Σα νούφαρο που μάδησε – Μια διπλή ανάγνωση της “Ευτυχίας”
Δύσκολες Νύχτες και Ματριόσκα η Κόκκινη σχολιάζουν από κοινού την πιο πολυδιαφημισμένη ελληνική παραγωγή της χρονιάς.
Δύσκολες Νύχτες: Μπήκα στην αίθουσα προετοιμασμένη για τα χειρότερα, με τη μύχια ελπίδα να είναι τόσο κακό που καταντά καλό. Τελικά ήταν σαφώς καλύτερο από αυτό που περίμενα, ιδιαίτερα το πρώτο μέρος.
Ματριόσκα η Κόκκινη: Προσωπικά μπήκα στην αίθουσα με λιγότερη επιφύλαξη. Μου άρεσε το trailer της ταινίας πολύ. Υπάρχει μια προσεγμένη φωτογραφία, σωστό μοντάζ, ωραία μεταφορά της εποχής στο τρίλεπτο που διαρκούσε και σε δελέαζε να πας να την δεις. Βέβαια αυτό μπορεί να είναι και δίκοπο μαχαίρι για μια ταινία και να δημιουργεί υπέρμετρες προσδοκίες, τις οποίες δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Με έκπληξη διαπίστωσα πως η ταινία κυλούσε πραγματικά ευχάριστα, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος.. Στο δεύτερο νομίζω πως σε κάποια σημεία είχε την κοιλίτσα του, ίσως όμως να ήταν και η ψυχική διάθεση. Έπεφτε στο τέλος πολύ θανατικό οπότε ίσως αυτό να με επηρέασε σαν θεατή.
Δύσκολες Νύχτες:Να ξεκαθαρίσουμε βέβαια εξαρχής ότι δεν πρόκειται για κινηματογράφο, αφού το έργο όχι απλά βασίζεται σε θεατρικό που με τη σειρά του στηρίχτηκε σε βιβλίο (της εγγονής της στιχουργού), αλλά εν πολλοίς μοιάζει να γυρίστηκε σε σκηνή, άντε στο τσακίρ κέφι να παραπέμπει σε τηλεοπτικό σήριαλ. Το κιτς εύρημα της “τιμητικής παράστασης” για την ηλικιωμένη πια Παπαγιαννοπούλου, σε ένα σκηνικό που παραπέμπει ευθέως σε “Στην υγειά μας ρε παιδιά”, τελικά λειτουργεί καλύτερα του αναμενόμενου. Έτσι δίνεται η ευκαιρία να ακουστούν “ζωντανά” όμορφα τραγούδια της (αν και ήταν ευκαιρία να προσθέσουν και κάτι παραπάνω πέρα από τα πασίγνωστα σουξέ, επέλεξαν όμως την εύκολη λύση για όνειρα απατηλά και αετούς χωρίς φτερά), ενώ ο Φοίβος Δεληβοριάς στο ρόλο του παρουσιαστή, “πετάει” δεξιοτεχνικά μεταξύ σκηνής και τραπεζιών σε μια μίξη Άλκη Στέα και Σπύρου Παπαδόπουλου.
Ματριόσκα η Κόκκινη:Έχεις απόλυτο δίκιο σε αυτό. Προσφέρεται ώστε να μάθει κάποιος τα πολύ γνωστά τραγούδια της στιχουργού χωρίς “να βαρεθεί”, τα τραγούδια παίζουν για λίγα λεπτά σαν σε YouTube Ήταν ένα εύρημα που εξυπηρετούσε την ταινία, αρκετά έξυπνο θα έλεγα γιατί λειτουργούσε σαν γέφυρα ανάμεσα στα γεγονότα. Υπήρξε αρκετή οικονομία χρόνου πράγμα που είναι σημαντικό σε βιογραφικές ταινίες, όπου συνήθως ‘’χάνονται’’ σε εξιστορήσεις διαδοχικών γεγονότων, οι οποίες κουράζουν τον θεατή. Μερικές φορές, βέβαια, μου έλειπαν κάποια στοιχεία που θα ΄θελα να δω από την Ευτυχία σαν μια πιο ολοκληρωμένη προσωπικότητα, γιατί σε πολλά σημεία το έργο υπερτόνιζε τον έντονο χαρακτήρα της και δεν άφηνε περιθώριο να δεις άλλες πτυχές της προσωπικότητας της.
Δύσκολες Νύχτες: Εμένα δε με πείραξε που τόνιζε αυτό του στοιχείο του “τσαμπουκά”, εξάλλου δεν παραλείπει να αναδείξει και τις ευαίσθητες πτυχές της. Μην ξεχνάς άλλωστε ότι για να επιβιώσει στο χώρο που κινούνταν εκείνα τα χρόνια, όλος αυτός ο δυναμισμός ήταν και μια μορφή άμυνας σε έναν αντροκρατούμενο κόσμο. Ενοχλήθηκα λίγο από το ότι η ταινία μοιάζει να εξελίσσεται σχεδόν σε κενό και ουδέτερο χωροχρόνο. Η Ευτυχία ξετυλίγει τις αναμνήσεις της, που μας φέρνουν αρχικά στο λιμάνι της Σμύρνης , προσφέροντας τη μοναδική αναφορά στο κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο της βιογραφίας της, με εξαίρεση μια νύξη για τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις του γαμπρού της, τρεις δεκαετίες αργότερα.
Ματριόσκα η Κόκκινη: Ναι δεν μ’ άρεσε ούτε εμένα που η ταινία έβγαινε εκτός οικονομικο-κοινωνικού πλαισίου. Η Ευτυχία έγραφε και ζούσε μια συγκεκριμένη εποχή, με φτώχεια, δυστυχία, πόλεμο, εμφύλιο και μέσα στους στίχους της βρίσκεις αυτό το ‘’καημό’’ ακόμα και στα ερωτικά της τραγούδια . Μάλλον επιλέχθηκε η αποσιώπηση των γύρω γεγονότων ώστε να επικεντρωθούν μόνο σε εκείνη, ωστόσο κανείς μας δεν λειτουργεί και δεν δημιουργεί εκτός κοινωνικού-οικονομικού πλαισίου της εποχής του. Καλά μπορεί να έλειψε βέβαια μόνο σε μας αυτή η αναφορά και όχι στο σύνολο των θεατών..
Δύσκολες Νύχτες: Εμείς δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι θεατές (αστειεύομαι). Ακολουθούμε λοιπόν την πορεία της στην Αθήνα, πλάι σε ένα σύζυγο που δεν της ταιριάζει, την απόφασή της να χωρίσει και να ακολουθήσει τα μπουλούκια στην επαρχία, το δεύτερο γάμο της με ένα μειλίχιο αστυνομικό, που θα υπομείνει στωικά τα ξεπορτίσματα για τη χαρτοπαιξία της. Αν ο Ντοστογιέφσκι έγραφε τον “Παίκτη” για γυναίκα, σίγουρα θα εμπνεόταν από την Ευτυχία και το πάθος της, που λαμβάνει κεντρικό ρόλο στην ταινία, σε αντίθεση θα έλεγα με το στιχουργικό της έργο, το οποίο εν πολλοίς χρηματοδοτούσε την έξη της.
Ματριόσκα η Κόκκινη: Ο εθισμός της τονίζεται μέσα στην ταινία και δεν ήταν κάτι κρυφό για την ζωή της, ωστόσο και εδώ παίζει ρόλο το κοινωνικό πλαίσιο που λέγαμε προηγουμένως, οι γυναίκες οι οποίες ζούσαν μέσα στα καταγώγια και τις ταβέρνες με τους ρεμπέτες και με πολύ σκληρές συνθήκες ήταν κάτι αναμενόμενο να έχουν τον τζόγο, το ποτό, το τσιγάρο ή τις ελεύθερες ερωτικές σχέσεις. Η Ευτυχία απλά προερχόταν από άλλο κοινωνικό περιβάλλον και ίσως για αυτό ο εθισμός τονίζεται από τους ανθρώπους που την γνώριζαν.
Δύσκολες Νύχτες: Τώρα σχετικά με το χώρο των ρεμπετών και του λαϊκού τραγουδιού εν γένει, θα ήθελα κάτι πιο ολοκληρωμένο κι ακριβές. Η σχέση της με τον Τσιτσάνη παρουσιάζεται μάλλον εξιδανικευμένα, αφού είναι γνωστό ότι τα “Καβουράκια” είχαν προκαλέσει ρήξη στη σχέση τους. Αλλά και οι υπόλοιποι συνθέτες (Καλδάρας – Χιώτης, Χατζηδάκις), απλά συμπληρώνουν αφηγηματικά κενά στην ιστορία χωρίς να μας μύουν στο τι πραγματικά πρόσφερε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στο ελληνικό τραγούδι.
Ματριόσκα η Κόκκινη: Παρουσιάζεται μια αντίφαση σε αυτό το σημείο. Από τη μια έχουμε μια δυναμική γυναίκα που γράφει τραγούδια και γνωρίζει τους ρεμπέτες και την λαμογιά, εφόσον χαρτοπαίζει, αλλά από την άλλη δεν έχει καθόλου αίσθηση προστασίας του εαυτού τους. Δίνει στίχους χωρίς να την νοιάζει αν θα γίνουν επιτυχία ή όχι, μόνο και μόνο για να επιβιώσει. Δεν σηκώνει κουβέντα, αλλά παράλληλα καταφέρνει να την ξεγελούν ή αφήνεται να την ξεγελούν. Νομίζω πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση. Και σαν γυναίκα εκείνη την εποχή δεν μπορεί, όσο σκληρή και αν είναι επιβληθεί σε μεγαθήρια, όπως ο Τσιτσάνης ή ο Χιώτης, ούτε πιστεύω πως δεν ενδιαφερόταν για τα τραγούδια της αν γίνουν επιτυχίες ή όχι. Η ποιότητα των στίχων της δείχνει πως είχε ανάγκη να εκφραστεί και να δώσει πραγματικά σπουδαία τραγούδια, ωστόσο δεν νομίζω πως μπορούσε πάντα να το κάνει με δικούς της όρους και γι αυτό επέλεγε και καλά την στάση της “αδιαφορίας” από το να δεχτεί πως δεν μπορούσε να επιβληθεί. Σε ό,τι αφορά τον Τσιτσάνη ας πούμε, είναι γνωστό ότι πραγματικά ‘’σφαχτήκανε’’ για τα πνευματικά δικαιώματα των τραγουδιών της. Προσωπικά μ’ άρεσε πολύ που ορισμένοι ρεμπέτες όπως ο Καλδάρας την βοήθησαν να διεκδικήσει μέσω της νόμιμης οδού τους κόπους της.
Δύσκολες Νύχτες:Όπως και να ‘χει το πρώτο μέρος όπως είπα κυλάει αρκετά ευχάριστα, σκιαγραφώντας μια τσαούσα Ευτυχία που κάνει του κεφαλιού της ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις με αρκετές δόσεις χιούμορ. Στο δεύτερο μέρος το πράγμα παραβαραίνει, κάτι από τη μια λογικό, γιατί είναι η περίοδος που η στιχουργός αντιμετωπίζει διαδοχικές απώλειες, από την άλλη μπάστα λίγο με τους κλαυθμούς και οδυρμούς. Το χειρότερο είναι πως σε αρκετές σκηνές έχουμε φάση “Νύχτα των ζωντανών νεκρών” με την Ευτυχία να θυμάται τους αγαπημένους της κάθε τρεις και λίγο σαν να τους είχε μπροστά της.
Ματριόσκα η Κόκκινη:Ναι το δεύτερο μέρος ήταν τρισάγιο κανονικό. Κάλεσμα νεκρών και βάλε. Εντάξει σε μια βιογραφική ταινία δεν μπορείς να το αποφύγεις από ένα σημείο και μετά.
Δύσκολες Νύχτες: Μοναδικό comic relief ο γκέι φίλος της Λουκάς, που παρουσιάζεται από τη μια τελείως στερεοτυπική “αδελφή” βγαλμένη από παλιά ελληνική ταινία, αλλά είναι τόσο εμφανής η συμπάθεια στο πρόσωπό του που για ομοφοβία δεν μπορεί να γίνεται λόγος.Οι ερμηνείες είναι καλές, αν και ξεχωρίζω εκείνη της Κάτιας Γκουλιώνη που υποδύεται την Παπαγιαννοπούλου σε νεαρότερη ηλικία, απλά και μόνο επειδή αντικειμενικά το κομμάτι της είναι πιο αβανταδόρικο.
Ματριόσκα η Κόκκινη Ναι, είναι εξαιρετική στο ρόλο της . Είναι κρίμα που τέτοιοι ηθοποιοί και σαν ταλέντα αλλά και σαν φιγούρες δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί στο ευρύ κοινό. Έχουμε πήξει στις ‘’καλλονές’’ με βάση τα περιοδικά και στους κούκλους. Λείπει η διαφορετικότητα και η περσόνα στους ηθοποιούς. Ποιος θα το περίμενε πως θα φτάναμε στο άλλο άκρο; Στην εποχή της Ευτυχίας, οι ηθοποιοί ήταν εγκλωβισμένοι στην εικόνα τους: ο άσχημος θα έπαιζε τον άσχημο, ο ψηλός θα είχε να υποστεί 2-3 κρύα αστεία για το ύψος του, κάποιος που ήταν καλός στο ρόλο του χαζού, θα έπαιζε τέτοιους ρόλους μόνο και τώρα έχουμε ηθοποιούς με αδιάφορες φάτσες που είτε παίζουν είτε όχι δεν σου μένουν. Η Γκουλιώνη σου μένει. Έχει τύπο, διαφορετική φάτσα. Προς Θεού, για να μην παρεξηγήθω , δεν τη λέω ‘’άσχημη’’ η κοπέλα είναι μια όμορφη, γοητευτική νέα γυναίκα, η οποία όμως σπάει την εικόνα της ‘’γκομενούλας’’ που θέλουν όλες να αναδεικνύονται. Πριν προχωρήσεις να πω κάτι για τον Ανδρέα Κωνσταντίνου, πραγματικά είναι ένας καλός ηθοποιός, αλλά νομίζω πως έχει γίνει κάτι σαν τον Σον Μπιν. Εμφανίζεται σχεδόν σε όλες τις ταινίες εποχής που γυρίζονται στην Ελλάδα όπως και ο Σον Μπιν σε ό,τι ταινία γυρίζεται σε σχέση με τον Μεσαίωνα. Περιμένω να εμφανιστεί πλέον σε κάθε ταινία ή σειρά με αναφορά στο Μεσοπόλεμο μέχρι το 1960.
Δύσκολες Νύχτες: Η Καραμπέτη είναι κλασικά άψογη, αλλά τι να το κάνεις άμα σε βάζουν να τρεκλίζεις σα μεθυσμένη και να βγάζεις κραυγές και τσιρίδες τουλάχιστον 2-3 φορές την ώρα που παίζεις.
Ματριόσκα η Κόκκινη: Θα είμαι λίγο αιρετική στην άποψη μου για την Καραμπέτη . Ανήκει στην σχολή εκείνη που πιστεύει πόσο όσο πιο πολύ “Φωνάζεις” τόσο πιο δραματικός γίνεσαι. Δεν χρειάζεται τόσο. Και σε κάτι που δεν έχει ευθύνη τόσο η ίδια αλλά οι υπεύθυνοι της ταινίας. Νομίζω πως πλέον υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα να μακιγιάρεις ένα ηθοποιό και να δείχνει μεγάλος σε ηλικία. Είναι απίστευτα άβολο, να ξεκινά μια ταινία με ένα ηθοποιό ο οποίος παίζει την νεανική εκδοχή και να δίδεται μετά ο ρόλος σε ένα “πιο έμπειρο”, πιο “γνωστό” ηθοποιό. Νομίζω πως είναι μια παλιά αντίληψη η οποία δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Το βρίσκω περισσότερο σωστό να βρεθεί ένας ρόλος και να εκτελεστεί από την αρχή μέχρι το τέλος από έναν παρά να κοπεί με αυτό τον τρόπο.
– Δύσκολες Νύχτες: Εντάξει τώρα με την τεχνολογία deaging όλα θα γίνουν εύκολα, ο Σκορσέζε δείχνει το δρόμο… Να μην ξεχάσω να πω πως ο Θάνος Τοκάκης σε πολλά σημεία κλέβει την παράσταση ως Λουκάς, ο Δαδακαρίδης ίσως “αδικείται” από το χαμηλό προφίλ του χαρακτήρα που υποδύεται, ενώ η Μπέτυ Ματθίλδη Μαγγίρα σε μια άψογη μίμηση της Ρένας Βλαχοπούλου μεταφέρει το Your face sounds familiar στη μεγάλη οθόνη, σε ένα ρόλο που μοιάζει εντελώς εμβόλιμος, όπως κι εκείνος της Χρύσας Ρώπα ως Μπέλου που μυεί την Ευτυχία στο μπαρμπούτι.
Ματριόσκα η Κόκκινη: Νομίζω πως δεν χρειαζόταν αυτό το γκροτέσκο παίξιμο στην ταινία σε ότι αφορά την Βλαχοπούλου. Στις δημόσιες εμφανίσεις της υπερτόνιζε την κερκυραϊκή της καταγωγή και είχε κάποιες χαρακτηριστικές κινήσεις, τις οποίες περνούσε και στις ταινίες της αλλά σαν κερκυραία και η ίδια, δεν είμαστε μονίμως στην τσίτα και με ένα “τζόγια” μου στα χείλη. πως κόπιαρε Βλαχοπούλου την οθόνης και όχι τόσο της ζωής. Αντίθετα για Η Ρώπα με ξάφνιασε. Δεν την περίμενα πως θα ήταν τόσο καλή σαν Μπέλλου, έστω και αυτά τα λίγα λεπτά. Θα ήθελα να την δω σε αυτό το ρόλο λίγο παραπάνω.
Δύσκολες Νύχτες : Γενικά έχω την αίσθηση ότι προσπάθησαν να χώσουν όσο περισσότερα “λαμπερά” ονόματα ηθοποιών μπορούσαν, δίνοντας τους από 3-4 γραμμές ως επί το πλείστον, χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα αν και πόσο έδεναν με την υπόλοιπη πλοκή.
Ματριόσκα η Κόκκινη Αυτό μ’ άρεσε.Μου θύμισε ξένο κινηματογράφο αλλά δεν με ξένισε, επίσης έδωσε την δυνατότητα σε ηθοποιός να δείξουν ένα άλλο προφίλ έστω και 2 γραμμών. Δεν μ’ άρεσε η υπερβολική προσπάθεια μίμηση π.χ της προφοράς ορισμένων καλλιτεχνών αλλά οκ…
– Δύσκολες Νύχτες : Σε κάθε περίπτωση, αν γυρεύετε ένα τίμιο λαϊκό ρομάντζο, σαν αυτά που ξεφυλλίζουν οι πρωταγωνιστές σε διάφορες σκηνές της ταινίας, η “Ευτυχία” είναι αυτό που ψάχνετε. Αν πάλι είστε πραγματικοί σινεφίλ, ίσως καλύτερα να περιμένετε την προβολή της σε κανένα χρόνο από ιδιωτικό κανάλι, όταν και θα βρει τη φυσική της θέση, δηλαδή τη μικρή οθόνη.
Ματριόσκα η Κόκκινη Είναι μια αξιοπρεπής προσπάθεια για τα ελληνικά δεδομένα. Δε θα βαρεθείτε, σε ορισμένες στιγμές θα συγκινηθείτε, προσωπικά με “σκότωσε” η τελευταία σκηνή με την μητέρα της, θα μειδιάσετε σε πολλές άλλες στιγμές. Η ταινία είναι ιδανική για κάποιον που δεν ακούει ρεμπέτικα να μυηθεί σε αυτά.