Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ένας μανιακός του θεάματος
Για έναν άνθρωπο του θεάματος, ο κόσμος του θεάματος δεν είναι παρά ο κόσμος ως θέαμα. Κι όταν αντιλαμβάνεται κανείς τον κόσμο ως θέαμα, μπορεί να τελειώσει τούτο το θέαμα ως δημιουργός, κατεβάζοντας την αυλαία όταν εκείνος το κρίνει σκόπιμο. Τίποτα πιο… φυσιολογικό, λοιπόν, από την αυτοκτονία ενός ανθρώπου του θεάματος που δεν μπορεί να ξεχωρίσει πού τελειώνει το θέαμα και πού αρχίζει η ζωή…
«Για έναν άνθρωπο του θεάματος, ο κόσμος του θεάματος δεν είναι παρά ο κόσμος ως θέαμα. Κι όταν αντιλαμβάνεται κανείς τον κόσμο ως θέαμα, μπορεί να τελειώσει τούτο το θέαμα ως δημιουργός, κατεβάζοντας την αυλαία όταν εκείνος το κρίνει σκόπιμο. Τίποτα πιο… φυσιολογικό, λοιπόν, από την αυτοκτονία ενός ανθρώπου του θεάματος που δεν μπορεί να ξεχωρίσει πού τελειώνει το θέαμα και πού αρχίζει η ζωή», γράφει κάπου για τον Φασμπίντερ ο Βασίλης Ραφαηλίδης.
Για να δικαιολογήσουμε και τον τίτλο του σημειώματος, ο ξεχωριστός αυτός Γερμανός σκηνοθέτης μέσα σε δεκαπέντε μόλις χρόνια, μέχρι την αυτοκτονία του, στις 10 του Ιούνη 1982 (σε ηλικία 37 ετών), γύρισε 41 ταινίες μεγάλου μήκους, τρεις μικρού μήκους και τρεις τηλεοπτικές σειρές, δουλεύοντας ο ίδιος παράλληλα, εκτός από σκηνοθέτης, ως συγγραφέας, ηθοποιός, παραγωγός, οπερατέρ, συνθέτης, μοντέρ και σκηνογράφος!
Άρα, όταν ο Ραφαηλίδης λέει ότι «το θέαμα ήταν για τον Φασμπίντερ ο μόνος τρόπος να δικαιολογήσει την ύπαρξή του στον κόσμο» κι ότι αυτοκτόνησε με τη σκέψη ότι «δε θα μπορούσε να ζήσει αν κάποτε δεν μπορούσε να κάνει σινεμά» μάλλον έχει δίκιο…
Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ γεννήθηκε στο Μπαντ Βερισχόφεν, μια πόλη κοντά στο Μόναχο, στις 31 του Μάη 1946. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και η μητέρα του μεταφράστρια. Οι γονείς του θα χωρίσουν όταν είναι πέντε χρονών και ο ίδιος θα περιγράψει την παιδική του ηλικία ως «μοναχική και στερημένη από αγάπη και στοργή».
Στα δεκαέξι του παρατάει το σχολείο και δουλεύει από δω κι από κει. Τη δεκαεία του ΄60 σκηνοθετούσε έναν αβάν-γκαρντ θεατρικό θίασο και πειραματιζόταν με ταινίες μικρού μήκους, όταν συνάντησε την ηθοποιό Χάνα Σιγκούλα. Γυρίζει ταινίες και παίζει ρόλους.
Οι ταινίες του, που είχαν χαμηλούς προϋπολογισμούς και μινιμαλιστικά σκηνικά, χαρακτηρίστηκαν από τη στατική κίνηση της κάμερας, τους επιτηδευμένους διαλόγους και το διφορούμενο ύφος, ενώ τα θέματα που επέλεγε έμοιαζαν προορισμένα να σοκάρουν: η ηθική πτώση της μεταπολεμικής Γερμανίας, μαζικές δολοφονίες, λεσβιασμός, ομοφυλοφιλία, η ζωή στο περιθώριο κλπ. Στην ταινία του «Ο φόβος τρώει τα σωθικά» (1974) πραγματεύεται την κοινωνικά προκλητική σχέση ανάμεσα σε μια γερασμένη καθαρίστρια και έναν νεαρό Μαροκινό μετανάστη. Η ταινία θα του χαρίσει το βραβείο των κριτικών στις Κάννες και ταυτόχρονα την παγκόσμια αναγνώριση.
Οι ταινίες του Φασμπίντερ έχουν χαρακτηριστεί «νοσηρές» και «απελπισμένες». Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε τη ζωή του και, εκτός από το ιλιγγιώδες ταλέντο του και την ιδιαίτερη ευαισθησία που αντιμετώπιζε τα θέματά του, τα φαντάσματα και τους δαίμονες που ο «αιρετικός» Γερμανός καλλιτέχνης κουβαλάει από τα παιδικά του κιόλας χρόνια. Ακόμα κι αν είναι έτσι οι ταινίες του δεν μοιάζουν με άλλες «νοσηρές» ταινίες που πραγματεύονται τα ίδια θέματα.
Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ όντας περιθωριακός (ήταν ομοφυλόφιλος και εξαρτημένος από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών) ασχολήθηκε με το περιθώριο που το γνώριζε όσο λίγοι. «Όμως, εκεί που κυρίως διέπρεψε» γράφει ο Ραφαηλίδης, ήταν η περιγραφή «της σύνθετης γραμμής όπου η συνιστώσα «περιθώριο» και η συνιστώσα «λούμπεν» δεν ξεχωρίζουν. Ακροβατεί, λοιπόν, στο όριο ανάμεσα στο λαϊκό μελόδραμα και την τεκμηριωμένη κοινωνική πραγματεία και αντιλαμβάνεται το μελόδραμα σαν μια αφορμή για κοινωνιολογική πραγματεία».
Στη Γερμανία, πατρίδα του Φασμπίντερ, τα θέματα των ταινιών του και η ομοφυλοφιλία του που δεν έκρυβε, προκάλεσαν εχθρότητα και κατηγορίες για αντισημιτισμό, αντικομμουνισμό και αντιφεμινισμό, μέχρι το «Γάμο της Μαρίας Μπράουν» (Die Eheder Μaria Βraun, 1978), πού είχε ως θέμα το ηθικό κόστος της μεταπολεμικής οικονομικής αποκατάστασης της Γερμανίας.
Στο μεταγενέστερα έργο του σπουδαίου δημιουργού του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου περιλαμβάνονται η επική τηλεοπτική σειρά «Μπερλίνερ Αλεξάντερπλατς» (1980), η «Λιλή Μαρλέν» (1981) και η τελευταία ταινία του «Ο καβγατής» (1982).
Στις 10 του Ιούνη 1982 η μανιακή ενέργεια του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ θα κατεβάσει αυλαία, για πάντα, μαζί με τη ζωή του. Θα βρεθεί νεκρός στο διαμέρισμά του, στο Μόναχο, από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών και κοκαΐνης.
* Με πληροφορίες από την τρίτομη «Ιστορία του Κινηματογράφου» (εκδόσεις Μανιατέα, Αθήνα 1997). Τα αποσπάσματα του Βασίλη Ραφαηλίδη είναι από άρθρα του στην εφημερίδα Έθνος, συγκεντρωμένα στο «Λεξικό ταινιών» (εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2003).