Τα αντικομμουνιστικά έπη του Τζέιμς Πάρις
Από τα τανκς στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του ως την ντεμέκ “συμφιλιωτική” εμφυλιοπολεμική ταινία “Δώστε τα χέρια” .
Αν η χούντα είχε κινηματογραφικό άλτερ έγκο, αυτό δεν ήταν σίγουρα άλλο από τον Ελληνοαμερικανό παραγωγό Τζέιμς Πάρις, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1982. Τα εθνικοπατριωτικά έπη που τον καθιέρωσαν, εξακολουθούν να κοσμούν τη μικρή οθόνη κατά τις εθνικές επετείους, ενώ τα τελευταία χρόνια αναβιώνει, κυρίως στο Κανάλι Ε, τουλάχιστον το ένα από τα δύο αμιγώς αντικομμουνιστικά του πονήματα, το “Στα Σύνορα της προδοσίας”, που αξίζει να δει κάθε φίλος του καλτ έστω και για μία φορά στη ζωή του.
Ο Δημήτρης Παρασχάκης γεννήθηκε το 1921 στη Μυτιλήνη, κι αργότερα έκανε σπουδές πάνω στο γεωργικό τομέα στη Θεσσαλονίκη και τη Βηρυττό. Μετανάστευσε στην Αμερική το 1948, σπουδάζοντας στην κινηματογραφική σχολή της 20th Century Fox. Ακολούθησε καριέρα στο τμήμα διαφήμισης της United Artists κι ως βοηθός παραγωγής στην 20th Century Fox. Ακολουθώντας τη λογική “καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη Ρώμη”, ο Τζέιμς Πάρις, όπως λεγόταν πια ο πολιτογραφημένος Αμερικανός, επέστρεψε στην Ελλάδα όπου ασχολήθηκε με την παραγωγή ταινιών, συνολικά 54 στον αριθμό.
Οι πρώτες του ταινίες ήταν μελοδράματα και κωμωδίες του συρμού, ξεχασμένα εν πολλοίς σήμερα. Η στροφή του στο πατριωτικό ρεπερτόριο έρχεται λίγο πριν τη χούντα, με την ταινία “Ξεχασμένοι ήρωες”, όπου ο Γιάννης Βόγλης ως αξιωματικός του στρατού μεταμφιέζεται σε μοναχό με στόχο τη διενέργεια σαμποτάζ και παράλληλα γοητεύει μια πράκτορα των Γερμανών που περνάει με το μέρος του. Το μόνο αξιομνημόνευτο στην ταινία είναι η θεαματική διαφημιστική εκστρατεία του Πάρις στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1966, όταν έβγαλε τανκς στους δρόμους της πόλης να διαφημίζουν την ταινία, ενώ στρατιωτικό άγημα απέδιδε τιμές στην είσοδο. Το εντυπωσιακό εδώ δεν είναι μόνο η προνομιακή σχέση του παραγωγού με το στρατό και το κράτος ήδη πριν από τη δικτατορία, αλλά κυρίως το γεγονός πως η από κάθε άποψη μετριότατη ταινία απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας από μια κριτική επιτροπή που περιλάμβανε μεταξύ άλλων το Μάνο Χατζιδάκι, το Γιάννη Τσαρούχη και την Έλλη Λαμπέτη.
Η χρυσή εποχή του Τζέιμς Πάρις έρχεται φυσικά επί εθνοσωτηρίου, όταν ο ίδιος γίνεται εθνικός μας παραγωγός και οι κάνουλες των κρατικών ταμείων έρρεαν ακόμα πιο άφθονες για τη στήριξη των γυρισμάτων. Γνωστότερες σήμερα είναι οι ταινίες “Όχι” με τον Κώστα Πρέκα (“Ελάτε να τα πάρετε“) και φυσικά ο “Παπαφλέσας” με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ (“Μην τους φοβάστε, νικάμε“), μια ταινία που υπηρετούσε άριστα τις φαντασιώσεις σύνδεσης της χούντας των συνταγματαρών με τους επαναστάτες του ’21.
Εκείνες όμως που πραγματικά ξεχωρίζουν είναι οι δυο κινηματογραφικές καταγγελίες-κόλαφοι του συμμοριτισμού, τα “Σύνορα της προδοσίας” και το “Δώστε τα χέρια”. Το πρώτο μάλιστα, πάντα με τον Κώστα Πρέκα στον πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι απλά σάρωσε τα βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1968 (όπου ο Πάρις συνέχισε τα κατορθώματά του, θεσπίζοντας βραβείο για όποια στάρλετ γδυνόταν την ώρα της απονομής), αλλά και τα ταμεία, καθώς ήταν η μόνη ταινία που κονταροχτυπήθηκε στα ίσα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, για να έρθει τελικά δεύτερη με 711.000 εισιτήρια πίσω από “Την Αρχόντισσα και τον Αλήτη”. Αλητεία…
Στο εν λόγω αριστούργημα η χούντα παραχώρησε το κτίριο της Βουλής για τα γυρίσματα της ταινίας, κι εκεί γυρίστηκαν σκηνές όπως η δίκη του Πρέκα, και πιθανότατα και κάποιες από όσες υποτίθεται πως διαδραματίζονταν στο Κρεμλίνο. Η υπόθεση τσακίζει κόκκαλα, καθώς ο Πρέκας, Γιώργος Δημήτριεβιτς, καγκεμπίτης με σέρβικο επίθετο, φτάνει στην Ελλάδα ντυμένος γυναίκα (γιατί τέτχοιοι είναι οι κομμουνιστές), με στόχο έναν Βρετανό αξιωματικό που διαθέτει πληροφορίες για τις αντιπυραυλικές εγκαταστάσεις του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα. Σύνδεσμός του είναι ο Στέφανος Στρατηγός, στο ρόλο του μοχθηρού ινστρούχτορα.
Μαζί προκαλούν αυτοκινητιστικό δυστύχημα για να παγιδεύσουν το Χάρλοου, ο οποίος με τη σειρά του χτυπά το αυτοκίνητο της Βέρας Κρούσκα, στο ρόλο καμπαρετζούς που εκβιάζουν οι κομμουνιστές και συμμετέχει στη σκευωρία. Σκοπός της είναι να μάθει την τύχη του πατέρα της που είναι φυλακισμένος σε γκούλαγκ (τα οποία είχαν κλείσει προ πολλού το 1968, αλλά ποτέ δεν αφήνουμε τις λεπτομέρειες να χαλάσουν μια όμορφη ιστορία). Στην πραγματικότητα βέβαια ο πατέρας έχει ήδη πεθάνει, αλλά αυτό η δυστυχής κοπέλα θα το μάθει μόνο προς το τέλος της ταινίας. Μεγαλύτερες αποκαλύψεις περιμένουν όμως τον πράκτορά μας, ο οποίος ως Γιώργος Δάρρας πλέον θα συνδεθεί με τη νεαρή δασκάλα Καίτη Παπανίκα, που κατά σύμπτωση τυγχάνει αδερφή ταγματάρχη της ελληνικής αντικατασκοπίας, που υποδύεται ο Ανδρέας Μπάρκουλης (για να δείτε πόσο σταρ ήταν ο Πρέκας, περιόριζε το Μπάρκουλη σε β’ ρόλο). Ο αδερφός τελικά συλλαμβάνει τον καγκεμπίτη, στη δίκη όμως μαθαίνουμε ότι ο Δημήτριεβιτς δεν ήταν παρά ένα ακόμα θύμα της κομμουνιστικής θηριωδίας του παιδομαζώματος. Ο ήρωάς μας βλέπει το φως το αληθινό, μιλάει μέσα του η αθάνατη ελληνική ψυχή κι η ταινία κλείνει με τους πρωταγωνιστές να αγκαλιάζονται και μια πανέμορφη στρατιωτική παρέλαση στην πλατεία συντάγματος, για όσους δεν είχαν σακουλευτεί τα υψηλά νοήματα από νωρίτερα.
Όσο υπέροχη κι αν ήταν βέβαια η προηγούμενη ταινία, δε μπορεί ν’αγγίξει τα ύψη της λιγότερο πετυχημένης εμπορικά, μα τουλάχιστον εξίσου άρτιας καλλιτεχνικά “Δώστε τα χέρια”, αυτή τη φορά με τον Χρήστο Πολίτη (κατά κόσμο Γιάγκο Δράκο) στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μαζί με τη Βέρα Κρούσκα και το Χρήστο Νέγκα. Δυο νέοι, ο Γιώργος κι ο Ανδρέας πολεμούν στην κατοχή κατά του κατακτητή, ο ένας ως αξιωματικός του στρατού κι ο άλλος ως αντάρτης, μαζί με την αδελφή του φίλου του Φιλιώ με την οποία διατηρεί δεσμό. Η κοπέλα εκτελείται από τους Γερμανούς, με προδοσία ενός κομμουνιστή (φυσικά), όπως μαθαίνουμε αργότερα. Στη διάρκεια του εμφυλίου οι δυο παλιοί φίλοι πολεμούν από διαφορετικά μετερίζια, ο ένας στο ΔΣΕ, που κάτα την ταινία δεν διαφέρει και πολύ από τους ναζί στη συμπεριφορά, κι ο άλλος στον Εθνικό Στρατό, όπου βασιλεύει ο ιπποτισμός και η επιείκια στον αντίπαλο. Θεϊκή η σκηνή, όπου αξιωματικός πετά χειροβομβίδα αναφωνώντας “Πάρε κουφέτα Στάλιν!”.
Όπως τα φέρνει η ζωή και το ευρηματικό σενάριο, Γιώργος και Ανδρέας καταδιώκουν ο ένας τον άλλον, μέχρι που τελικά ο πρώτος παραδίδεται στο φίλο του και οδηγείται στο στρατοδικείο, όπου ο μειλίχιος βασιλικός επίτροπος και οι υπόλοιποι στρατοδίκες πείθουν τον αντάρτη να δει την πλάνη του και να μετανοήσει. Σε ένα κρεσέντο μεταμέλειας αλλά και οργής για τους συμμορίτες που τον παρέσυραν, κατηγορεί τις δύσκολες κοινωνικές συνθήκες για την εμπλοκή του μαζί τους, αλλά και τους “λογάδες της δεκάρας” και τους “πολιτικάντηδες”, οι οποίοι ευτυχώς την εποχή των γυρισμάτων έχουν ήδη αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά από τον ρωμαλέο στρατό που ήρθε να ενώσει τους Έλληνες, μακριά από κόμματα και χρώματα. Δυστυχώς ορισμένοι φανατικοί δε θέλουν να βάλουν μυαλό, κι έτσι ένας φανατικός καμουφλαρισμένος πρώην σύντροφος του κατηγορούμενου τον δολοφονεί μέσα στην αίθουσα, για να μην εφησυχάσει κανείς και θεωρήσει ότι υπάρχει άλλη λύση πέρα από τους καραβανάδες για να αντιμετωπίσει την κόκκινη απειλή που παρεισφρύει ακόμα και στην καρδιά του αντιπάλου.Στα παράπλευρα μπόνους της ταινίας η απόλυτα ταιριαστή μουσική επένδυση του Γιώργου Κατσαρού, του οποίου η χρυσή εποχή ως γνωστόν συνέπεσε με εκείνη της επταετίας και βλέποντας το έργο αναρωτιόμαστε γιατί.
Το τέλος του λεγόμενου “παλιού ελληνικού κινηματογράφου” και η πτώση της χούντας έφερε και την αντίστοιχη παρακμή του “ανθρώπου που εισήγαγε τον όρο υπερπαραγωγή στην Ελλάδα”, όπως θα διαβάσει κανείς πολλάκις στο διαδίκτυο, κι ο Τζέιμς Πάρις γύρισε ελάχιστες ταινίες στη μεταπολίτευση, με τελευταία την “Ώρα του Λύκου” το 1979. Έφυγε ξεχασμένος μάλλον εν μέσω πασοκικής αλλαγής το 1982, το έργο του ωστόσο θα μείνει να μας συντροφεύει για καιρό, για να μας θυμίζει τι ακριβώς συνέβαινε όταν οι νικητές του εμφυλίου είχαν την ιδεολογική ηγεμονία όπως εκείνοι την εννοούν, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη.