Το δικό μας αντίο στη Μόνικα Βίττι
Ναι, ήταν από τις πιο όμορφες γυναίκες που πέρασαν από την ιστορία του κινηματογράφου. Ίσως γιατί μέσα από τα υπέροχα μάτια της, μάτια που μας οδηγούν στους εσωτερικούς της κόσμους, αναζητούμε και εμείς να σώσουμε την ομορφιά που έχει απομείνει στους δικούς μας κόσμους.
«Κόκκινη Έρημος»
Μικελάντζελο Αντονιόνι, με τους Μόνικα Βίττι, Ρίτσαρντ Χάρρις, Κάρλο Κιονέτι
-Δεν καταφέρνω να κοιτάζω για πολύ τη θάλασσα όταν δεν με ενδιαφέρει ό,τι βλέπω σε αυτά που συμβαίνουν στη στεριά. Μου φαίνεται πως τα μάτια μου είναι διαρκώς βουρκωμένα. Μα τι θέλουν να κάνω με τα μάτια μου; Τι πρέπει να κοιτάζω;
-Εσύ λες “τι πρέπει να κοιτάζω;” Εγώ “πώς πρέπει να ζω;” Είναι το ίδιο πράγμα.
Είναι ο διάλογος σε μία σκηνή της ταινίας ανάμεσα στη Μόνικα Βίττι (Τζουλιάνα) και τον Ρίτσαρντ Χάρρις (Κορράντο)
Και ναι, είναι το ίδιο πράγμα. Γιατί τα βαθύτατα αυτά υπαρξιακά ερωτήματα ανάγονται στο βασικό ερώτημα που ταλάνιζε εκείνους και ταλανίζει κάθε ευαίσθητο άνθρωπο που βλέπει χρόνια τώρα το βάναυσα καταπατημένο φυσικό περιβάλλον να εξακολουθεί να καταπατάται από την ανεξέλεγκτη πλέον πρόοδο της τεχνολογίας, και στη θέση του να εξαπλώνεται, να ριζώνει, να φυτρώνει παντού η πλήρης αποξένωση. Αποξένωση από το ίδιο το περιβάλλον, από τους ανθρώπους, αλλά και από τους εαυτούς τους. Και πάνω σε αυτή τη δυστοπία να δημιουργείται μια ποικιλία αντιδράσεων. Μια ποικιλία αναζήτησης λύσεων απόδρασης από αυτήν. Για κάποιους ο συμβιβασμός που εμπερικλείει μέσα του όλη την ηττοπάθεια είτε συνειδητή είτε όχι (αποτυπώνεται στο προσώπου του συζύγου, του Ούγκο- Κάρλο Κιονέτι), για κάποιους η προσπάθεια να αφουγκραστούν το διπλανό τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αφουγκραστούν και τους ίδιους τους εαυτούς, καταλήγοντας όμως στο μάταιο της προσπάθειας και πέφτοντας και εκείνοι στον συμβιβασμό έχοντας όμως (είναι και η διαφορά τους από τους προηγούμενους) επίγνωση αυτού του συμβιβασμού. Όλο αυτό ενσαρκώνεται από τον Κορράντο- Ρίτσαρντ Χάρρις φίλο του συζύγου, που δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σύζυγο και δείχνει και ερωτευμένος μαζί της.
Και υπάρχει και η άλλη κατηγορία (εξαιρετική απόδοση από τη Μόνικα Βίττι- Τζουλιάνα), αυτή που ούτε μπορεί να συμβιβαστεί ούτε μπορεί να δεχτεί αυτή την πραγματικότητα, αλλά ούτε και μπορεί να αποδράσει από αυτήν παρόλο που ιδιαίτεροι εσωτερικοί μηχανισμοί επιχειρούν αυτή την απόδραση. Μηχανισμοί που εκδηλώνονται φαινομενικά ως αφηρημάδα, ως μη επαφή με τον κόσμο της πραγματικότητας, ως νευρωτικές κινήσεις που αποκαλύπτουν αυτό το «δεν με χωράει ο τόπος», «δεν έχω πού να σταθώ», ως ενδείξεις μιας ψυχικής πάθησης από την οποία όμως η πλειοψηφία πάσχει, απλά μάχεται για την αποτροπή της εκδήλωσής της. Υπάρχει αυτή η κατηγορία ανθρώπων που συμπυκνώνεται στον τελευταίο μονόλογο, επί της ουσίας παρόλο που απευθύνεται σε κάποιον άγνωστο, της Μόνικα Βίττι. «Όχι δεν είμαι μία γυναίκα μόνη, μόνο που αν με τσιμπήσετε δεν νιώθω τίποτα. Όχι δεν πρέπει να τα σκέφτομαι όλα αυτά, δεν πρέπει να σκέφτομαι ότι αυτό είναι αρρώστια, πρέπει να σκέφτομαι ότι όλα αυτά που μου συμβαίνουν είναι η ζωή μου».
Και έτσι συνεχίζει τη ζωή της, μια ζωή που ίπταται της πραγματικότητας, μια ζωή σε ένα άλλο σύμπαν όπου αναζητάται η πολυπόθητη ηρεμία που όμως αργεί, αλλά και που αν έρθει δεν θα μπορέσει να γίνει κατανοητή από τους ανθρώπους που βρίσκονται έξω από τον κόσμο της ηρωίδας.
«Παίζει» πολύ με τα χρώματα ο Αντονιόνι στην ταινία του αυτή, έχοντας πάντα ως κυρίαρχο το γκρι ομιχλώδες τοπίο ενός βιομηχανικού τοπίου που έχει ισοπεδώσει το άλλοτε φυσικό περιβάλλον που υπήρχε στη θέση του. Μέσα σε αυτό το τοπίο όμως εισβάλλουν το κόκκινο, το πράσινο, το γαλάζιο, αποδίδοντάς μας τις λεπτές και εύθραυστες ψυχικές διακυμάνσεις και αποχρώσεις της ηρωίδας που προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μας, τα ανεξερεύνητα μυστήρια της ψυχής της και τα όσα την βασανίζουν και την ανάγκη της να τα ερμηνεύσει, να τα εξηγήσει, να τα μοιραστεί για να καταφέρει να τα τιθασεύσει. Να καταφέρει να τιθασεύσει όλη αυτή την ψυχική χρωματική πανδαισία.
Μπαίνουμε στον κόσμο της Τζουλιάνα και βασανιζόμαστε μαζί της γιατί καταφέρνουμε να κατανοήσουμε όλες αυτές τις ψυχικές της αβεβαιότητες που ανακύπτουν από έναν κόσμο που πλέον ο εφιαλτικός ρεαλισμός του δεν μας επιτρέπει να συνοδοιπορήσουμε μαζί του, μας διώχνει και αφηνόμαστε να ακολουθήσουμε την Τζουλιάνα στους δρόμους που μας ανοίγει η ψυχή της.
Ναι· ήταν από τις πιο όμορφες γυναίκες που πέρασαν από την ιστορία του κινηματογράφου. Ίσως γιατί μέσα από τα υπέροχα μάτια της, μάτια που μας οδηγούν στους εσωτερικούς της κόσμους, αναζητούμε και εμείς να σώσουμε την ομορφιά που έχει απομείνει στους δικούς μας κόσμους.