Quo vadis Aida? – Δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το ‘πα
Ο “αγνωστικισμός” έναντι του ρόλου του ιμπεριαλισμού στα όσα φριχτά βίωσαν οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας μετά το διαμελισμό της άλλοτε ενιαίας χώρας τους, αφαιρεί πολλά από την συγκλονιστική συναισθηματική και εικαστική δύναμη του έργου, αφήνοντας τελικά μια κάπως στυφή γεύση στο στόμα του θεατή
Μια ταινία για τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα είναι αναμενόμενο πως δε θα μπορούσε να αποτελέσει ελαφρύ κινηματογραφικό “έδεσμα”. Χάρη στη μαεστρία της Βόσνιας σκηνοθέτιδας Γιάσμιλα Ζμπάνιτς, το “Quo Vadis Aida?” μετατρέπει μια γροθιά στο στομάχι σε υψηλή τέχνη.
Η ταινία παρακολουθεί την αγωνιώδη προσπάθεια της Αΐντα, παλιάς δασκάλας στη Σρεμπρένιτσα και διερμηνέα των κυανόκρανων στη βάση του ΟΗΕ στην πόλη -που είχε ανακηρυχτεί σε “ασφαλή ζώνη” του οργανισμού εν μέσω του μαινόμενου γιουγκοσλαβικού εμφυλίου- να σώσει την οικογένειά της, που μαζί με χιλιάδες μουσουλμάνους Βόσνιους προσπαθεί να βρει καταφύγιο στη βάση του ΟΗΕ μπροστά στην προέλαση του σερβοβοσνιακού στρατού υπό τον Ράτκο Μλάντιτς.
Είναι απίστευτη η δύναμη που βγάζουν τα πρόσωπα των προσφύγων, ακόμα και των πιο τυχαίων κομπάρσων, όλες οικείες βαλκανικές φυσιογνωμίες, σημαδεμένες από τον ξεριζωμό, το φόβο για το αύριο και τον σκληρό ήλιο σε πολλές από τις εξωτερικές σκηνές του έργου. Το Quo vadis Aida είναι μια ταινία για ένα από τα βιαιότερα επεισόδια της σύγχρονης μεταπολεμικής Ευρώπης, ωστόσο οι απεικονίσεις ανοιχτής βίας είναι συγκριτικά λίγες, οι δε μαζικές εκτελέσεις στρατεύσιμων ανδρών υπό τις διαταγές του Μλάντιτς (που με τη σειρά του αρνήθηκε την αυτουργία τους, αποδίδοντάς τες στο Μιλόσεβιτς), αποδίδονται χωρίς να απεικονιστεί ούτε μια σταγόνα αίμα, με εξαιρετικά δραματουργικά αποτελέσματα.
Το μεγαλύτερο βάρος της ταινίας φέρει ωστόσο η πρωταγωνίστρια, Γιάσνα Τζούριτσιτς, που, όπως και ο Μπόρις Ισάκοβιτς που υποδύεται το στρατηγό Μλάντιτς είναι σερβικής καταγωγής, για προφανείς σημειολογικούς λόγους. Το βλέμμα της είναι μια συνεχής μαχαιριά στα περίπου 100 λεπτά που διαρκεί η ταινία, το τσιγάρο που κρέμεται συνέχεια από το στόμα της λειτουργεί ως ένα εκκρεμές της αγωνίας, ολοένα και πιο παλλόμενο, καθώς η Αΐντα συνειδητοποιεί ότι η θέση της στην ολλανδική αποστολή του ΟΗΕ δεν αποτελεί κανενός είδους εγγύηση για την ασφάλεια των δικών της ανθρώπων, πολλώ δε μάλλον για εκείνη των χιλιάδων συμπολιτών της. Αν και η ταινία δεν επικεντρώνεται τόσο στα ηθικά διλήμματά της ως διερμηνέας των κυανόκρανων από τη μια, που καλείται να μεταφέρει εντολές τιθάσευσης του ολοένα και πιο ανήσυχου πλήθους, και ως συζύγου και μητέρας που προσπαθεί να σώσει την οικογένειά της, είναι σαφές από τις σκηνές των μεταφράσεων πως η εσωτερική πάλη είναι διαρκώς παρούσα. Η Τζούριτσιτς δίνει σάρκα και οστά σε μια μορφή βγαλμένη από αρχαία τραγωδία, ισορροπώντας με επιτυχία στο τεντωμένο σκοινί μεταξύ σπαραγμού και πέτρινης σιωπής, δίχως να ξεγλιστρά ποτέ σε φθηνό μελοδραματισμό.
Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται οι ιθύνοντες της αποστολής των Κυανόκρανων και συνολικά η στάση της λεγόμενης “διεθνούς κοινότητας” είναι αναμενόμενα μη κολακευτικός, ταυτόχρονα όμως κινείται σε μια ιδιαίτερα επιδερμική ανάγνωση του γεωπολιτικού παιχνιδιού που παίχτηκε στις πλάτες αθώων ανθρώπων. Οι στρατιωτικοί επικεφαλής του ΟΗΕ παρουσιάζονται ως δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, ενώ η πολιτική ηγεσία του οργανισμού εμφανίζεται κυριολεκτικά να παραθερίζει τις κρίσιμες μέρες πριν την κορύφωση της σφαγής. Πουθενά δεν αναφέρεται έστω υπαινικτικά ο καταλυτικός ρόλος του εξωτερικού παράγοντα στην ίδια τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την υποδαύλιση των εθνικισμών που αποτέλεσαν τον καταλύτη του αιματηρού εμφυλίου. Μπορεί να αναφέρεται σποραδικά ότι ο πόλεμος κρατάει ήδη τέσσερα χρόνια, να γίνονται αόριστες αναφορές στη βία που προηγήθηκε κι αφορούσε και τις δύο κύριες εμπλεκόμενες πλευρές (μουσουλμάνους κι ορθόδοξους Βόσνιους), να βλέπουμε παλιούς μαθητές της Αΐντα να έχουν μπει στο σερβοβοσνιακό στρατό, αλλά στην πραγματικότητα τα αίτια που έφεραν αλλοτινούς γείτονες και φίλους αντιμέτωπους ως θανάσιμους εχθρούς δε φωτίζονται καθόλου, κι αποδίδονται μάλλον στις σκοτεινές ροπές και τον εθνικισμό μεμονωμένων “κακών”, όπως ο Μλάντιτς. Μη γνωρίζοντας συνολικά τη φιλμογραφία της Ζμπάνιτς, δε θα βιαστώ να την κατηγορήσω για απολογητική υπέρ των “ανθρωπιστικών επεμβάσεων”, αλλά είναι δύσκολο από την παρουσίαση των γεγονότων να μην προκύψει εμμέσως πλην σαφώς το συμπέρασμα πως, αν είχε υλοποιηθεί το τελεσίγραφο για νατοϊκές εναέριες επιθέσεις κατά των Σερβοβοσνιακών δυνάμεων πριν καταλάβουν τη Σρεμπρένιτσα, το λουτρό αίματος θα είχε αποτραπεί.
Αυτός ο “αγνωστικισμός” έναντι του ρόλου του ιμπεριαλισμού στα όσα φριχτά βίωσαν οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας μετά το διαμελισμό της άλλοτε ενιαίας χώρας τους, αφαιρεί πολλά από την συγκλονιστική συναισθηματική και εικαστική δύναμη του έργου, αφήνοντας τελικά μια κάπως στυφή γεύση στο στόμα του θεατή. Μια γεύση που δεν αρκεί να αναιρέσει το συμφιλιωτικό φινάλε του έργου, που ακολουθεί τη – γενικά σωστή – λογική της μη δαιμονοποίησης των Σέρβων και της ανάγκης για συγχώρεση και συμβίωση, χωρίς λήθη όσων συνέβησαν, όλα αυτά όμως πάνω σε έναν απολίτικο καμβά του “να είστε αγαπημένοι, να μη μαλώνετε”.