«Το Αγαπημένο μου Γλυκό / My Favourite Cake» των Μάριαμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σαναεχά (Ιράν, 2024)
Μια ταινία που ξεπερνά τα γεωγραφικά και εθνογραφικά σύνορα και μας «γλυκαίνει» με την ανθρωπιά, την απλότητα, την τρυφερότητα και την ειλικρίνειά της.
Υπάρχει ένα παλιό ρητό στο Ιράν. Οι ερωτευμένοι φτιάχνουν καλό κρασί. Όσο πιο πολύ αγαπιούνται τόσο καλύτερο το κρασί. Και υπάρχει και μια παλιά παράδοση. Για κάθε ποτήρι κρασί που πίνεις ρίχνεις και μια γουλιά στο χώμα για τους νεκρούς. Να τους μεταφέρεις λίγο από τη δική σου αγαλλίαση, τη δική σου γλυκιά μέθη. Ο 70χρονος Φαραμάρζ και η συνομήλική του Μαχίν τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους πίνοντας στην πιο ευτυχισμένη νύχτα της ζωής τους, αφού πρώτα έχουν ποτίσει με μια γουλιά από το κρασί τους το χώμα. Ο έρωτας και ο θάνατος δεν τους τρομάζουν. Τον πρώτο τον επιζητούν, τον δεύτερο τον έχουν αποδεχτεί, αφού πλέον βρίσκονται και οι δύο στη δύση της ζωής τους.
Λίγο πριν τους τυλίξει η αιώνια μοναξιά, αποφασίζουν να μοιραστούν τη μοναξιά της πρόσκαιρης ζωής τους, συνειδητοποιώντας ότι ο χρόνος δεν μετριέται με τη διεκπεραίωση των υποχρεώσεων της ζωής, αλλά με τις μικρές ανθρώπινες στιγμές που μπορεί να φέρουν την προσωπική πλήρωση του καθενός. Εκείνες τις στιγμές όπου όλα τα βάρη και οι φόβοι που σου έχουν επιβληθεί και που εσύ με τη σειρά σου έχεις επιβάλλει στον εαυτό σου, διαλύονται σαν χάρτινος πύργος, όταν ο ίδιος σου ο εαυτός επαναστατεί, διεκδικώντας αυτό που για πολλά χρόνια του είχε στερηθεί.
Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί και θρησκευτικοί περιορισμοί που καταπιέζουν τις ζωές των ανδρών και των γυναικών στο Ιράν. Είναι και ο ηλικιακός ρατσισμός, που δεν συναντάται μόνο στο Ιράν. Είναι η εσωτερίκευση του απαγορευτικού δικαιώματος στην τρίτη ηλικία να ερωτευτεί. Είναι η παραίτηση των ανθρώπων αυτής της ηλικίας να αναζητήσουν στη συντροφικότητα, αυτό που λείπει από τη ζωή τους. Να γεμίσουν το κενό της μοναξιάς τους που γίνεται ανυπόφορη, όταν στα μάτια των άλλων αντιμετωπίζονται ως άτομα που καλό είναι να κάτσουν στη γωνίτσα τους και να μην ενοχλούν, ως άτομα που περνούν απαρατήρητα, ως άτομα που στην καλύτερη των περιπτώσεων αντιμετωπίζονται στοργικά από τους οικείους τους και στη χειρότερη αποτελούν βάρος για αυτούς. Ο Φαραμάρζ και η Μαχίν διεκδικούν ό,τι έχουν στερηθεί. Και η διεκδίκηση τούς αλλάζει. Τους μεταμορφώνει. Τους αναζωογονεί. Τα πόδια δεν σέρνονται βαριά και νωχελικά, αλλά απογειώνονται στον χορό, αποκτούν την ενέργεια που τους έλειπε τόσο χρόνια, μια ενέργεια που εξωτερικεύεται και αντιλαμβανόμαστε τη δυναμική της, στα βλέμματα που συναντιόνται, στα χέρια που αγγίζονται, στα σώματα που ανακαλύπτουν τους δικούς τους ρυθμούς και αφήνονται να παρασυρθούν σε αυτούς, εκφράζοντας χωρίς ενδοιασμούς και υπεκφυγές, αλλά με απόλυτη ειλικρίνεια και μια φυσική ευγένεια, την επιθυμία να ζήσουν, να αγαπηθούν, να μοιραστούν, να προσφέρουν ο ένας στον άλλον τον εσωτερικό τους πλούτο που κρατούσαν φυλακισμένο στα σώματα αυτά.
Τα σώματα που ντρέπονται να τα αποκαλύψουν στον άλλον, που νιώθουν άβολα με αυτά, αλλά που το πλησίασμα των δύο ανθρώπων τους φέρνει πιο κοντά σε αυτά τα κουρασμένα και παραμελημένα σώματα. Έτσι που τα αγαπούν. Γιατί έτσι συμβαίνει με την αγάπη δύο ανθρώπων. Καταλύονται όλες οι αναστολές, όλα τα επιβεβλημένα εμπόδια, όλοι οι μασκαρεμένοι εαυτοί και πλέον «γυμνοί» οδεύουν ο ένας προς τον άλλο. Η Μαχίν δεν φοβάται την κουτσομπόλα γειτόνισσα των αυστηρών ηθών, δεν φοβάται να κοιμηθεί με έναν άντρα που πριν λίγο γνώρισε, δεν φοβάται να βάλει δυνατά τη μουσική και να χορέψει. Και στον χορό της, ο Φαραμάρζ ακόμη πιο φοβισμένος, ακόμη πιο συνεσταλμένος, αφήνεται να παρασυρθεί από την πιο ενεργητική και δραστήρια Μαχίν, αποβάλλοντας και αυτός σταδιακά, όλες τις ιδεοληψίες που άφηνε να κυριαρχούν στη ζωή του, στερώντας του το βασικό δικαίωμα. Να τη ζήσει με τον τρόπο που εκείνος ήθελε.
Τη σκηνοθέτρια και τον σκηνοθέτη της ταινίας, Μαριάμ Μογκαντάμ και Μπεχτάς Σαναεχά, αντίστοιχα, τους έχουμε συναντήσει στην ταινία «Η μπαλάντα της λευκής αγελάδας» (2020) όπου εκεί το βασικό θέμα ήταν η θανατική ποινή, ένα πολύ καυτό θέμα που απασχολεί τον λαό του Ιράν και έχει τεθεί καταγγελτικά, φυσικά, και στις δύο τελευταίες ταινίες του Ρασούλοφ. Στην «Μπαλάντα της λευκής αγελάδας» πρωταγωνιστούσε η σκηνοθέτρια, Μαριάμ Μογκαντάμ, αλλά και σε έναν πολύ μικρο ρόλο -της καλής, αλλά υποταγμένης γειτόνισσας- είχαμε ξεχωρίσει την Λίλι Φαραντπούρ, που ως κεντρική πλέον ηρωίδα της ταινίας «Το αγαπημένο μου γλυκό» παραδίδει μαθήματα ηθοποιίας με την απλότητά της, την ικανότητά της να αποδίδει με απόλυτη ειλικρίνεια τα συναισθήματά της, έτσι που νιώθεις ότι δεν υποκρίνεται, αλλά απλά μας παρουσιάζει τον πραγματικό της εαυτό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον συμπρωταγωνιστή της τον Ισμαήλ Μεχραμπί.
Η ερωτική περιπέτεια και των δύο ξεπερνά τα γεωγραφικά και εθνογραφικά σύνορα. Γιατί εδώ πρόκειται για μια υπέρβαση που δεν έχει να κάνει μόνο με τις χρόνια συσσωρευμένες καταπιέσεις, πολλές από τις οποίες προέρχονται και από το ίδιο το καθεστώς. Έχει να κάνει κυρίως με την υπέρβαση δύο μεγάλων ανθρώπων που ενώ πίστευαν ότι η ζωή τους έχει τελειώσει – ίσως γιατί εκπαιδευόμαστε από μικροί να πιστεύουμε ότι μετά τα 70 έρωτες και αγάπες δεν χωράνε – τελικά ανακαλύπτουν πvς όχι μόνο δεν έχει τελειώσει, αλλά μπορεί να τους δώσει μέσα σε λίγες στιγμές την πραγματική ευτυχία που στα προηγούμενα χρόνια δεν είχαν καν διανοηθεί ότι μπορεί να βιώσουν. Μία ευτυχία που χτίζεται με απλά πράγματα, μόνο που τα απλά αυτά πράγματα έχουν μέσα τους όλη την αλήθεια και όλο το απόσταγμα εκείνης της γλύκας που φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων που δεν θέλουν μόνο να αγαπηθούν, αλλά που μπορούν και να αγαπήσουν. Εκείνης της γλύκας του αγαπημένου τους γλυκού που περιμένουν να το μοιραστούν, γιατί η μοιρασιά, αλλά και η αναμονή της μοιρασιάς το κάνει πάντα πιο γλυκό…
Η ταινία απέσπασε το Βραβείο Κριτικών στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
1 Trackback