“Τα πουλιά” του Άλφρεντ Χίτσκοκ – Ψυχρός Πόλεμος και κομμουνιστικός κίνδυνος σε συσκευασία θρίλερ
Συνήθως η ταινία ερμηνεύεται ψυχαναλυτικά ή θρησκευτικά, ωστόσο μια ανάγνωση των συμβολισμών της ταινίας, καθώς και η ένταξη στα ιστορικά της συμφραζόμενα καταδεικνύει τον λανθάνοντα ψυχροπολεμικό της χαρακτήρα
Σαν σήμερα γεννήθηκε το 1899 ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, “πατέρας” των ψυχολογικών θρίλερ κι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα. Αν και απέφευγε τόσο στην προσωπική του ζωή, όσο και στις ταινίες του να κάνει ανοιχτές πολιτικές αναφορές, πολλά από τα έργα του φέρουν έμμεσες αναφορές στην ιδεολογία του. Η πιο πολιτική ταινία του θεωρούνται “Τα πουλιά” (1963), μια από τις πιο χαρακτηριστικές του σκηνοθέτη, και για κάποιους η τελευταία του “μεγάλη” ταινία. Η υπόθεση είναι απλή κι επικεντρώνεται γύρω από την άφιξη μιας καλομαθημένης κυρίας της καλής κοινωνίας, της Μέλανι Ντάνιελς, που ταξιδεύει στην ειδυλλιακή Μποντέγκα Μπέι του Σαν Φραντσίσκο για να ανταποδώσει μια φάρσα στον δικηγόρο Μιτς Μπρένερ που γνώρισε σε πετ σοπ. Φτάνοντας δέχεται μια επίθεση από γλάρο, ενώ αργότερα η μητέρα του Μιτς Λύντια βρίσκει νεκρό ένα γείτονά της από σμήνος πουλιών. Σύντομα και χωρίς καμία προφανή αιτία, τα πουλιά “καταλαμβάνουν” την πόλη επιτιθέμενα στους κατοίκους και σπέρνοντας τον τρόμο.
Συνήθως η ταινία ερμηνεύεται ψυχαναλυτικά ή θρησκευτικά, ωστόσο μια ανάγνωση των συμβολισμών της ταινίας, καθώς και η ένταξη στα ιστορικά της συμφραζόμενα καταδεικνύει τον λανθάνοντα ψυχροπολεμικό της χαρακτήρα. Βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα της Δάφνης ντε Μωριέ του 1952, γράφτηκε σε σενάριο του Έβαν Χάντερ, το 1962 την εποχή της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα. Ο φόβος μιας πυρηνικής επίθεσης των Σοβιετικών αναζωπυρώθηκε εντονότερα από ποτέ. Η δημιουργία ενός χαρακτήρα σαν τη Μέλανι Ντάνιελς, δεν είναι τυχαίος, αλλά βασιζόταν στην πεποίθηση του Χίτσκοκ ότι κάποιοι άνθρωποι περνούσαν αμέριμνοι τη ζωή τους χωρίς να συνειδητοποιούν πως “η καταστροφή ίσως πλησιάζει”. Συγκεκριμένα, ο Χίτσκοκ έλεγε για την Ντάνιελς πως “Τέτοιοι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι η καταστροφή μας περιτριγυρίζει άλλο. Αλλά νομίζω ότι αν όντως έρθει η καταστροφή, αν οι άνθρωποι σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, θα είναι μια χαρά”. Στα 1963 η λέξη “καταστροφή” έφερνε ως πρώτο συνειρμό και το επίθετο “πυρηνική”. Η ίδια η τοποθεσία της Μποντέγκα Μπέι είναι μια κοινότητα βγαλμένη από το “Αμερικάνικο όριο”, μια μεσοαστική πόλη αποκλειστικά λευκών, γεμάτη άψογες οικογένειες, όμορφα σπίτια και πολλές επιχειρήσεις. Στο τοπίο κυριαρχούν τα χρώματα λευκό, μπλε και κόκκινο, τα χρώματα δηλαδή της αμερικανικής σημαίας. Το “πατριωτικό” μήνυμα μεταδίδεται εντονότερα τόσο από την ενδυμασία των μαθητών του σχολείου στα ίδια χρώματα, όσο κι από την ύπαρξη ενός πορτρέτου του Τζωρτζ Ουάσινγκτον λίγο πιο πέρα από την αμερικανική σημαία.
Η ιδανική αυτή κοινωνία όμως προβάλλεται ανυπεράσπιστη απέναντι σε μια μυστηριώδη απειλή, που ξεκινά ύπουλα να επιτίθεται πριν εξαπλωθεί ορμητικά, όπως ακριβώς και οι κομμουνιστές στο ψυχροπολεμικό αμερικανικό φαντασιακό. Η χρήση πουλιών ως συμβόλου χάους δεν είναι εξάλλου κάτι νέο στο Χίτσκοκ, καθώς παρόμοια χρήση είχαν σε ταινίες όπως “Σκότωσα για την τιμή μου” (1929) καθώς και στη διάσημη “Ψυχώ” (1960). Στην προκειμένη περίπτωση, τα πουλιά εξομοιώνονται και με βόμβες, που πέφτουν σαν αυτές από τον ουρανό, επιτιθέμενες σε γυναίκες, παιδιά και τελικά σε όλη την φαινομενικά προστατευμένη κοινότητα. Σε μια από τις σκηνές η πόλη μας παρουσιάζεται από ψηλά μέσα από την οπτική των πουλιών, κατά το Χίτσκοκ για να αποδώσει με ακρίβεια την τοπογραφία της πόλης, η επιλογή όμως έχει και μια δεύτερη ανάγνωση. Ο ίδιος δεν έκρυβε πως ήθελε οι επιθέσεις των πουλιών να θυμίζουν τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά την εποχή συγγραφής του σεναρίου και προβολής της ταινίας επίκαιρος είναι όχι ο βομβαρδισμός του πολέμου, αλλά το ενδεχόμενο ατομικών βομβών σε αμερικανικό έδαφος κι είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτός ο παράγοντας δεν επηρέασε την ταινία.
Εξάλλου δεν μπορεί να θεωρηθεί εύκολα τυχαίο το γεγονός πως τα αποτελέσματα των επιθέσενω συχνά παραπέμπουν σε εκείνες ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. Κάποια από τα θύματα των πουλιών ανευρίσκονται χωρίς μάτια, ήταν όμως γνωστό ιδίως εκείνη την εποχή πως μια πυρηνική έκρηξη μπορεί να προκαλέσει στο θεατή σοβαρά εγκαύματα ως και λιώσιμο των ματιών. Μια από τις επιζήσασες πάλι, η μικρή Κάθι Μπρένερ, εμφανίζει μετά την επίθεση συμπτώματα που παραπέμπουν σε έκθεση στη ραδιενέργεια, με ωχρότητα, κόκκινα μάτια, ιδρώτα και εμετούς.
Ο εχθρός που κρύβεται πίσω από τα πουλιά είναι ένας και φυσικά πρόκειται για τους κομμουνιστές. Η ταινία παρουσιάζει τον τοπικό ορνιθολόγο να εκπλήσσεται που τόσα διαφορετικά είδη πουλιών ενώνονται μεταξύ τους. “Αν συμβεί, είμαστε χαμένοι”, εμφανίζεται να λέει αντανακλώντας το φόβο μπροστά στο διεθνισμό του κομμουνισμού, που έχει τη δυνατότητα να καταργεί εθνοτικές, θρησκευτικές και φυλετικές διαφορές απειλώντας το -κατά φαντασίαν -ομοιογενές οικοδόμημα των μεταπολεμικών ΗΠΑ. Αυτός ο φόβος της κομμουνιστικής διείσδυσης εκφράζεται κι από το ερώτημα ενός άλλου χαρακτήρα, που αναρωτιέται αν τα πουλιά “σταματούν ποτέ να μεταναστεύουν”, υπονοώντας τον κίνδυνο κομμουνιστικής “μόλυνσης” σε μια δημοκρατική, ανοιχτή κοινωνία όπως ήθελε να φαντάζεται τον εαυτό της η αμερικανική.
Η περιορισμένη χρήση του κόκκινου (που δεν ανήκε στα αγαπημένα χρώματα του Χίτσκοκ) απομονωμένου από το λευκό και το μπλε της αστερόεσσας σε κάποια πλάνα, υπογραμμίζει την ύπαρξη μιας “κόκκινης απειλής”. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στην αυλή της οικογένειας Μπρένερ, όπου οι κοκκινωπές κότες στο κοτέτσι ξεκινούν απεργία πείνας κι αρχίζουν να αψηφούν τον “αφέντη” τους. Το μήνυμα είναι έμμεσο πλην σαφές: Η επανάσταση έχει αρχίσει, οι ξενόφερτοι ή ξενόδουλοι πράκτορες (τα άλλα πουλιά) παρασύρουν φιλήσυχες κότες (απλούς Αμερικανούς πολίτες) σε ανήκουστες και δυνάμει απειλητικές για το σύστημα πράξεις.
Στον αντίποδα έχουμε τον δικηγόρο Μιτς, που παραπέμπει στο Τζον Κένεντι, που χειρίστηκε “αγέρωχα” την κρίση των πυραύλων, όπως εκείνος θα προσπαθήσει να προστατεύσει την κοινότητά και την οικογένειά του, παρέχοντας ένα πρότυπο προς ταύτιση στο θεατή. Ακόμα και η καταληκτική σκηνή με το όχημα του Μιτς και τρεις επιζήσασες γυναίκες,να περνούν μέσα από ένα τοπίο καλυμμένο από πουλιά, παραπέμπει στα ίχνη ενός πυρηνικού ολέθρου. Το γεγονός πως η τελική τύχη των πρωταγωνιστών παραμένει αβέβαιη έχει επίσης τη σημασία του: Μπορεί κάποιοι να γλίτωσαν το πρώτο χτύπημα, πουθενά όμως δεν υπάρχει ασφαλής χώρος όσο υφίσταται ο “εχθρός”, που όσο κι αν δεν κατονομάζεται ευθέως, εύκολα θα μπορούσε να αναγνωριστεί, αν όχι ευθέως, τουλάχιστον υποσυνείδητα κι έτσι πιθανότητα ακόμα πιο αποτελεσματικά, ως οι κομμουνιστές εντός κι εκτός ΗΠΑ.
Με στοιχεία από την εργασία του Bailey Dawn Antonishyn, Purchasing Fear: Analysing cold war ideologies in Alfred Hitchcocks The Birds