«The Brutalist» του Μπρέιντι Κορμπέ (2024)

«Κανείς δεν είναι πιο υποδουλωμένος από αυτόν που ψευδώς νομίζει ότι είναι ελεύθερος» (Γκαίτε)

Αντικρίζοντας το Άγαλμα της Ελευθερίας, επιστρέφοντας από τη φρίκη του στρατοπέδου συγκέντρωσης, ο Ούγγρος αρχιτέκτονας εβραϊκής καταγωγής, Λάζλο Τοτ, αρχίζει να ξαναζεί. Να ελπίζει πως δεν πρόκειται να ξαναζήσει τις φρικαλεότητες που έζησε, ούτε ο ίδιος ούτε η ανθρωπότητα. Ελπίζει πως όλη η κατασταλαγμένη γνώση του, από την εμπειρία του βασανισμού του, μία γνώση που ξεπερνά τα όρια της φρίκης, θα αντισταθμιστεί από την ανθρώπινη επικοινωνία που τόσο στερήθηκε, έτσι που να αποκτήσει ξανά την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους, στο ανθρώπινο είδος που στα χρόνια εγκλεισμού του στο στρατόπεδο, του φανέρωσε τα χαρακτηριστικά ενός άλλου φρικτού κτηνώδους απόκοσμου είδους. Ελπίζει ότι θα απαλλαχτεί από τις τρομερές αναμνήσεις που τον στοιχειώνουν και τον ταπεινώνουν ταυτόχρονα. 

Βρισκόμαστε στην Αμερική το 1947. Ο Λάζλο ανήκει στους τυχερούς που επέζησαν από τα στρατόπεδα και καταφέρνει να φτάσει στη χώρα της «ελευθερίας» κάνοντας μια νέα αρχή στη ζωή του.Ταυτόχρονα περιμένει την επιστροφή των δύο πολυαγαπημένων του ανθρώπων, της γυναίκας του και της ανιψιάς του, που κατάφεραν και εκείνες στηρίζοντας η μία την άλλη να βγουν ζωντανές από το κολαστήριο του Νταχάου. 

Ένας πολύ πλούσιος επιχειρηματίας προσλαμβάνει τον Λάζλο, προκειμένου να χτίσει ένα μνημείο-πολυχώρο στη μνήμη της μητέρας του. Για τον Λάζλο η πρόταση αυτή αποτελεί μια πρόκληση. Η παραμονή του στην Αμερική αρχίζει να του αποκαλύπτει ένα πρόσωπο που απέχει πολύ από αυτό που φαντάζονταν ή ήλπιζε ότι θα συναντήσει κατά την άφιξή του στη χώρα αυτή. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του, τα βαθιά τραύματα δεν επουλώνονται, το αντίθετο συμβαίνει. Η σταδιακή αποκάλυψη του κόσμου των ταξικών ανισοτήτων σε μια χώρα που την ύπαρξή της την οφείλει στην αποικιοκρατία και στη διάπραξη πλήθους γενοκτονιών εις βάρος γηγενών πληθυσμών, επιβεβαιώνει στον ίδιο πως η κόλαση και η φρίκη στην οποία υπήρξε θύμα και μάρτυρας μαζί δεν τελείωσε. Συνεχίζεται κάτω από άλλες συνθήκες όπου οι βασανιστές φορούν κοστούμια και όχι στρατιωτικές στολές. Το μίσος τους όμως προς τους «κατώτερους» -αυτούς τους οποίους φοβούνται πως αν συνειδητοποιήσουν τη δύναμη που διαθέτουν θα γίνουν το ορμητικό ποτάμι που θα τους πνίξει- εξακολουθεί να είναι αβυσσαλέο. Ο αφανισμός έχει αντικατασταθεί από την υποδούλωση. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν μετατραπεί σε εργοτάξια όπου πλήθος εργατικών χεριών χτίζει την υπερδύναμη. 

Ο Λάζλο συνειδητοποιεί αργά, σταθερά και επώδυνα πως ο πόλεμος δεν τελείωσε. Συνειδητοποιεί πως ο ίδιος από θύμα μιας απροσδιόριστης μοίρας που τον έστειλε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έχει μετατραπεί σε θύμα της δύναμης του Κεφαλαίου που κυβερνά και διαπράττει πλήθος εγκλημάτων. Εγκλήματα, εις βάρος όχι μόνο μιας μειονότητας, αλλά εις βάρος όλων όσων εξακολουθούν να σκέφτονται ελεύθερα, να οραματίζονται ένα καλύτερο μέλλον για την ανθρωπότητα, να αρνούνται να γίνουν υποχείρια του καθενός με αντάλλαγμα φρούδες ελπίδες, να μην τους ενδιαφέρουν οι υλικές απολαβές και να μην θυσιάζουν τη συνείδησή τους στον βωμό αυτών. 

Το μπρουταλιστικής αρχιτεκτονικής κτίσμα, το οποίο για τον Λάζλο αποτελεί έργο ζωής, χτίζεται σταδιακά διατρέχοντας τις μεταπολεμικές δεκαετίες του 50 και του 60 στην Αμερική της εκμετάλλευσης, των «δυνάμει» εκατομμυριούχων υποδούλων στο λόμπι των κυβερνώντων που διαπραγματεύεται ανέξοδα τον θάνατο. Το έργο αυτό δεν αποτελεί απόρροια μιας προσωπικής φιλοδοξίας, αλλά στοχεύει στο να λειτουργήσει αφυπνιστικά προς τις μελλοντικές γενιές. Έτσι που ο αέναος κύκλος των εγκλημάτων κάποτε να λάβει ένα τέλος. Η εμμονή όχι στην αισθητική, αλλά στα δομικά υλικά και στη λειτουργικότητα του χώρου (χαρακτηριστικά της μπρουταλιστικής αρχιτεκτονικής) ανάγεται στην εμμονή σε μια βαθιά πίστη που απορρέει όχι από κάτι ουτοπικό αλλά από την ελπίδα ότι στο ταξίδι της ζωής, ακόμη και αν αυτό κυριαρχείται από φρικαλεότητες, υπάρχει πάντα ένας κρυμμένος πυρήνας ομορφιάς. Το κτίριο κάνει αναφορά όχι μόνο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης -μεταφέροντας το κλειστοφοβικό των μικρών σκοτεινών δωματίων που αν κοιτάξεις πολύ ψηλά τότε θα αντικρίσεις ένα κομμάτι ουρανού που το φως του καταφέρνει να εισχωρήσει μέσα από τον γυάλινο θόλο της οροφής- αλλά μετουσιώνει την ανθρώπινη εμπειρία σε τέχνη, με σκοπό να αναδειχτεί η αλήθεια. Ο γυάλινος θόλος, το διαχωριστικό επίπεδο ανάμεσα στο άτομο και την ελευθερία, εξαρτάται από το κατά πόσο το άτομο είναι σε θέση να αντιληφθεί τη δική του υπόσταση μέσα στο συλλογικό εμείς. Έτσι που να μην είναι δυσδιάκριτο το ποιος είναι εγκλωβισμένος πίσω ή έξω από τους τοίχους του κτιρίου. Και έτσι που ο άνθρωπος να μπορεί να αντιληφθεί αν το φως που διαπερνά τον γυάλινο θόλο είναι το απατηλό, που εμποδίζει το δικό του εσωτερικό φως να φωτίσει τα σκοτάδια του έξω κόσμου. 

Η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Μπορεί όμως να αναπαραστήσει με διαύγεια ιστορικές αλήθειες που στο πέρασμα του χρόνου ξεχνιούνται ή θάβονται. Και ο Λάζλο απέκτησε αυτήν τη διαύγεια πολύ επώδυνα, όταν βγαίνοντας από το στρατόπεδο συγκέντρωσης μετά τη λήξη του πολέμου, βρέθηκε σε έναν κόσμο που παρουσίαζε πολλά κοινά με αυτόν του στρατοπέδου. Έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη ζωή απαξιώνεται, οι ταπεινώσεις και οι εξευτελισμοί δεν έχουν τέλος. Και ο Λάζλο θέλησε όλη αυτή την εμπειρία να μην την αφήσει να χαθεί. Γιατί αυτή ήταν η ζωή του. Θέλησε να την αναπαραστήσει προσκαλώντας και προκαλώντας τους μελλοντικούς επισκέπτες του κτιρίου σε ένα υπαρξιακό ταξίδι πέρα από τον χώρο και τον χρόνο, προς τα ενδότερα της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί που βρίσκεται η ομορφιά της ελεύθερης βούλησης, της ελεύθερης σκέψης που στέκει πάνω από κάθε είδους καταναγκασμό, που δραπετεύει από κάθε φυλακή.

Η εσωτερική ερμηνεία του Έιντριεν Μπρόντι, μας συγκλονίζει. Στέκει σιωπηλός υπομένοντας κάθε είδους βασανιστήριο, αντλώντας δύναμη από τη σκληρή συνειδητοποίηση ότι ναι, σημασία έχει ο προορισμός και όχι το ταξίδι. Το ταξίδι είναι γεμάτο κακουχίες και οδυνηρές μνήμες. Ο προορισμός όμως για τον Λάζλο είναι το ταξίδι αυτό να καταφέρει να μεταφέρει στους επόμενους την εμπειρία, με την προσδοκία ποτέ κανείς να μην ξαναπεράσει αυτά που πέρασε ο ίδιος. Τρεισήμισι ώρες περνούν δίχως να το καταλάβουμε, όπως περνά γρήγορα από την οθόνη ο χρόνος από το 1947 μέχρι και το 1980, όπως περνά γρήγορα και ο χρόνος στις πραγματικές μας ζωές. Δεν περνά όμως γρήγορα ο εσωτερικός χρόνος του ήρωά μας, που μαζί με αυτόν βιώνουμε και εμείς αργά, τις εσωτερικές του αλλαγές, εκείνες που τον κάνουν να αντέχει, να προχωρεί, να δημιουργεί και να μοιράζεται. Να αποκαθιστά δηλαδή την πραγματική έννοια του Ανθρώπου και να επαναπροσδιορίζει τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης. 

Η ταινία απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βενετίας, 3 «Χρυσές Σφαίρες» (Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου) και τρία Όσκαρ (Καλύτερης Φωτογραφίας, Καλύτερης Πρωτότυπης Μουσικής και Α΄ Ανδρικού Ρόλου).

Δεν θα τη θυμόμαστε όμως για τα βραβεία της. Αλλά για αυτό που κατάφερε ο Κορμπέ να μας μεταδώσει μέσα από την ερμηνεία του Μπρόντι. Να μας περιγράψει κινηματογραφικά το ανθρώπινο μεγαλείο απέναντι στην ανθρώπινη κτηνωδία. 

Στο ταξίδι συναντάμε την ανθρώπινη κτηνωδία.

Στον προορισμό όμως, το ανθρώπινο μεγαλείο θριαμβεύει!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: