Τα σκαμπανεβάσματα του Ρόμπερτ ντε Νίρο – Μια ασταθής υποκριτική ιδιοφυΐα
Χάρισε πολλά διαμάντια με τις ερμηνείες του, που κινδύνευσαν να χαθούν κατά διαστήματα σε έναν ωκεανό στερεότυπων ρόλων σε απλοϊκές κωμωδίες και δράματα ή θρίλερ του συρμού.
Καμιά φορά όταν έχεις κατακτήσει από νωρίς το Έβερεστ μπορεί μετά να αρκεστείς σε λοφίσκους και πεδιάδες. Αυτή τουλάχιστον την εντύπωση δίνει η καριέρα του Ρόμπερτ ντε Νίρο, ο οποίος ακόμα κι αν είχε σταματήσει την καριέρα του πριν σαράντα χρόνια θα αρκούσε για να γίνει θρύλος στο χώρο της υποκριτικής. Αυτό δε σημαίνει βέβαια πως οι μεταγενέστερες ταινίες του είναι συλλήβδην για τα σκουπίδια, απλώς ότι όπως και αρκετοί ομότεχνοί του εκείνης της γενιάς αδίκησε το ταλέντο του με αρκετή μετριότητα στις επιλογές του, αν και από την άλλη είναι ένα ζήτημα πόσο μεγάλα είναι τα περιθώρια επιλογής στο Χόλιγουντ, τουλάχιστον για κάποιον που θέλει να παίζει συχνά.
Γεννημένος σε καλλιτεχνικό, αλλά φτωχικό περιβάλλον σαν σήμερα το 1943 στη Νέα Υόρκη, άφησε το σχολείο στα 16 του για να φοιτήσει σε δραματική σχολή. Από 10 ετών ήξερε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός, μετά την εμφάνιση του σε σχολική παράσταση του “Μάγου του Οζ”. Εμφανίστηκε στο θέατρο αρχικά και αργότερα στην ταινία του Μπράιαν ντε Πάλμα “Τόπο στα νιάτα” (κυκλοφόρησε το 1969, αν κι είχε γυριστεί έξι χρόνια νωρίτερα), ενώ συνέχισε με μικρούς ρόλους τα επόμενα χρόνια. Το ταλέντο του άρχισε να αναγνωρίζεται με το αθλητικό δράμα “Bang the drum slowly”, όπου υποδύεται έναν ετοιμοθάνατο παίκτη του μπέιζμπολ. Το 1973 ξεκινά η μακροχρόνια συνεργασία του με τον Μάρτιν Σκορζέζε στους “Κακόφημους δρόμους”, που θα γνωρίσει σημαντική εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Ως το 1995 έμελε να εμφανιστεί σε άλλες επτά ταινίες του σκηνοθέτη, υποδυόμενους σκοτεινούς και περίπλοκους αντιήρωες. Η ερμηνεία του θα είναι καταλυτική και για έναν άλλο λόγο, καθώς εκεί θα τον προσέξει ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, δίνοντάς τον ρόλο του νεαρού Βίτο Κορλεόν στο δεύτερο μέρος του Νονού (1974), ενώ στην πρώτη ταινία ο Ντε Νίρο είχε κοπεί στις οντισιόν. Ο ντε Νίρο γίνεται πλέον διεθνής σταρ και κερδίζει όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου.
Στη συνέχεια συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι κι ο Ελία Καζάν, αλλά πραγματικός σταθμός στην καριέρα του ήταν η θρυλική ταινία “Ο Ταξιτζής” (1976) του Σκορζέζε, όπου ο Ντε Νίρο υποδύεται έναν βετεράνο του Βιετνάμ με ψυχολογικά προβλήματα, που εργάζεται τα βραδιά ως οδηγός ταξί για να καταπολεμήσει τις αϋπνίες του. Για την ταινία ο Ντε Νίρο πέρασε βδομάδες οδηγώντας ταξί στη Νέα Υόρκη, ενώ η εντατική του προετοιμασία πριν από κάθε ρόλο έγινε σήμα κατατεθέν του ηθοποιού. Όσκαρ έλαβε και για το ρόλο του στη διάσημα αντιπολεμική ταινία “Ο Ελαφοκυνηγός” (1978) όπως κι εκείνον του πυγμάχου Τζέικ Λα Μότα στο “Οργισμένο είδωλο” (1980).
Τη δεκαετία του ’80 εμφανίστηκε σε μια σειρά ταινιών που τότε απέτυχαν στα ταμεία, αλλά σήμερα είναι “τοτέμ” των σινεφίλ, όπως η επική ταινία του Σέρτζιο Λεόνε “Κάποτε στην Αμερική” (1984), το “Βασιλιάς για μια νύχτα” (1983) και η φουτουριστική σάτιρα του Τέρι Γκίλιαμ “Μπραζίλ” (1985). Από τις πιο εμπορικές του ταινίες εκείνης της δεκαετίας ξεχωρίζουν οι “Αδιάφθοροι” του Ντε Πάλμα, με τον ίδιο ανάμεσα σε ένα καστ γεμάτο σταρ να υποδύεται τον διαβόητο γκάνγκστερ Αλ Καπόνε. Την κωμική του φλέβα έδειξε για πρώτη φορά στην ταινία “Ο Διώκτης του Μεσονυχτίου” (1988).
Από τις υπόλοιπες συνεργασίες του με τον Μάρτιν Σκορσέζε, τις καλύτερες κριτικές απέσπασε για την γκανγκστερική ταινία “Τα καλά παιδιά” (1990). Τη δεκαετία του ’90 έπαιξε πολλούς κωμικούς ρόλους, με σημαντικότερο εκείνον στον “Ανάλυσέ το”, όπου υποδύεται ένα μαφιόζο σε συνεδρίες με τον Μπίλι Κρίσταλ ως ψυχαναλυτή, ταινία που είχε και σήκουελ τρία χρόνια μετά. Από τους υπόλοιπους δραματικούς ρόλους, ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε ως ερμηνευτικό δίδυμο με τον Αλ Πατσίνο στο θρίλερ “Ένταση” (1996), αλλά και ως ιερέας στην ταινία “Sleepers”, στο πλευρό -μεταξύ άλλων διάσημων σταρ- του θρυλικού Βιτόριο Γκάσμαν, αλλά και του νεότερου τότε Μπραντ Πιτ. Την επόμενη δεκαετία πλην λίγων εξαιρέσεων δεν κατόρθωσε να φτάσει στο προηγούμενο ύψος του παρότι η παρουσία του στη μεγάλη οθόνη συνέχισε να είναι πληθωρική. Μεικτές αντιδράσεις από κοινό και κριτικούς προκάλεσε και η δεύτερη σκηνοθετική του δουλειά “Ο καθοδηγητής” με πρωταγωνιστή τον Ματ Ντέιμον και θέμα της ζωή ενός πράκτορα της CIA από τη δεκαετία του ’40 ως εκείνη του ’60.
Μεγαλύτερη αναγνώριση κέρδισε στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, κερδίζοντας μετά από δυο και πλέον δεκαετίες μια υποψηφιότητα για Όσκαρ ως πατέρας του πρωταγωνιστή στην κομεντί “Οδηγός αισιοδοξίας” (2012), ενώ η τελευταία του εμφάνιση ήταν σε ένα μικρό ρόλο στην πετυχημένη εμπορικά και καλλιτεχνικά ταινία “Οδηγός Διαπλοκής” (2013). Παραδοσιακός υποστηρικτής των Δημοκρατικών όπως οι περισσότεροι συνάδελφοί του, προκάλεσε αίσθηση στην εμφάνισή του στα βραβεία Τόνι πριν δυο μήνες, όπου προλογίζοντας τον Μπρους Σπρίνγκστιν που θα ανέβαινε επόμενος στη σκηνή είπε: “Θα πω μόνο ένα πράγμα. Γ…τον Τραμπ. Όχι πια “κάτω ο Τραμπ”. Αλλά “Γ…τον Τραμπ”. Tην προεκλογική περίοδο του 2016 είχε γίνει viral βίντεο του ηθοποιού όπου εμφανίζεται να θέλει να “ρίξει γροθιά στον Τραμπ”. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν άφησε ασχολίαστη την τελευταία επίθεση, χαρακτηρίζοντας τον ηθοποιό μέσω τουίτερ “ένα άτομο πολύ χαμηλού IQ”, που “έχει φάει υπερβολικά πολλές μπουνιές από πραγματικούς μποξέρ στις ταινίες”.