Σούζαν Σάραντον – Η πιο τίμια Πασόκα του Χόλιγουντ
Ταλαντούχα και μαχητική, δε δίσταζε κατά καιρούς να γίνεται δυσάρεστη όχι μόνο στο συντηρητικό, αλλά και στο δημοκρατικό κατεστημένο των ΗΠΑ, κυρίως όταν δήλωσε μεγαλοφώνως την αποδοκιμασία της για τη Χίλαρι Κλίντον.
Η Σούζαν Αμπιγκέλι Τόμαλιν, γνωστότερη με το επίθετο του πρώτου της συζύγου Κρις Σάραντον, δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ταλαντούχα, μαχητική και αθυρόστομη όταν χρειαζόταν, είναι από τις γνωστότερες ηθοποιούς και ακτιβίστριες του Χόλιγουντ. Χωρίς να έχει κάποιο ιδιαίτερα ριζοσπαστικό πρόταγμα, δε δίσταζε κατά καιρούς να γίνεται δυσάρεστη όχι μόνο στο συντηρητικό, αλλά και στο δημοκρατικό κατεστημένο των ΗΠΑ, παρά την προέλευσή από αυτό, κυρίως όταν δήλωσε μεγαλοφώνως την αποδοκιμασία της για τη Χίλαρι Κλίντον.
Ήρθε στον κόσμο στις 4 Οκτώβρη 1946 στη Νέα Υόρκη, από βαθιά θρησκευόμενη καθολική οικογένεια, κάτι που είχε αντανάκλαση και στην εκπαίδευσή της, αφού αποφοίτησε από τη σχολή θεάτρου του Καθολικού Πανεπιστημίου Αμερικής το 1968. Εργάστηκε ως μοντέλο και έκανε μικρές εμφανίσες στον κινηματογράφο και σε σαπουνόπερες. Άρχισε να γίνεται γνωστή ως ενζενί στο θρυλικό “The Rocky Horror Picture Show” το 1975, ενώ συμπρωταγωνίστησε στο πλευρό του Ρόμπερτ Ρέντφορντ στο “Μεγάλο Γουόλντο Πέπερ”. Τη φήμη της εδραίωσαν δυο ταινίες του Louis Malle, με τον οποίο είχε συνδεθεί για κάποιο διάστημα, “Η κουκλίτσα της Νέας Ορλεάνης” με θέμα τη ζωή μιας ανήλικης πόρνης, την οποία υποδυόταν η μόλις 12χρονη τότε Μπρουκ Σιλντς, προκαλώντας σκάνδαλο λόγω των γυμνών σκηνών της πρωταγωνίστριας, και την γκανγκστερική ταινία “Atlantic City” στο πλευρό του Μπαρτ Λάνκαρστερ, που της έφερε και την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ το 1981. Αίσθηση προκάλεσε επίσης με την ταινία τρόμου “Αίμα και πάθος”, κυρίως λόγω της λεσβιακής ερωτικής σκηνής με την Κατρίν Ντενέβ.
Πραγαματική σταρ όμως έγινε χάρη στην πολύ πετυχημένη ρομαντική κομεντί “Bull Durham”, στα γυρίσματα της οποίας γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Τιμ Ρόμπινς, με τον οποίο θα γινόταν ζευγάρι για δεκαετίες και συνοδοιπόροι στους πολιτικούς αγώνες. Εμβληματικός παραμένει ο ρόλος της στην δραματική περιπέτεια του Ρίντλεϊ Σκοτ “Θέλμα και Λουίζ” το 1991, όπου υποδύεται τη δυναμική μα τραυματισμένη από το παρελθόν της σερβιτόρα Λουίζ, που το σκάει με τη φίλη της σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Για την ταινία αυτή, όπως και για τις δυο επόμενες “Λορέντσο” και “Ο Πελάτης” θα αποσπάσει και νέες υποψηφιότητες για Όσκαρ, κατακτώντας τελικά το πολυπόθητο βραβείο α’γυναικείου ρόλου για την ταινία “Θα ζήσω”, ένα δράμα-καταγγελία της θανατικής ποινής, όπου η Σάραντον υποδύεται μια καλόγρια που συμπαραστέκεται σε ένα θανατοποινίτη στις τελευταίες του στιγμές.
Συνέχισε σχεδόν αδιάλειπτα να πρωταγωνιστεί τα επόμενα χρόνια, ανάμεσά σε άλλες στην αντιπολεμική ταινία “Η κοιλάδα του Ηλά”, όπου υποδύεται τη μητέρα ενός στρατιώτη που εξαφανίζεται επιστρέφοντας από τη θητεία του στο Ιράκ και στην κοινωνική ταινία “Τρεις γενιές” όπου υποδύεται τη λεσβία γιαγιά μιας διεμφυλικής έφηβης. Είχε επίσης επιτυχημένες εμφανίσεις στην τηλεόραση, συμμετέχοντας ως γκεστ σταρ στα “Φιλαράκια”, το “Στην Εντατική” αλλά και πρόσφατα στην ανθολογία του HBO “Feud” όπου υποδύθηκε την ηθοποιό Bette Davis.
H πλούσια κοινωνικοπολιτική της δράση χρονολογείται τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’80, όταν επισκέφτηκε ως μέλος αντιπροσωπείας της οργάνωσης ΜΑDRE τη Νικαράγουα των Σαντινίστας. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η αντίθεσή της στον πόλεμο του Ιράκ, όχι μόνο τη χρονιά που ξέσπασε, το 2003, αλλά και για χρόνια μετά, απαιτώντας την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα. Υποστηρίκτρια του Δημοκρατικού κόμματος σε γενικές γραμμές, συχνά όχι των τελικών εκλεκτών για το προεδρικό χρίσμα, τάχθηκε χωρίς ενθουσιασμό υπέρ του Μπαράκ Ομπάμα, δηλώνοντας το 2012 πως “Δε θα έλεγα ότι ο Λευκός Οίκος με έχει πάρει υπό την προστασία του και με έκανε από τους κολλητούς του”. Κάποια χρόνια αργότερα δήλωνε για τη θητεία του: “Απέλασε περισσότερους ανθρώπους από όσους απελαύνονται τώρα (σ.σ επί Τραμπ). Πώς πήρε το Νόμπελ Ειρήνης δεν ξέρω. Πιστεύω ότι ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχει μια μαύρη οικογένεια στο Λευκό Οίκο και πιστεύω ότι κάποια από τα πράγματα που έκανε ήταν καλά. Το προσπάθησε σκληρά στην περίθαλψη, Αλλά δεν πήγε μέχρι τέλους λόγω των μεγάλων φαρμακευτικών. ”
Τάχθηκε στο πλευρό του Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα των Δημοκρατικών το 2016, αλλά αρνήθηκε να τον ακολουθήσει στην προτροπή του προς τους ψηφοφόρους του να στηρίξουν τη Χίλαρι Κλίντον στις εκλογές του Νοεμβρίου εκείνης της χρονιάς. Το γύρο του διαδικτύου και των διεθνών ΜΜΕ μάλιστα είχε κάνει η “προκλητική” δήλωσή της πως δεν την ενδιέφερε αν είναι γυναίκα η Κλίντον, καθώς “δεν ψηφίζει με το αιδοίο της”. Ψήψισε την υποψήφια των Πρασίνων Τζιλ Στάιν και δεν εμφανίστηκε “μεταμελημένη” ούτε μετά την εκλογή Τραμπ, υπογραμμίζοντας πως η Χϊλαρι Κλίντον είναι “επικίνδυνη” και αν είχε εκλεγεί “η Αμερική θα ήταν σε πόλεμο”.
Η στάση της αυτή της κόστισε οργισμένες ή χλευαστικές αντιδράσεις από ορισμένους συναδέλφους της, μερίδα του τύπου, αλλά και αυτούς που αποκαλεί η ίδια “τρολ της Χίλαρι”, που την απειλούσαν με ανώνυμα, συχνά σεξιστικού περιεχομένου μηνύματα. Η μόνη φορά που απολογήθηκε δημόσια για δήλωσή της ήταν το 2011 όταν είχε χαρακτηρίσει τον τότε πάπα Βενέδικτο, γερμανικής καταγωγής, “ναζί”, προκαλώντας τις αντιδράσεις της Καθολικής Εκκλησίας. Έχει καταγγείλλει επανειλημμένα τον ενδημικό ρατσισμό στις ΗΠΑ, με ιδιαίτερη ένταση μετά τα γεγονότα του Σάρλοτσβιλ το περσινό καλοκαίρι, όταν και δε δίστασε να πει πως: “Νομίζω ότι πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για ένα συστημικό πρόβλημα. Η χώρα αυτή ιδρύθηκε με την γενοκτονία των ιθαγενών Αμερικανών και στην πλάτη των σκλάβων και δεν νομίζω ότι όλο αυτό το έχουμε αντιμετωπίσει στην πραγματικότητα.” Πρόσφατα πάλι βρέθηκε στην επικαιρότητα για τη σύλληψή της στη διάρκεια διαδήλωσης γυναικών κατά του Τραμπ και της πολιτικής διαχωρισμού οικογενειών μεταναστών.