«Queer» του Λούκα Γκουαντανίνο
Ο Λούκα Γκουαντανίνο συναντά τον Γουίλιαμ Μπάροουζ…
Ο κόσμος του Γουίλιαμ Μπάροουζ είναι ένας σκοτεινός κόσμος και το εγχείρημα να κινηματογραφηθεί αυτός ο κόσμος, εξαρχής φαντάζει πολύ δύσκολο. Στα χέρια όμως του Λούκα Γκουαντανίνο αποδεικνύεται ότι και τα πολύ δύσκολα εγχειρήματα εκπληρώνουν τελικά τον στόχο τους, αν ο σκηνοθέτης έχει καταφέρει να αποκωδικοποιήσει και να ξεχωρίσει μέσα στις περίπλοκες διαδρομές του μυαλού υπό την επήρεια της μέθης και των ναρκωτικών, τις αποσπασματικές στιγμές διαύγειας, τις θραυσματικές εκείνες σκέψεις που φέρνουν στην επιφάνεια τις ανάγκες και τις βαθιές επιθυμίες ενός ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που υπήρξε ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους της μπιτ κουλτούρας μέσα από τη γραφή του, αλλά και από την ίδια του τη ζωή , αφού στα βιβλία του αφθονούν τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία. Ενός ανθρώπου που δεν φοβήθηκε να μιλήσει ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του την περίοδο του μακαρθισμού, του πολέμου της Κορέας, αλλά και του πολέμου κατά των ομοφυλόφιλων και της δαιμονοποίησης της ομοφυλοφιλίας που αποτελούσε απειλή για την αμερικανική κοινωνία.
Χωρισμένο σε τρεις ενότητες και ξεκινώντας από την πρώτη (How do you like Mexico?) η ταινία του Γκουαντανίνο περιγράφει τη ζωή του συγγραφέα στην πόλη του Μεξικού (1950-52) όπου οι Αμερικανοί εμιγκρέδες είχαν καταφύγει δημιουργώντας μία κοινότητα αποτελούμενη από τους underground ανθρώπους που αναζητούσαν τον δικό τους χώρο είτε για να εκφραστούν ελεύθερα είτε γιατί αναζητούσαν επικοινωνία με ανθρώπους που ένιωθαν ότι βρίσκονταν πιο κοντά στις δικές τους ιδέες και απόψεις για τη ζωή είτε γιατί αναζητούσαν ένα ακροατήριο να τους ακούσει και μέσα από αυτό να νιώσουν ότι οι ίδιοι είναι ζωντανοί είτε απλά για να πνίξουν τον πόνο της μοναξιάς και της απόρριψης τους στο ποτό και τις ηδονές. Και αυτό το περιβάλλον της πόλης του Μεξικού με τα μπαρ τα διαφορετικά για κάθε τύπου ορέξεις, στήνεται από τον Γκουαντανίνο σε ένα ατμοσφαιρικό κινηματογραφικό σκηνικό που καθιστά την πόλη αυτή όπως πραγματικά ήταν, χαοτική, βρώμικη χωρίς ηθικές αναστολές και ταυτόχρονα φιλόξενη για όλους αυτούς που κατέφευγαν σε αυτή. Ανάμεσα στους θαμώνες των μπαρ θα συναντήσουμε τον Γουίλιαμ Λι που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, αφού το βιβλίο πάνω στο οποίο βασίστηκε η ταινία είναι ένα βιβλίο προσωπικών εξομολογήσεων και αποκαλύψεων του συγγραφέα, που γράφτηκε το 1952, αλλά εκδόθηκε τρεις δεκαετίες αργότερα. Ένα σύντομο, αλλά αινιγματικό μυθιστόρημα που γράφτηκε -όπως ο ίδιος ο Μπάροουζ αναφέρει στο παράρτημα του βιβλίου- χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει τα κίνητρα της γραφής τα οποία όμως, αναγνωρίζει ότι ήταν περίπλοκα.
Ο Γκουαντανίνο, ωστόσο φροντίζει όλο το περίπλοκο της γραφής του Μπάροουζ να το εξομαλύνει κινηματογραφικά διαιρώντας τη ζωή του Λι σε τρεις περιόδους. Την περίοδο της εξάρτησης στο Μεξικό , την περίοδο της απεξάρτησης και των στερητικών συνδρόμων στο ταξίδι του με τον αγαπημένο του στη Νότια Αμερική και στην τελική περίοδο του επιλόγου και του απολογισμού της ζωής του. Και μέσα από αυτές τις περιόδους η προσωπικότητα του Λι ξεδιπλώνεται αργά, σταδιακά. Όσο βρίσκεται στο Μεξικό και υπό την επήρεια μιας διαρκούς μέθης και τοξικοεξάρτησης καλύπτεται πίσω από το λευκό του κοστούμι και τα λεκτικά του λογύδρια, το όχημα που χρησιμοποιεί για να νιώθει ότι δεν είναι μόνος, ότι υπάρχει το ακροατήριό του. Η γνωριμία του όμως με τον νεαρό Γιουτζίν Άλερτον που ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, αφαιρεί το παραπέτασμα και όλα όσα βρίσκονταν σε καταστολή από τη λήψη ουσιών αρχίζουν σταδιακά να απελευθερώνονται καθιστώντας τον Λι και τον Άλερτον συνοδοιπόρους σε ένα ταξίδι εξερεύνησης των μύχιων επιθυμιών τους σε ένα ταξίδι κάθαρσης στη ζούγκλα του Αμαζονίου όπου τα σώματα χάνουν την υλική τους υπόσταση και οι ψυχές των ανθρώπων συναντώνται μέσα στη μυσταγωγία της φύσης που διεγείρει τις αισθήσεις, που ανοίγει τις κλειστές πόρτες των εσωτερικών κόσμων των ηρώων μας, προσφέροντας τη μέγιστη ηδονή της συνύπαρξης δύο ανθρώπων στο ίδιο σώμα.
Στον επίλογο της ταινίας του ο Γκουαντανίνο επιλέγει να μιλήσει για τον θάνατο που καταδιώκει τη ζωή του Λι που δεν αναφέρεται καθόλου στο βιβλίο, αλλά γνωρίζουμε ότι στοιχειώνει τον συγγραφέα, θέλοντας ίσως να ολοκληρώσει κάτι που ο ίδιος ο συγγραφέας άφησε ατελές στο έργο του, σαν να θέλει ο σκηνοθέτης μέσα από τον κινηματογραφικό του επίλογο να προσφέρει την κάθαρση που ο ίδιος ο συγγραφέας επεδίωκε μέσα από το βιβλίο του. Αναφέρομαι στον θάνατο της γυναίκας του που προήλθε άθελά του από τον ίδιο, όταν υπό την επήρεια μέθης και στοχεύοντας το ποτήρι που είχε τοποθετήσει στο κεφάλι της, τελικά πέτυχε την ίδια, ενώ το ποτήρι έπεσε άθικτο στο πάτωμα, σκηνή που περιγράφεται εξαιρετικά στην ταινία όπου η γυναίκα του ταυτίζεται με τον εραστή, μέσα στα όνειρα του Λι στον επίλογο της ζωής του. Σε εκείνο τον επίλογο όπου αναζητάται η συντροφιά , εκείνο το άγγιγμα των κορμιών που σε ζεσταίνει διώχνοντας το ψύχος των τραυματικών εμπειριών, διώχνοντας όλες τις οδυνηρές αναμνήσεις ενός ταλαιπωρημένου σώματος και προσφέροντας τη γαλήνη και την ηρεμία που τόσο ο ήρωάς μας επιζητούσε, που τόσο επιζητούμε.
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ωραιότερη επιλογή ηθοποιού να υποδυθεί την πολυσχιδή προσωπικότητα του Μπάροουζ, του ανθρώπου που ήξερε να κρύβεται πολύ καλά πίσω από τα μεθύσια του και πίσω από τα ταξίδια του στον κόσμο της ηρωίνης, αλλά και του ανθρώπου που όταν κοίταζε τον αγαπημένο του, η όψη του άλλαζε μορφή και σε άφηνε έστω και λίγο να ανακαλύψεις πολλές θαμμένες ευαισθησίες, πολλά πληγωμένα «εγώ».
Ο Ντάνιελ Κρεγκ, απλά υπέροχος!
Η ταινία προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.