Σεντ Ομέρ
Με ένα πολύ λιτό αφηγηματικό ύφος όπου όλα στηρίζονται στην αφήγηση την ίδια και όχι στη δραματουργική πλοκή της ιστορίας, όπου οι επεξηγήσεις και η αναζήτηση των αιτίων του δράματος εναποτίθενται στη νόηση και κατανόηση του θεατή, η σκηνοθέτιδα Αλίς Ντιόπ, θέτει στο μικροσκόπιο την αντιμετώπιση του έμφυλου ρόλου της γυναίκας και τη μητρότητα στις σύγχρονες κοινωνίες
Σεντ Ομέρ / Saint Omer της Αλίς Ντιόπ (Γαλλία, 2022)
Γιατί η Λοράνς Κολύ σκότωσε τη 15 μηνών κόρη της;
Σε αυτό το ερώτημα καλείται το δικαστήριο να απαντήσει. Από το δικαστήριο αναμένει και η κατηγορούμενη να κατανοήσει και η ίδια τους λόγους που την οδήγησαν στη διάπραξη αυτού του εγκλήματος.
Πώς μία σύγχρονη γυναίκα από τη Σενεγάλη που έζησε μία συνηθισμένη παιδική ηλικία, που από τα παιδικά της χρόνια αγαπά πολύ τη λογοτεχνία και έλκεται από τη φιλοσοφία, μία γυναίκα που δείχνει χειραφετημένη και που θέλει να ακολουθήσει τη δική της ανεξάρτητη πορεία στη ζωή, φεύγοντας από τη χώρα της και πηγαίνοντας στο Παρίσι γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες, φτάνει στο σημείο να σκοτώσει το μωρό της; Και πώς φαίνεται η γυναίκα αυτή στα μάτια μιας ομοεθνούς συνομήλικής της εγκύου γυναίκας, της συγγραφέως Ραμά, που παρακολουθεί τη δίκη και που κατά τη διάρκεια αυτής, διαπιστώνει πολλά κοινά στις ζωές τους; Ποιοι αρχέγονοι φόβοι ξυπνούν μέσα της και από ποιους νομοτελειακούς κανόνες φοβάται η συγγραφέας ότι μπορεί να μην ξεφύγει ούτε η ίδια;
Μπορεί η εθνολογική ταυτότητα, τα πολιτισμικά στερεότυπα και οι προκαταλήψεις μίας φυλής να μας δώσουν τις απαντήσεις;
Στη Σενεγάλη το να έχεις παιδί εκτός γάμου σε στιγματίζει σαν γυναίκα. Αντιμετωπίζεσαι με πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια από τον περίγυρο και ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι δεδομένος. Αυτό ωθεί πολλές γυναίκες, ιδιαίτερα των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, να προβούν στον στραγγαλισμό των νεογέννητων μωρών τους μη μπορώντας να αντέξουν την τεράστια κοινωνική πίεση.
Όμως η ηρωίδα μας, η Λοράνς Κολύ, δεν μένει στη Σενεγάλη. Έζησε εκεί τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια και όταν ενηλικιώθηκε αποφάσισε να φύγει. Να πάει στο Παρίσι και εκεί να σπουδάσει αυτό που αγαπούσε, φιλοσοφία, μακριά από οτιδήποτε θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα όνειρά της.
Μακριά από τις προσδοκίες και τις προσβολές των γονιών της που οι ζωές τους τροφοδοτούνταν από τη ζωή της κόρης τους. Μακριά από αυτή την αόρατη μέγγενη που αρπάζει τα παιδιά από την πολύ μικρή τους ηλικία και τα καθοδηγεί και τα στρέφει, όχι προς την ανακάλυψη των πραγματικών τους «θέλω» και την ικανοποίηση αυτών, αλλά προς την επίτευξη των ανεκπλήρωτων επιθυμιών των γονιών τους. Ό,τι οι ίδιοι δεν κατάφεραν , κάποιος άλλος θα βρεθεί να το καταφέρει γι’ αυτούς. Έτσι νοείται για πολλούς η πρόοδος, έτσι νοείται για πολλούς η εξέλιξη του ατόμου, έτσι μιλάμε για παθογένεια της οικογένειας…
Μακριά από τις παραδόσεις και τα έθιμα της αφρικανικής χώρας που μέχρι το 1968 τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των κοριτσιών την αναλάμβανε η γηραιότερη θεία, που για μήνες αποσπούσε τα κορίτσια από τις οικογένειές τους στο “ιερό δάσος”, όπου εκεί λάμβαναν μέρος σε τελετές και μάθαιναν για την έμμηνο ρύση, τη σεξουαλικότητα, αλλά και για εναλλακτικές μεθόδους αντισύλληψης.
“Δεν ξέρω από τι ήθελα να ξεφύγω”, λέει η Λοράνς Κολύ στο δικαστήριο. Όμως ήθελα να φύγω… Και είναι πολλές οι φορές που στις ερωτήσεις της δικαστού απαντά: “Je ne sais pas”.
Υποστηρίχτρια της καρτεσιανής διανόησης, η Λοράνς Κοσύ φτάνοντας στο Παρίσι έρχεται αντιμέτωπη με τις δυτικές αντιλήψεις που η καταπίεση απλώνεται σε άλλα πλαίσια – τα πλαίσια αλλάζουν η καταπίεση παραμένει, είναι καλυμμένη. Ωστόσο η συγκάλυψη δεν εμποδίζει τη σταδιακή εμφάνισή της και τις επιπτώσεις της στον ψυχισμό της ηρωίδας μας. Η Λοράνς Κολύ βιώνει έντονα την απαξίωση και την υποτίμηση της προερχόμενη από τον εραστή της που αρνείται την οποιαδήποτε σύγκρουση με τους θεσμούς και τις νόρμες της κοινωνίας, ανίκανος έτσι να ανταποκριθεί σε όλα αυτά που εξελίσσουν έναν έρωτα σε μια μακροχρόνια αγάπη όπου η δοτικότητα, η αλληλοϋποστήριξη είναι οι κυρίαρχες συνιστώσες της.
Το περίφημο cogito ergo sum (σκέφτομαι άρα υπάρχω) δεν θα καταφέρει να τη βοηθήσει να νιώσει την ύπαρξή της μέσω της σκέψης της. Το τι είναι ορθολογικό να υποθέσει για το φύλο της θα προσκρούσει στα στερεότυπα και τους φραγμούς της «πολιτισμένης» δυτικής κοινωνίας που πίσω από το πέπλο της χειραφέτησης εξακολουθεί να διαιωνίζει ένα είδος αφαίμαξης της γυναικείας ύπαρξης, ένα είδος που δεν καταλύει τις παλιές ιεραρχήσεις, αλλά εξαρτώμενο κάθε φορά από τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες (που δυστυχώς όλο και χειροτερεύουν) δίνει συνέχεια στην ιεράρχηση και την άδικη αντιμετώπιση του έμφυλου ρόλου της γυναίκας.
Έτσι η Λοράνς Κολύ νιώθει ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από πουθενά. Νιώθει διαρκώς ότι καταδιώκεται. Νιώθει διαρκώς ότι απειλείται. Και όταν συνειδητοποιεί το αδιέξοδο της, φοβάται. Και ο φόβος της την απομακρύνει από όλους και όλα, και απομονώνεται. Είναι τόσο μόνη “που αγγίζει την ίδια της τη μοναξιά” όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ταινία. Και έτσι σιγά σιγά αλλάζει…. Η Λοράνς Κολύ θα μεταμορφωθεί σε μία σύγχρονη Μήδεια. Καθόλου τυχαία δεν είναι η παράθεση μιας σεκάνς από την ταινία του Παζολίνι «Μήδεια» όπου εκεί η πρωτόγονη φύση -μέσα από ιεροτελεστίες και ανθρωποθυσίες- της μητροκτόνου που νιώθει ότι η αγάπη της απειλείται από τη διεφθαρμένη πολιτική φιλοδοξία του συζύγου της, θα αναδυθεί, όταν το προσωπικό στοιχείο θα έρθει σε σφοδρή σύγκρουση με το πολιτισμικό.
Με ένα πολύ λιτό αφηγηματικό ύφος όπου όλα στηρίζονται στην αφήγηση την ίδια και όχι στη δραματουργική πλοκή της ιστορίας, όπου οι επεξηγήσεις και η αναζήτηση των αιτίων του δράματος εναποτίθενται στη νόηση και κατανόηση του θεατή, η Αλίς Ντιόπ μας παραδίδει μία ταινία όπου η μητρότητα και ο ρόλος της γυναίκας είναι άμεσα συνυφασμένα με ένα πολύπλοκο δίκτυο πολιτισμικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων, καθόλου εύκολο να ξεδιαλυθεί και καθόλου εύκολη η αποδέσμευση του ατόμου από αυτό. Όπως εξίσου δύσκολη ταυτόχρονα καθίσταται και η συγκρότηση της ταυτότητας, μιας ταυτότητας που δεν θα βασίζεται στο βιολογικό φύλο του ατόμου, αλλά στην ισότητα και στον ρόλο που κάθε άνθρωπος θα διαδραματίζει στο πλαίσιο αυτής, στοχεύοντας πάντα στη διαφύλαξη και διατήρησή της.
Η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Το 2016 έλαβε χώρα μια δίκη στο Σεντ Ομέρ της Γαλλίας, όπου η 39χρονη, σενεγαλέζικης καταγωγής Φαμπιέν Καμπού κάθισε στο εδώλιο κατηγορούμενη για τον φόνο της μόλις δεκαπέντε μηνών κόρης της, την οποία εγκατέλειψε στην παραλία. Τη δίκη εκείνη είχε παρακολουθήσει η σκηνοθέτιδα της ταινίας που διασκεύασε την ιστορία της Καμπού παραδίδοντάς μας την πρώτη ταινία μυθοπλασίας της.
Μία ταινία που απέσπασε το Αργυρό Λιοντάρι στη Βενετία και το Σεζάρ πρώτης ταινίας και που προβάλλεται στους κινηματογράφους.