταινία που μεταξύ άλλων στηλιτεύει την επιθετικότητα κατά της διαφορετικότητας, μέσω αλμάτων σκέψης, με αφορμή ένα μη ρατσιστικό, έγκλημα που πραγματοποιείται στην ταινία, που πιθανώς είχε ως πηγή έμπνευσης ένα πραγματικό γεγονός πίσω από το οποίο υπήρξαν, πιθανώς αλλά μη αποδεδειγμένα, ρατσιστικά κίνητρα. Είναι από τις φορές που σκέφτεσαι το ενδεχόμενο πως ίσως μια κριτική να γίνεται εκ του πονηρού ή όλο αυτό να αποτελεί κάποιου είδους διαφημιστικού κόλπου. Αλλά ποιος αλήθεια φοβάται τον Άρθουρ Φλεκ; Τι πραγματικά είναι η ταινία του Todd Phillips;
Πέρασε μια δεκαετία από την έναρξη της κρίσης, με αρκετές ταινίες να καταπιάνονται έμμεσα ή άμεσα με το θέμα αυτό, κριτικάροντας την απληστία των γιάπηδων, την αυτοκαταστροφικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τον υπερκαταναλωτισμό και την “ικανότητα” κάποιων να αναδεικνύονται μέσα από τις δυσκολίες. Ταινίες περισσότερο ή λιγότερο καλές, ρεαλιστικές ή γλυκανάλατες, καμία τους δεν κατάφερε να αποτελέσει τόσο γνήσιο τέκνο και σημείο αναφοράς της δεκαετίας που τις γέννησε, όσο πιστεύω πως είναι το “Τζόκερ” ακόμα κι αν αναφέρεται σε μια εποχή ενός παράλληλου σύμπαντος που θυμίζει έντονα τη δεκαετία του ’80. Στην ίδια δεκαετία που πριν δεκαεννέα χρόνια μας ταξίδεψε η Μary Harron, με το American Psycho (με πρωταγωνιστή τον μετέπειτα Batman, Christian Ba
Το “Τζόκερ” όμως επιλέγει έναν άλλο δρόμο. Δεν αποτελεί μια αλληγορία, αλλά μια ρεαλιστική καταγραφή μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Δεν επιλέγει την οπτική ενός μεγαλοαστού, αλλά του Arthur Fleck, ενός εργάτη πολλαπλά εκμεταλλευόμενου, καθώς λόγω της χρόνιας κατάθλιψής του, της σχιζοφρένειας κι ενός έντονου κι οδυνηρού γέλιου που του προκαλείται σε στρεσογόνες κι άκαιρες στιγμές, έχει περιθωριοποιηθεί, δεχόμενος συχνά εκφοβισμούς και βία λεκτική και σωματική ακόμα κι από άλλες περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Ο πρωταγωνιστής δεν επιλέγει και δεν έχει ανάγκη τη βία όπως ο Patrick Bateman του American Psycho, ούτε επιλέγει να μην ακολουθεί την ιατρική αγωγή αυτή που θα βελτιώσει την κατάστασή του. Είναι ένας άνθρωπος που επιθυμεί να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο και να γίνει “φυσιολογικός” βάσει των κοινωνικών επιταγών και να κάνει τους άλλους να γελάνε. Όμως παρά τη θέλησή του, η βία τον ακολουθεί παντού και δεν μπορεί να την αποφύγει όσο κι αν προσπαθεί. Η φαρμακευτική του αγωγή και οι συνεδρίες του με κάποιον ειδικό, κόβονται λόγω κρατικών περικοπών στις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας, καθιστώντας τον έρμαιο της κατάστασής του. Σύντομα χάνει τη δουλειά του, ως κλόουν, καθώς παγιδεύεται από κάποιον συνάδελφό του, ενώ η μητέρα του ελπίζει μόνο πως ο πρώην εργοδότη της, μεγαλοκαπιταλιστής και με πολιτικές φιλοδοξίες Τhomas Wayne, θα τους λυπηθεί.
Ο Τhomas Wayne, πατέρας του μετέπειτα Batman, Βruce, δεν παρουσιάζεται ως ένας φιλάνθρωπος πλούσιος, όπως συχνά συμβαίνει στα κόμιξ και τις ταινίες, αλλά ως ένας σκληρός καπιταλιστής που θυμίζει έντονα τον Trump και που δε διστάζει ακόμα και να σηκώσει χέρι. Είναι τέτοια η παρουσία του, που σe κάνει να κρατάς μια μικρή αμφιβολία και για το εάν η αποκάλυψη ότι η μητέρα του Fleck νοσούσε ψυχικά και φαντασιωνόταν πως ο Wayne ήταν πατέρας του γιου της, δεν είναι κατασκευασμένη από εκείνον. Ο δε παιδαγωγός και μπάτλερ Άλφρεντ εμφανίζεται κυριολεκτικά σαν μαντρόσκυλο, καθώς σε μια, μάλλον περιττή κι άγαρμπη σκηνή που εξυπηρετούσε τον φανμποϊσμό λόγω της παρουσίας του νεαρού Bruce, εμφανίζεται στην πύλη της μάντρας της έπαυλης των Wayne για να διώξει, φωνάζοντας τον πρωταγωνιστή που επιθυμεί να τους επισκεφθεί.
Η μετάβαση του Αrthur από θήραμα σε θηρευτή γίνεται ακριβώς έτσι. Τρεις μεθυσμένοι γιάπηδες παρενοχλούν μια γυναίκα στο μετρό και καταλήγουν να ξυλοκοπούν τον πρωταγωνιστή. Εκείνος πυροβολεί για λόγους αυτοάμυνας τους δυο και κυνηγά τον τρίτο που προσπαθεί να ξεφύγει και τον εκτελεί. Σε μια παρηκμασμένη κοινωνία που σιγοβράζει, αυτό το έγκλημα παίρνει ταξικά χαρακτηριστικά. Ο άγνωστος κλόουν που σκότωσε τρεις εκπροσώπους του Κεφαλαίου ηρωοποιείται και εκατοντάδες άνθρωποι που συμμετέχουν σε διαδηλώσεις χρησιμοποιούν μάσκες με το πρόσωπό του.
Ο πρωταγωνιστής σταδιακά δυναμώνει. Ο χορός του που θυμίζει αρχικά νεοσσό που προσπαθεί να εκκολαφθεί και στη συνέχεια προσπαθεί να πετάξει, γίνεται έντονος και γεμάτος αυτοπεποίθηση. Σιγά σιγά αφαιρεί τα βαρίδια που τον κρατούν πίσω: Τον συνάδερφο που δεν υπήρξε αλληλέγγυός του όταν τον χρειάστηκε, τη μητέρα του που τον μεγάλωσε μέσα στο ψέμα και τον έμαθε να σέβεται και να ελπίζει σε έναν κεφαλαιοκράτη, με τον οποίο πίστευε πως έχουν το ίδιο αίμα, το ίδιο του το πρόσωπο και το όνομά του.
Σειρά έχει να απαλλαχθεί κι από τον Murray Franklin, το τηλεοπτικό του πατρικό πρότυπο, έναν οικοδεσπότη ενός late night show, που δεν διστάζει να χλευάσει τον πρωταγωνιστή, όταν πέφτει στα χέρια του ένα βίντεο με μια αποτυχημένη stand up παράστασή του. Το βίντεο γίνεται viral κι όταν ο Άρθουρ καλείται στην εκπομπή, αποφασίζει, αηδιασμένος από την υποκρισία, να ομολογήσει τις πράξεις του και να δηλώσει έμπρακτα πως ο καθένας θα πάρει αυτό που του αξίζει.
Η κοινωνία που βράζει, είναι έτοιμη να δεχτεί ως ηγέτη της τον οποιοδήποτε, έχοντας την ανάγκη να πιστέψει σε κάτι. Ένα κίνημα με ταξικό ένστικτο αλλά καμία συνείδηση, χωρίς σχέδιο και προσανατολισμό, έτοιμο να πέσει στα χέρια οποιουδήποτε απατεώνα που θα “σκίσει” μνημόνια, ή κάποιου φασίστα, ή ακόμα κι ενός ταλαιπωρημένου σχιζοφρενή κλόουν που δολοφονεί on air, χωρίς καν να στοχεύει σε κάτι τέτοιο. Και αυτό ακριβώς γίνεται. Στην αναταραχές που ακολουθούν ο Thomas Wayne δολοφονείται, σε ένα γνώριμο από τα κόμικς σκηνικό.
Ο μεγάλος Villain των κόμικς, εμφανίζεται στην ταινία ως ο πρώτος Vigilante του Gotham και από αποτέλεσμα της δράσης του “Σκοτεινού Ιππότη”, εδώ γίνεται ο ίδιος γεννήτορας του πιο δημοφιλούς ήρωα της DC. Kι έτσι σχεδόν νομοτελειακά έρχεται το ερώτημα: Σε μια κοινωνία σαν αυτήν που περιγράφεται στο Τζόκερ, ποιος θα ήταν ο ρόλος του πλούσιου γόνου του Thomas Wayne και τι ακριβώς θα καλούνταν να υπερασπιστεί;
Η σκηνοθεσία και το σενάριο είναι συγκρατημένα (ίσως η DC έχει αποκτήσει κάποια φοβία από τις συνεχείς αποτυχημένες ταινίες) αλλά εντελώς άρτια, τα χρώματα δεν θυμίζουν τόσο τη δεκαετία του ογδόντα, καθώς δεν πρέπει να πρωταγωνιστήσει η εποχή, ενώ η Γκόθαμ Σίτι συνδυάζει την κομιξάδικη αισθητική της με τον ρεαλισμό πιο επιτυχημένα από κάθε άλλη φορά. Οι ερμηνείες είναι όλες εξαιρετικές, με τον Joaquim Phoenix να ξεχωρίζει, κάνοντας τον ήδη φαβορί για τα όσκαρ.
Η ταινία είναι πολιτική χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι “προοδευτική”. Δεν οδηγείται σε κάποια πολιτική “κάθαρση” ούτε επιθυμεί να στείλει κάποιο μήνυμα ή να ηθικολογήσει. Δεν περιγράφει μια κοινωνία έτοιμη να μεταβεί σε μια πιο δίκαιη εποχή αλλά μια κοινωνία που οδηγείται στη βαρβαρότητα. Είναι μια τίμια καταγραφή μιας πραγματικότητας χωρίς να δίνεται κανένα άλλοθι στον καπιταλισμό, ούτε καν να υπονοείται η δυνατότητα ύπαρξης κάποιας δικαιότερης εκδοχής του. Ο πρωταγωνιστής δεν έχει ευκαιρίες και επιλογές, δεν έχει περιθώριο να πάρει αποφάσεις, δεν έχει κάποια έμφυτη κακία, κάποιον απώτερο σκοπό ή κάποιο ιδεολογικό κίνητρο, είναι απλά έρμαιο όσων συμβαίνουν γύρω του, καθιστώντας τον καθρέφτη της εποχής του και την πορεία του σχεδόν φυσική. Ίσως αυτό να τρόμαξε τους κριτικούς στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.