“Poor things / Χαμένα κορμιά”, του Γιώργου Λάνθιμου
Τα χαμένα κορμιά είναι όλα εκείνα τα κορμιά που ψάχνουν την έκφραση στο πρόσωπο του άλλου για να βρουν το συναίσθημα που λείπει από τη ζωή τους, να μην νιώθουν μόνα, να μην νιώθουν τον κόσμο γύρω τους ξένο, εχθρικό, να μην νιώθουν χαμένα…
Η σκηνοθετική ματιά του Λάνθιμου θέτει τη γυναίκα στη θέση του υποκειμένου προβάλλοντας μία ελεύθερη αφήγηση υποκινούμενη από την ανάγκη της αυτο-έκφρασης της γυναίκας και της αυτο-ολοκλήρωσής της, απαλλαγμένη από δεσμεύσεις στερεότυπα και προκαταλήψεις.
Το βιβλίο πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Λάνθιμου, είναι το μυθιστόρημα του Άλισντερ Γκρέυ «Χαμένα κορμιά» όπου ο Θεόνικος Μπάξτερ, ένας εκκεντρικός και ιδιόμορφος επιστήμονας, αποκομμένος από το κοινωνικό περιβάλλον εξαιτίας της αποκρουστικής του εμφάνισης, αναλαμβάνει να δώσει ζωή στο πτώμα μιας γυναίκας που αυτοκτονεί (στις 18 Φεβρουαρίου του 1881- η ημερομηνία παρμένη από το βιβλίο) στα νερά του ποταμού Κλάιντ που διασχίζει τη Γλασκόβη. Μόνο που στη θέση του εγκεφάλου της τοποθετεί τον εγκέφαλο ενός μωρού. Με τη βοήθεια του φοιτητή της ιατρικής του Άρτσιμπαλ ΜακΚέρι, του μοναδικού του φίλου (μιλούν την ίδια γλώσσα γιατί είναι και οι δύο οι λιγότερο προικισμένοι κοινωνικά από τους φοιτητές και καθηγητές της ιατρικής σχολής – όπως επίσης χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο και αποδίδεται στην ταινία) που ερωτεύεται με την πρώτη ματιά τη Μπέλα, παρακολουθούν τη Μπέλα να μεγαλώνει πνευματικά με ταχείς ρυθμούς. Όμως το δημιούργημα γρήγορα ξεφεύγει από τις προσδοκίες του δημιουργού της και οδηγούμενη από τις δικές της ανάγκες, από τους πόθους του κορμιού της αρχικά, και του πνεύματος και της ψυχής της στη συνέχεια, αποφασίζει μόνη της να βγει από τον κλειστό προστατευμένο κόσμο του Μπάξτερ και να γνωρίσει από πρώτο χέρι τη ζωή.
Η κεντρική ιδέα του βιβλίου από μόνη της αποτελεί πρόκληση. Μία πρόκληση που στα χέρια του Λάνθιμου μετατρέπεται σε λόγο προκλητικό που τολμά να πει τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς να νιώθει την ανάγκη να λογοδοτήσει για τις αλήθειες που ξεσκεπάζει κάτω από το πέπλο μιας βαθιάς υποκρισίας. Δίνει τον λόγο στην Μπέλα. Έναν καυστικό και επικριτικό, αλλά δίκαιο, λόγο που διατυπώνεται μέσα σε αυστηρά δομημένες και πατριαρχικές κοινωνίες όπου η βία της εξουσίας και της υπεροχής σε όλα τα επίπεδα είναι διάχυτη και κυρίαρχη. Έναν λόγο που εκφράζει τις γυναικείες αλήθειες και ιδέες που δεν εμφυτεύονται όμως από τον Δημιουργό, όποιο όνομα ή όποια θεωρία και αν αποδίδουμε σε αυτόν, αλλά δημιουργείται από την ίδια και ανασύρεται μέσα από μια επίπονη, αλλά άκρως απελευθερωτική ενδοσκοπική διαδικασία. Μία διαδικασία που δεν τροφοδοτείται μόνο από την εμπειρία. Η Μπέλα δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο απλά μέσα από τις αισθήσεις της. Αντιλαμβάνεται τον κόσμο επεξεργάζοντας μέσα από μία λογική διαδικασία τις προσλαμβάνουσες αισθητικές εμπειρίες της. Μία διαδικασία που φέρει το προνόμιο της απαλλαγής από τον φόβο. Ένα μικρό παιδί δεν φοβάται να δοκιμάσει. Το σταματούν όμως οι μεγάλοι. Ένα μικρό παιδί όμως στο σώμα μιας ενήλικης δεν μπορεί να το σταματήσει κανείς.
Τα «χαμένα κορμιά» είναι τα κοινωνικά σκουπίδια. Που δεν τα ξέρει κανείς, που η απώλειά τους δεν σημαίνει τίποτε και σε κανέναν. Είναι οι αναλώσιμοι, οι χειραγωγούμενοι, αυτοί που χρησιμοποιούνται για την ανάδειξη των ισχυρών (ή αυτών που πασχίζουν να αποδείξουν τη δύναμή τους καταλαμβάνοντας υψηλές θέσεις στην κοινωνική ιεραρχία) και μετά τους πετάς. Ή τους αυτοκτονείς. Ή τους κλείνεις σε κάποιο ίδρυμα. Ή τους σκοτώνεις, να «καθαρίσει» ο τόπος από αυτούς. Είναι τα κορμιά που βασανίστηκαν, που καταπατήθηκαν που καταπνίγηκε η ανάγκη έκφρασής τους, που δεν αφέθηκαν να νιώσουν, να κατανοήσουν την εσωτερική τους φωνή, τη δική τους ουσία, τη δική τους ορμή, που δεν αφέθηκαν να ερευνήσουν και να φτάσουν στη δική τους πηγή εσωτερικής ελευθερίας, εσωτερικής γαλήνης. Είναι όλα εκείνα τα κορμιά που ψάχνουν την έκφραση στο πρόσωπο του άλλου για να βρουν το συναίσθημα που λείπει από τη ζωή τους να μην νιώθουν μόνα, να μην νιώθουν τον κόσμο γύρω τους ξένο, εχθρικό.
Το εξπρεσιονιστικό στυλιζάρισμα του Λάνθιμου και τα φουτουριστικά σκηνικά απογειώνουν την κινηματογραφική αισθητική αυτού του σκηνοθέτη που έχει ανεβάσει πολύ ψηλά τον κινηματογραφικό πήχη. Και βέβαια σε αυτό συμβάλλουν οι ερμηνείες που καταφέρνει να αποσπάσει από ένα φοβερό team ηθοποιών με την Έμα Στόουν στα καλύτερά της. Την Έμα Στόουν-Μπέλα που μαθαίνει να αντικρίζει τον κόσμο και δεν μαθαίνει μόνο να βλέπει, αλλά μαθαίνει να κοιτά και τους άλλους μέσα από τη φιλτραρισμένη σκέψη της επίγνωσης. Και καταφέρνει τελικά να κοιτάξει τον δημιουργό της όπως δεν τον είχε κοιτάξει κανείς μέχρι σήμερα. Και να βλέπει την ομορφιά πίσω από την ασχήμια, τη ζωή πίσω από τον θάνατο, τη λύτρωση πίσω από την καταδυνάστευση.
Επί 8 λεπτά χειροκροτούσε όρθιο το κοινό που παρακολούθησε την ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Poor things» στην πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας όπου και απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα.
Η ταινία προβάλλεται ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες. Αναμένει τη δική σας θέαση και ενδεχομένως και το δικό σας χειροκρότημα!