The Farewell – Αποχαιρετισμός σε μια Κίνα που χάνεται…
Μια ταινία που συγκίνησε κοινό και κριτικούς, σάρωσε σε όλα τα φεστιβάλ τα βραβεία κοινού και έκανε χιλιάδες ζευγάρια μάτια να δακρύσουν. Μια Κίνα που χάνεται, μια Κίνα που αλλάζει, έχοντας σαν σταθερό σημείο αναφοράς τους οικογενειακούς δεσμούς.
Μια τρυφερή ταινία για μια οικογένεια η οποία ζει για χρόνια διασκορπισμένη σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, έχοντας σαν συνδετικό κρίκο την Νάι Νάι, δηλαδή την γιαγιά από τη μεριά του πατέρα όπως την λένε στα μανδαρινικά. Μια γλυκύτατη γιαγιούλα η οποία ζει μόνη της,χωρίς τους γιους της, σε μια Κίνα που τα τελευταία χρόνια αλλάζει: Δυτικοποιείται, αναπτύσσεται, χάνει την ιδιαίτερη ταυτότητά της.
Η Μπίλι είναι η αγαπημένη της εγγονή. Ζει τα τελευταία 25 χρόνια στην Αμερική μαζί με την οικογένειά της. Όπως οι περισσότεροι νέοι στις δυτικές χώρες προσπαθεί να επιβιώσει ακολουθώντας τα όνειρά της.Όνειρα δύσκολα και σχεδόν ακατόρθωτα για την υλιστική κουλτούρα της Δύσης. Επιθυμεί να γίνει συγγραφέας αλλά η Δύση δεν έχει (και δεν είχε εδώ που τα λέμε ποτέ) δουλειές για ”ονειροπόλους”. Το ένα γράμμα απόρριψης διαδέχεται το άλλο και εκείνη μένει μετέωρη στην ηλικία των τριάντα να ατενίζει ένα αβέβαιο μέλλον. Όπως όλοι μας στην Δύση.
Η σχέση με την γιαγιά της, αν και ζει στην άκρη του κόσμου, είναι πολύ στενή και κάθε επικοινωνία τους δείχνει σε εμάς τους θεατές τις διαφορές ανάμεσα στην δυτική και ασιατική κουλτούρα. Όταν η γιαγιά της αρρωσταίνει από καρκίνο του πνεύμονα στο τελευταίο στάδιο, οι γονείς αποφασίζουν να πάνε να την δουν μετά από πολλά χρόνια, στην Κίνα. Την ίδια απόφαση παίρνει και ο αδερφός του πατέρα της, ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα, για δεκαετίες στην Ιαπωνία. Για να μην ανησυχήσουν την μητέρα τους, σκαρφίζονται πως ο ξάδερφος της Μπιλ θα παντρευτεί στην Κίνα την Γιαπωνέζα κοπέλα του.
Όταν η Μπίλι ανακαλύπτει την αλήθεια για την ασθένεια της γιαγιάς της, θέλει και η ίδια να ταξιδέψει ώστε να την δει. Οι γονείς της, της το απαγορεύουν. Αν η γιαγιά την δει, θα καταλάβει πως κάτι κακό συμβαίνει. Με έκπληξη καταλαβαίνει πως η οικογένειά της έχει αποφασίσει να μην πει τίποτα στην γιαγιά της για την κατάσταση της υγείας της, μέχρι να φτάσει στο κατώφλι του θανάτου. Μέσα της συγκρούεται με αυτή την παράλογη, για την ίδια, απόφαση. ”Στην Αμερική”, φωνάζει ”είναι παράνομο να μην πεις στον ασθενή την αλήθεια”. Για να έρθει αντιμέτωπη με την ασιατική κουλτούρα αυτής της κοινωνίας και της οικογένειας, η οποία επιθυμεί να μην μιλήσει ώστε να προστατέψει το μέλος της από την στεναχώρια.
Από εκεί ξεκινά όλη η ιστορία του έργου. Η Μπιλ παρακούει τους δικούς της και φτάνει τελικά στην Κίνα. Δεν τολμά να πει τίποτα στην γιαγιά της για να μην την στεναχωρήσει και λαμβάνει μέρος στο γάμο του ξαδέρφου της σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Οι αντιθέσεις ανάμεσα στην ασιατική και δυτική κουλτούρα είναι πρόδηλες κάθε λεπτό της ταινίας. Η γλυκιά γιαγιάκα συμβολίζει την παλιά Κίνα. Την Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ. Η ίδια μαχήτρια στον κινεζικό στρατό, γνώρισε τον άνδρα της όταν τραυματίστηκε στο μεγάλο πόλεμο. Έζησε μια ζωή μέσα στις στερήσεις ώστε να στηρίξει την χώρα της. Τα παιδιά της έφυγαν για ένα καλύτερο και πιο ”πλούσιο” μέλλον στην Δύση στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ο ένας στην Αμερική και ο άλλος στην Ιαπωνία. Καθόλου τυχαίες επιλογές. Και οι δυο χώρες ήταν αναπτυγμένες και συμβόλιζαν το ακριβώς αντίθετο από την Κίνα της εποχής. Τραγική ειρωνεία; Από το ’90 και μετά και οι δυο χώρες πλήττονται οικονομικά και η οικονομική ανάπτυξή τους σταματά ενώ της Κίνας μεγαλώνει.
Μια Κίνα που από τα μέσα του ’90 αρχίζει να αναπτύσσεται με φρενήρεις ρυθμούς και ”καταπίνει” ολόκληρες οικονομίες στο πέρασμά της. Σχεδόν τα πάντα πλέον κατασκευάζονται στην Κίνα. Η Κίνα, κάτω από ένα ιδιότυπο καθεστώς με κομμουνιστικό μανδύα, απολαμβάνει για πρώτη φορά υλικά αγαθά σε αφθονία. Η οικογένεια γύρω από το τραπέζι τρώει πάντα ένα πλούσιο γεύμα. Γεύμα που τα προηγούμενα χρόνια δεν υπήρχε. Η γιαγιά της, λέει στην Μπιλ, πως όταν εκείνη ήταν μικρούλα, οι γονείς της έδιωξαν την νταντά της γιατί της έκλεβε τα αυγά, τα οποία τότε το ’90 τα έπαιρναν από το κινέζικο κράτος με δελτίο.
Στα πλάνα της ταινίας, βλέπεις μια Κίνα πλούσια. Με μεγάλα κτίρια, άφθονο φαγητό, μεγάλα σπίτια, άνετους δρόμους, πολυτελή σπα, καθαρά νοσοκομεία. Παράλληλα βλέπεις ακόμα εδώ και εκεί, διάσπαρτα μέσα στην ταινία τα παλιά στοιχεία της κινεζικής κοινωνίας. Μια κοινωνία που αποκτά για πρώτη φορά ”μεσαία προνομιούχα τάξ ” και παράλληλα υπερβολικά πλούσιους ανθρώπους, κάτι που δεν συνάδει με τα παλιά τσιτάτα του κινέζικου κομμουνισμού.
Γύρω από ένα πλουσιοπάροχο γεύμα, οι Κινέζοι συγγενείς που έμειναν στην Κίνα της ανάπτυξης και μεγαλοπιάστηκαν, ρωτούν τους μετανάστες συγγενείς τους για την Δύση και την ζωή εκεί.
-Πόσο γρήγορα βγάζεις ένα εκατομμύριο στην Αμερική;
Ρωτούν την Μπίλι για να λάβουν την απάντηση: ”Πολύ καιρό” ενώ εκείνοι χαχανίζουν πως στην Κίνα πλέον είναι το μόνο εύκολο. Όταν η μητέρα της Μπιλ τους ανταπαντά πως ακόμα και έτσι, όλοι οι Κινέζοι επιθυμούν να ζήσουν στην Δύση και να λάβουν την κουλτούρα της, η συγγενής της εκνευρισμένη σωπαίνει. Η γιαγιά προσπαθεί να ισορροπήσει τα πράγματα ανάμεσα στους μετανάστες συγγενείς και τους γηγενείς ”Μην ξεχνάτε πως όλοι είμαστε Κινέζοι” για να ακολουθήσει ένα κούνημα του κεφαλιού του γιου της, μετανάστη στην Αμερική: ”Εμείς έχουμε γίνει Αμερικάνοι πολίτες πια!”. Μια σκηνή που θα μπορούσε την εποχή του ΠΑΣΟΚ και της ελληνικής ευμάρειας του ’80 και ’90 να παιχτεί και μέσα σε ελληνικό σπίτι ανάμεσα στους μετανάστες συγγενείς και τους συγγενείς που έμειναν πίσω.
Δεν είναι η μόνη σύνδεση που θα δει ένας Έλληνας θεατής στην ταινία. Οι οικογενειακοί δεσμοί, σημαντικοί και για τις δύο χώρες, η προστασία και ο σεβασμός απέναντι στους ηλικιωμένους, η ανάγκη η οικογένειά σου να είναι ενωμένη και να βοηθά ο ένας τον άλλον, είναι έντονα στοιχεία και της ελληνικής κοινωνίας μέχρι και σήμερα, αν και λίγο πιο άτονα, αφού ο μετεωρισμός μας ανάμεσα σε ένα ανατολικό παρελθόν και σε ένα δυτικό μέλλον δεν έπαψε ποτέ.
Η Κίνα μέσα από την ταινία φαίνεται μια χώρα που τα έχει όλα στο σήμερα, ενώ οι μετανάστες των προηγούμενων χρόνων νιώθουν ξένα στοιχεία. Δεν μπορούν να συμβαδίσουν με τον νεοπλουτισμό της αλλά δεν μπορούν να μην αισθανθούν και κομμάτι της Κίνας, μιας παλιάς νοσταλγικής Κίνας. Δεν είναι περίεργο που η Μπιλ νιώθει κοντά με την γιαγιά της, γιατί το μέλλον και των δυο ήταν το ίδιο αβέβαιο καθώς μεγάλωναν με δυσκολία σε έναν κόσμο που άλλαζε διαρκώς. Η γιαγιά της έζησε την επανάσταση στην Κίνα, μια Κίνα φτωχή που ζούσε σε έναν κόσμο όπου οι πλούσιοι Δυτικοί είχαν ληστέψει και σακατέψει τα γύρω ασιατικά κράτη αλλά και την ίδια. Μια Κίνα σε αντιπαλότητα με την Ιαπωνία, μια Κίνα χωρισμένη στα δυο. Η Μπιλ βιώνει την παρακμή της κοινωνίας μέσα στην οποία έχει ζήσει, το καλύτερο μέλλον για το οποίο μετανάστευσαν οι γονείς δεν ήρθε ποτέ, η φτώχεια και η αβεβαιότητα μαστίζει την Δύση και τώρα η Κίνα κάνει κουμάντο στις αγορές, παρότι πολιτισμικά φαίνεται πως ο τρόπος ζωής της Δύσης κερδίζει στο πεδίο της κουλτούρας.
Η γιαγιά συμβολίζει τις ρίζες που τόσο πολύ έχουν ανάγκη οι Κινέζοι μετανάστες να αισθανθούν.Η Μπίλι δεν μιλά καλά κινέζικα αλλά θέλει να επιστρέψει πίσω στην Κίνα γιατί εκεί νιώθει την ασφάλεια μέσα από τις αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας, νιώθει ξένη στην Αμερική, νιώθει ξένη και στην Κίνα που αλλάζει. Η γιαγιά της γίνεται το μοναδικό σταθερό σημείο μέσα στο χρόνο. Μια γιαγιά που έχει ζήσει πολλά και όμως κατάφερε να επιβιώσει. Εκείνη ξεσπά σε κλάματα και παρακαλεί την μητέρα της να την αφήσει στην Κίνα, δεν θέλει άλλο να αισθάνεται ξεριζωμένη. Η πίεση που νιώθει γίνεται αντιληπτή από την γιαγιά της, η οποία την συμβουλεύει πότε να μην σταματήσει να ονειρεύεται και να κυνηγά τα όνειρά της. Λόγια κάθε γιαγιάς εκεί έξω, μόνο που μέσα στην ταινία ο συμβολισμός λαμβάνει και μια άλλη πλευρά. Η κοινωνία της Ασίας είχε άλλους κώδικες τιμής μέσα στην κοινωνία, δε μετρούσε τους ανθρώπους ανάλογα με το πορτοφόλι τους ή τη λαμπερή τους καριέρα αλλά για τις αρετές τους και πώς τις χρησιμοποιούσαν για το κοινό καλό και έπειτα για το πόσο καλά αισθάνονταν με τον ίδιο τους τον εαυτό. Αποζητούσαν την γαλήνη και την εσωτερική ισορροπία, την οποία μπορούσες να αποκτήσεις μόνο αν έκανες το καλό και φρόντιζες το σώμα σου. Η γιαγιά της παρότι είναι γερασμένη, κάθε πρωί κάνει την γυμναστική της με απαράμιλλη στρατιωτική πειθαρχία. Της δείχνει την άσκηση για να διώχνει την πίεση και να αισθάνεται καλά. Και εκείνη, παρότι στην αρχή δεν το πιστεύει, στο τέλος της ταινίας νιώθει ανακούφιση κάνοντας την άσκηση στο κέντρο της Νέας Υόρκης, μόνη της ανάμεσα σε άγνωστο κόσμο, το δικό της ”Αααα” φτάνει ως την Κίνα, στην αυλή της γιαγιάς της και την ανακουφίζει.
Μια ταινία που την βιώνεις σαν ”πόρτα” για το σπίτι της δικής σου γιαγιάς. Μια πόρτα σε ένα παρελθόν που χάνεται, σε ένα αβέβαιο μέλλον που αναπόφευκτα έρχεται και σε ένα παρόν που βιώνεται αργά σαν τέλμα. Μια ταινία που μιλά για τις ρίζες, την μετανάστευση, τις κοινωνικέ -οικονομικές αλλαγές, τις αξίες που χάνονται, τις άλλες που δημιουργούνται. Μια ταινία σαν ψωμάκι με ζάχαρη και κανέλα, που μας έδινε σαν παιδιά η γιαγιά ενός φίλου μου, που όταν δάγκωνες το σημείο της ζάχαρης γλυκαινόσουν και όταν είχε περισσότερη κανέλα το σημείο, ένιωθες μια γλυκόπικρη γεύση, σαν αυτή την ταινία.
Βιώνουμε εποχές αλλαγής σε όλα τα επίπεδα και κάθε αλλαγή είναι δύσκολη (δεν αναφέρομαι στην ψεύτικη αλλαγή επί ΠΑΣΟΚ). Δεν είναι τυχαίο πως υπάρχει η τάση να επιστρέφουμε στο παρελθόν μας μέσω των ταινιών, της μουσικής ή της μόδας, δείχνει την προσπάθειά μας να βρούμε εκείνο το γνωστό σημείο πριν την ”αλλαγή” που τόσο μας αναστατώνει και μας φοβίζει. Το αύριο είναι άγνωστο και τρομακτικό, είτε σαν πραγματικός χρόνος είτε σαν γενικός χρονικός προσδιορισμός. Αυτό το ανείπωτο ”ΑΑΑΑΑΑ”, αυτή η κραυγή που στέκεται στο λαιμό μας εξαιτίας των πιέσεων που δεχόμαστε είναι κάτι που όλοι μας έχουμε βιώσει μέσα στην καθημερινότητά μας. Η δυτική κουλτούρα δεν επιτρέπει την δημόσια εκτόνωση της πίεσης. Η ασιατική το επιθυμεί σαν καθημερινή άσκηση ώστε να αισθάνεσαι καλύτερα με εσένα.
Εγώ το υιοθέτησα πάντως..
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback