«The Straight Story» του Ντέιβιντ Λιντς (1999)

Ένα road movie όπου μπορεί να μην συναντήσουμε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κινηματογραφικού έργου του Λιντς, που ωστόσο, όμως, στο επίκεντρο της ταινίας παραμένουν τα μεγάλα ζητούμενα του σκηνοθέτη, η περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας, η ουσία της ανθρώπινης ζωής.

Όταν ο ηλικιωμένος αγρότης Άλβιν -η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα- μαθαίνει ότι ο αδελφός του παθαίνει εγκεφαλικό, τότε παίρνει τη μεγάλη απόφαση να διασχίσει μία απόσταση 400 χιλιομέτρων που χωρίζουν το μέρος όπου ζει στην Αϊόβα, από την κατοικία του αδελφού του που βρίσκεται στο Γουισκόνσιν. Μεγάλη απόφαση, αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Άλβιν δεν βλέπει καλά, άρα δεν μπορεί να οδηγήσει, αντιμετωπίζει μεγάλα κινητικά προβλήματα και αρνείται να οδηγήσει -όπως χαρακτηριστικά αναφέρει- άλλος αντί για τον ίδιο. 

Με όχημα μία μηχανή του γκαζόν, στην οποία έχει προσαρτήσει μία σκεπασμένη καρότσα όπου μεταφέρει τα απολύτως απαραίτητα για το ταξίδι του, ένα λιτό αυτοσχέδιο τροχόσπιτο δικής του δημιουργίας, κατασκευασμένο με μηδενικά σχεδόν έξοδα, αποφασίζει να συναντήσει τον αδελφό του, αποδεχόμενος και συνειδητοποιώντας την απώλεια όλων όσων θα είχαν μοιραστεί, αν δεν επέτρεπαν στους εγωισμούς τους να κυριεύσουν τις ζωές τους και να τους κρατήσουν για δέκα χρόνια μακριά τον έναν από τον άλλον. Η απόφαση για ένα τέτοιο δύσκολο ταξίδι, που φαντάζει απραγματοποίητο στα μάτια των άλλων, εκκινεί από τη συνειδητοποίηση της ουσίας της ζωής από τη μεριά του Άλβιν που δεν είναι άλλη από τις σχέσεις των ανθρώπων, τους δεσμούς που αναπτύσσονται ανάμεσά τους, σχέσεις που πολλές φορές παραμελούνται, απαξιώνονται, παραμερίζεται το βάρος τους και η επιδραστική τους δύναμη που μπορεί να ασκηθεί στις ζωές των ανθρώπων καλυτερεύοντας τες και κάνοντάς τες πιο όμορφες, πιο ανθρώπινες, πιο ολοκληρωμένες. 

Απλό το story της ταινίας, απλοί οι πρωταγωνιστές και οι χαρακτήρες που εμφανίζονται σε αυτήν, λιτοί, ειλικρινείς διάλογοι, αποστάγματα μιας σοφίας που έχει συσσωρευτεί με το πέρασμα των χρόνων, μιας σοφίας που καθορίζεται από το μεγαλείο της παραδοχής των λαθών και της διάθεσης, που απορρέει από αυτή την παραδοχή, για μοιρασιά, προκειμένου το άτομο να συμφιλιωθεί με το εσωτερικό και το εξωτερικό περιβάλλον. Προκειμένου να φέρει την πολυπόθητη ισορροπία και την εναρμόνιση με ό,τι κουβαλάει και ό,τι το περιβάλλει. 

Οδηγώντας ένα όχημα που κινείται με πολύ αργούς ρυθμούς, ο Άλβιν δεν βιάζεται καθόλου να διανύσει την πολύ μεγάλη απόσταση που τον χωρίζει από τον αδελφό του, αξιοποιώντας τον χρόνο να σκεφτεί και να απολαύσει το υπέροχο τοπίο της Αμερικής, τη μεγαλοσύνη και την ομορφιά που αναδύεται ακόμη πιο έντονη μέσα από τα χρώματα της δύσης και της ανατολής του ήλιου, που λούζουν τις απέραντες αγροτικές εκτάσεις των Μεσοδυτικών Πολιτειών που συναντά στη διαδρομή του. Αυτή η βραδύτητα της κίνησης -που καθόλου δεν δείχνει να τον δυσαρεστεί- του δίνει τη δυνατότητα να σκεφτεί και να αναλογιστεί τα όσα έχουν συμβεί στο παρελθόν του και περισσότερο του δίνει τον χρόνο να συμφιλιωθεί με τα λάθη του, με τις πράξεις του για τις οποίες έχει μετανιώσει. Με τον τρόπο αυτό το ταξίδι του αποκτά μια διττή υπόσταση, αφού δεν νοηματοδοτείται μόνο από τον τελικό προορισμό που είναι η συνάντηση των δύο αδελφών, αλλά από τους σταθμούς του, τις στάσεις του Άλβιν. Τις συναντήσεις του με άγνωστους ανθρώπους όπου μοιράζεται μαζί τους τις εμπειρίες της ζωής του, μα πιο πολύ τους εξομολογείται ό,τι τον σημάδεψε, και χαράχτηκε βαθιά μέσα του, ό,τι έκανε και μετάνιωσε μετά για αυτό, τους μιλάει για τα συναισθήματά του, για τους ανθρώπους που υπάρχουν γύρω του, για την κόρη του και την τόσο αρμονική τους σχέση -εξαιρετική η Σίσι Σπέισεκ- αλλά και για τον άδικο και σκληρό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε από την πολιτεία εξαιτίας της διαφορετικότητας της. Και όλα αυτά με έναν λόγο απλό, ειλικρινή, συναισθηματικό, αυτόν τον λόγο που πηγάζει από την καρδιά, χωρίς συμβουλευτικές κορώνες και διδακτισμούς. Τον λόγο που χαράζεται στο μυαλό του ακροατή και που πολλές φορές αποδεικνύεται σωσίβια λέμβος για τους ανθρώπους που νιώθουν πολύ μόνοι και πολύ χαμένοι και που αναζητούν το στίγμα τους σε έναν πολύ μπερδεμένο γι’ αυτούς εσωτερικό και εξωτερικό κόσμο. 

Ένα road movie όπου ο δρόμος δεν αποτελεί μόνο μια μεταφορά προς την ελευθερία, την απαλλαγή από τα δεσμά του εαυτού του που τον κρατούσαν μακριά από τον αδελφό του, αλλά έναν μεταφορικό τροπισμό για την επιστροφή στη ζωή. Ένα ταξίδι, που κατά τη διάρκειά του κάμπτονται με πείσμα και υπομονή όλα εκείνα τα εμπόδια που ένας άκρατος εγωισμός, μια πληγωμένη περηφάνια, ένας φόβος μην γίνει φανερή η αδυναμία, μην εκληφθεί ως δειλία η υποχώρηση, μία διαρκής απώθηση της παραδοχής ότι μόνος κανένας δεν μπορεί. Μία επιστροφή σε μία δυνάμει ζωή που θα μπορούσε να είναι πολύ πιο γεμάτη που θα του χάριζε εκείνες τις στιγμές πληρότητας δίπλα στον αγαπημένο του αδελφό, που τους συνέδεαν βαθιοί συναισθηματικοί δεσμοί και που ο χρόνος και τα ανθρώπινα λάθη δεν κατάφεραν τελικά να διαρρήξουν. 

Η ταινία δεν φέρει τα χαρακτηριστικά του κινηματογραφικού έργου του Λιντς που πολύ συνοπτικά θα μπορούσε συνολικά να περιγραφεί ως ένα εγκώμιο του ερέβους, όπου στο γοτθικό σύμπαν του σκηνοθέτη, οι σατανικές μορφές αναδεικνύονται σε σύμβολα συνάντησης της εσωτερικότητας με το Κακό που πραγματοποιείται στα ακραία όρια της ανθρώπινης ελευθερίας και που η ηθική ασχήμια περιγράφεται δια της ομορφιάς μέσα από την αισθητική του περιεχομένου, όπου το καλό αποκτά μορφή και το κακό περιεχόμενο. Σε αυτή την ταινία ο Λιντς έχει απομακρυνθεί πολύ από αυτό το γνωστό σκηνοθετικό στυλ που τον έχουμε συνηθίσει, ωστόσο όμως και στο επίκεντρο αυτής της ταινίας παραμένουν τα ζητήματα που απασχολούν τον σκηνοθέτη στις ταινίες του, όπως η περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας, η ουσία της ανθρώπινης ζωής.

Μία πολύ ζεστή ανθρώπινη ταινία όπου η ερμηνεία του Ρίτσαρντ Φάρνσγουορθ συγκλονίζει κυριολεκτικά, κυρίως για την φυσικότητα με την οποία αποδίδει τον ρόλο του, με ένα εξαιρετικό φινάλε, τόσο απλό, τόσο αφαιρετικό και τόσο δυνατό με μια δύναμη που πηγάζει ακριβώς από την έλλειψη οποιουδήποτε περιττού στοιχείου που θα διατάρασσε τη μέθεξη της συνάντησης των δύο αδελφών, των δύο ανθρώπων που συναντιούνται ξανά κάτω από τον ίδιο ουρανό των παιδικών τους χρόνων. Εκεί που τα βράδια, αγναντεύοντας τα αστέρια ονειρεύονταν τη μελλοντική τους ζωή και μέσα από τα όνειρα ξεπερνούσαν τα δύσκολα παιδικά τους χρόνια, αλλά και τις μετέπειτα αντιξοότητες της ζωής. Και μπορεί τα παιδικά χρόνια να πέρασαν, όμως τα βλέμματα ξανασυναντιούνται στραμμένα μέσα στη σιγαλιά της νύχτας προς τον έναστρο ουρανό και σμίγουν στο σημείο όπου ο χρόνος και η αιωνιότητα ενώνονται. 

Από αυτή την Πέμπτη η ταινία επαναπροβάλλεται στα θερινά σινεμά και μας δίνεται η δυνατότητα να την απολαύσουμε κάτω από τον δικό μας έναστρο ουρανό, και ποιος ξέρει… ίσως κάπου και τα δικά μας βλέμματα συναντήσουν τα βλέμματα των ολιγομίλητων αδελφών, που πλέον έχουν εγκαταλείψει οριστικά αυτόν τον κόσμο. Του Ρίτσαρντ Φάρνσγουορθ και του εξαιρετικού επίσης Χάρι Ντιν Στάντον – μικρός ο ρόλος του, αλλά το μεγαλείο αυτού του ηθοποιού αναδεικνύεται και μέσα στον ελάχιστο χρόνο που εμφανίζεται στην οθόνη.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: