«Stop Making Sense» – Ένα μουσικό ντοκιμαντέρ σε σκηνοθεσία Τζόναθαν Ντέμι
Ένα σπουδαίο μουσικό γεγονός, που χαρακτηρίστηκε η καλύτερη συναυλία όλων των εποχών, βρίσκεται στις κινηματογραφικές αίθουσες…Όχι μόνο για τους λάτρεις του συγκροτήματος Talking Heads, αλλά και για όσους αναζητούν τα στοιχεία που καθιστούν τη μουσική ως την τέχνη της συναισθηματικής έκφρασης και της ψυχικής απελευθέρωσης του ατόμου
Πληρώνοντας το αντίτιμο ενός κινηματογραφικού εισιτήριου, απολαμβάνουμε 88 λεπτά μιας μουσικής πανδαισίας, σκηνοθετημένης από τον σκηνοθέτη της «Σιωπής των Αμνών». Ο Τζόναθαν Ντέμι μάς μεταφέρει 41 χρόνια πριν στο Pantages Theatre του Χόλιγουντ και ζούμε σχεδόν κυριολεκτικά, μεγάλες συναυλιακές στιγμές. Σχεδόν κυριολεκτικά, γιατί από τη στιγμή που εμφανίζεται με την ακουστική του κιθάρα και ένα μαγνητόφωνο στον χώρο ο Ντέιβιντ Μπερν, τραγουδώντας το «Psycho Killer» έχουμε αρχίσει να ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε κινηματογραφική αίθουσα και αποτελούμε και εμείς μέρος του κοινού του, του αθέατου σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της συναυλίας κοινού, που μας γίνεται όμως αντιληπτή η παρουσία του από τις επευφημίες και από τις αντιδράσεις της άφατης ικανοποίησης που νιώθει, παρακολουθώντας τη μεγαλειώδη συναυλία του υπέροχου αυτού μουσικού και του συγκροτήματός του. Πόσοι αλήθεια δεν έχουμε αγαπήσει αυτό το τραγούδι, πόσο σοφή επιλογή να αποτελέσει το εναρκτήριο τραγούδι μιας τέτοιας συναυλίας και πόσο άρτια αποδίδεται σκηνοθετικά η είσοδος στη σκηνή του Ντέιβιντ Μπερν με τον αργό βηματισμό του, φορώντας λευκά sneakers με την κάμερα να εστιάζει σε αυτά, που κινούνται μέσα σε ένα μαύρο φόντο εισάγοντάς μας στο εγχείρημα που ακολουθεί, να φωτιστεί μέσω της μουσικής ερμηνείας η ταραγμένη ψυχή ενός παρανοϊκού, να φωτιστούν οι σκοτεινές μεριές της ανθρώπινης ψυχής…
Ο Τζόναθαν Ντέμι πριν από 41 χρόνια σκηνοθετούσε το «Stop Making Sense» μια συναυλία του αμερικανικού συγκροτήματος Talking Heads, που από πολλούς θεωρήθηκε η καλύτερη συναυλία όλων των εποχών. Το μουσικό αυτό ντοκιμαντέρ γυρίστηκε σε 4 νύχτες στο Pantages Theatre του Χόλιγουντ τον Δεκέμβριο του 1983, κατά τη διάρκεια της περιοδείας των Talking Heads προκειμένου να προωθήσουν το άλμπουμ τους «Speaking in Tongues».
Αντλώντας από το Punk, το New Wave, το Art Rock, οι Talking Heads δημιούργησαν έναν ήχο μοναδικά δικό τους μεν, αλλά που αγκαλιάζει μέσα του πολλούς ήχους που προέρχονται από άλλους μεγάλους καλλιτέχνες που χάραξαν τους δικούς τους μουσικούς δρόμους στην ιστορία της μουσικής σκηνής. Τζαμαρίσματα, φανκ, αfrobeat μία ποικιλία ειδών μουσικής συνδυασμένα άρτια μεταξύ τους, δημιουργούν μια μουσική πανδαισία που ακόμη και ο αμύητος ακροατής παραμένει καθηλωμένος. Περφόρμερς, χορεύτριες και τραγουδίστριες συνάμα, ένας Ντέηβιντ Μπερν όπου στο «Once in a Lifetime» τον βλέπουμε να χορεύει άτακτα, να κινείται σπασμωδικά προκαλώντας συσπάσεις σε όλο του το σώμα μέσα στο extra large κοστούμι του, ενώ στο «Life Dema Wartime – This Ain’t No Party… This Ain’t No Disco… This Ain’t No Foolin’ Around» παρακολουθούμε τον ίδιο μαζί με τις τραγουδίστριες που βρίσκονται στη σκηνή, να επιδίδονται σε αερόβιες ασκήσεις και τζόκινγκ σε ένα μουσικό και οπτικό κρεσέντο που κινητοποιεί συναισθηματικά όλο μας το είναι.
Λευκοί και μαύροι συναντιούνται στη σκηνή, όχι μόνο ως φυσικές παρουσίες αλλά και θεματικά μεταφέροντας τα κοινά τους βιώματα μέσα από τα διαφορετικά είδη μουσικής τους, αποδεικνύοντας ότι η μουσική τέχνη αναδεικνύει τις κοινές εμπειρίες, τα κοινά βιώματα, τους κοινούς προβληματισμούς των ανθρώπων, καταργώντας τις διαχωριστικές γραμμές που θέλουν να τους κρατούν περιχαρακωμένους, προάγοντας την ενότητα και τη δημιουργικότητα τους και καταδεικνύοντας ότι τα όρια και οι διαχωριστικές γραμμές είναι δημιουργήματα συμφερόντων που καμία σχέση δεν έχουν με τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων.
Στη μουσική επιστήμη έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες σχετικά με τον τρόπο που η μουσική διεγείρει τα συναισθήματά μας. Αναζητούνται τα στοιχεία εκείνα του μουσικού κομματιού και του τρόπου που αυτό εκτελείται, που επηρεάζουν τον ψυχικό μας κόσμο και που μας κάνουν την ώρα που ακούμε το μουσικό κομμάτι να ερχόμαστε σε επαφή με τον δικό μας εσωτερικό κόσμο και μέσα από μία άλλη οδό να προσπαθούμε να κατανοήσουμε και να εκφράσουμε ό,τι στην καθημερινότητά μας δεν μπορούμε. Νομίζω, ότι οι περισσότερες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί σε μία προσπάθεια να ερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο η μουσική εκφράζει και εγείρει τα συναισθήματά μας, καθώς και το κατά πόσο η έγερση αυτή των συναισθημάτων συνιστούν αναγκαίο στοιχείο της μουσικής, συνενώνονται με έναν εποικοδομητικό τρόπο σε αυτή τη μουσική παράσταση, σε αυτό το μουσικό ντοκιμαντέρ. Το ίδιο το μουσικό έργο των Talking Heads, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και ο τρόπος με τον οποίο αυτά μας αποκαλύπτονται με τη συμμετοχή όλων των συντελεστών – και αυτών που βρίσκονται στη σκηνή και των αθέατων που εμφανίζονται στο τέλος – λειτουργούν αποτελεσματικά στην έγερση των συναισθημάτων μας και στο να βιώνουμε έντονα αυτή τη μουσική εμπειρία.
Η ταυτόχρονη κινηματογραφική σύλληψη των προσώπων που μας χαρίζουν το ανεπανάληπτο σόου τους, ο συντονισμός και συγχρονισμός τους, όπου μέσα σε αυτόν διακρίνεις και τη διαφορετική έκφραση του καθενός χωριστά, η μουσική και οι στίχοι φυσικά, που αποτελούν το μέσο μεταφοράς μίας έκφρασης στην οποία ανακαλύπτεις πολλά κοινά βιώματα, πολλούς κοινούς δρόμους απελευθέρωσης, όλα αυτά οδηγούν στην εδραίωση μίας πολύ δυνατής σχέσης μεταξύ ακροατή και μουσικής. Γιατί νιώθεις ότι ανάμεσα σε αυτούς που παρουσιάζουν τη μουσική τους παράσταση, σε αυτόν που τους κινηματογραφεί, στο ζωντανό κοινό που υπάρχει στην αίθουσα και σε εσένα που 41 χρόνια μετά, όλα αυτά τα παρακολουθείς μέσα στη σκοτεινή αίθουσα κάποιου κινηματογράφου, αναπτύσσεται ένας συνεκτικός δεσμός, ο οποίος διαρθρώνεται πάνω σε έναν κοινό τόπο ενός βιώματος που διαμορφώνεται από την επίδραση που ασκεί αυτό το μουσικό γεγονός πάνω σου, σε όλες του τις εκφάνσεις.
Μια ανεπανάληπτη μουσική εμπειρία, που από αυτή την εβδομάδα μπορούμε να τη βιώσουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες.