Το κρεματόριο / Spalovac Mrtvol / The Cremator (Τσεχοσλοβακία, 1969)
Πραγματικό αριστούργημα! Μία ταινία του Γιουράι Χερτς, που έμεινε απαγορευμένη από το 1973 μέχρι το 1990 και που μας δίνεται η ευκαιρία να την απολαύσουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Μία ταινία του Γιουράι Χερτς, που έμεινε απαγορευμένη από το 1973 μέχρι το 1990 και που μας δίνεται η ευκαιρία να την απολαύσουμε στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Ο Γιουράι Χερτς γεννημένος στη Σλοβακία το 1934, ήταν επιζών του Ολοκαυτώματος, έχοντας φυλακιστεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρουκ κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας. Περίπου 60 μέλη της οικογένειάς του έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.
Στην πρώτη σκηνή της ταινίας, μας μεταφέρει αρκετά χρόνια πριν, παρακολουθούμε ένα νιόπαντρο ζευγάρι να κάνει τον περίπατό του σε ένα ζωολογικό κήπο και να στέκεται μπροστά στο κελί μιας λεοπάρδαλης. Εκεί ο άντρας μιλώντας με όμορφα λόγια στη γυναίκα του λέει ότι της αξίζουν πολλά και της υπόσχεται ότι θα αγωνιστεί κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους να της τα παράσχει. Ένας μικροαστός με εμφυτευμένα τα στερεότυπα της πατριαρχίας που θεωρεί ότι ο άνδρας είναι ο κύριος και ο αφέντης και φέρει αποκλειστικά όλο το βάρος των ευθυνών για το μέλλον της οικογένειάς του. Ένα μέλλον που εξαρτάται από τον ίδιο αποκλειστικά.
Βρισκόμαστε στην Τσεχοσλοβακία, την εποχή του μεσοπολέμου, όπου στη διπλανή χώρα, τη Γερμανία, η μεσαία τάξη, η τάξη δηλαδή στην οποία ανήκει και ο ήρωάς μας, αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και αναζητά τον σωτήρα της, μη μπορώντας μόνη της να διαχειριστεί την έκπτωσή της και να αντιληφθεί τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή. Μία τάξη ανθρώπων που οι καταστροφικές συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και η επακόλουθη χρεωκοπία στην οποία οδηγήθηκε η χώρα, έφεραν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ισχυρού αισθήματος μνησικακίας και μια σταδιακή συγκατάβαση προς το ναζιστικό κόμμα και ιδεώδες. Δεν απέχει ο τρόπος σκέψης του ήρωά μας του Κοπφρκίνγκλ, από αυτόν του Γερμανού της μεσαίας τάξης. 19 χρόνια μετά, και αφού οι Γερμανοί έχουν πλέον κατακτήσει την Τσεχία, το 1939, ο Κοπφρκίνγκλ, καλείται να διαλέξει στρατόπεδο.
Στραμμένος στο αδιέξοδο των ατομικών εμμονών μέσα στο πλαίσιο μιας εποχής που οι κοινωνικές δυσαρμονίες λαμβάνουν τεράστιες διαστάσεις, ο σκηνοθέτης, Γιουράι Χερτς, καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια την πορεία του μικροαστού υπαλλήλου προς την τρέλα. Την τρέλα της εξουσίας. Αυτή που οδήγησε στον θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους. Διευθυντής ενός κρεματορίου αποτέφρωσης νεκρών, ο Κοπφρκίνγκλ, που είναι ταυτόχρονα και ένας άψογος οικογενειάρχης ο οποίος προσπαθεί να ανέβει τα σκαλιά της κοινωνικής ιεραρχίας για να κερδίσει την εκτίμηση των μελών της οικογενείας του, αλλά και την εκτίμηση του ίδιου προς τον εαυτό του, αναγάγει τον ρόλο του σε μέγιστη προσφορά προς τους ανθρώπους, αφού μέσω της καύσης των νεκρών τους απαλλάσσει από τα επίγεια βάσανα και βοηθά την ψυχή τους μέσα σε 75 λεπτά (τόσο διαρκεί η καύση) να απελευθερωθεί και να αναδυθεί, βρίσκοντας τη θέση της σε κάποια άλλη μορφή μέσω της μετενσάρκωσης. Λάτρης της θιβετιανής θρησκείας ο Κοπφρκίνγκλ, οδηγείται σταδιακά στην ανάληψη μιας άλλης ανώτερης θέσης: Aυτής της διεύθυνσης των θαλάμων αερίων. Το ιδεολογικό του υπόβαθρο περι απελευθέρωσης των ψυχών παραμένει το ίδιο. Είναι η συγκάλυψή του. Πολλές φορές, άλλωστε η θρησκεία έχει χρησιμοποιηθεί προκειμένου να συγκαλύψει ανήθικες πολιτικές.
Οι πολιτικές επιλογές του ήρωά μας μέσω των οποίων καταλήγει να ταυτιστεί απόλυτα με τον ναζισμό και να γίνει ένα ανθρώπινο κτήνος, προκύπτουν μέσα από μία λεπτομερή καταγραφή που αναδεικνύει τις αιτιοκρατικές σχέσεις που συνδέουν τις ψυχολογικές διαθέσεις του ήρωα –εκπροσώπου της μεσαίας τάξης με τις τεράστιες καταστροφικές ιστορικές συνέπειες των διαθέσεων αυτών. Ο σκηνοθέτης μέσα από μία ιδιαίτερη σκηνοθετική προσέγγιση ερμηνεύει το φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο στην ιστορία των ανθρώπων δεν υπάρχουν μόνο ψυχολογικές τάσεις που μεταλλάσσονται, αλλά υπάρχουν και ψυχολογικά χαρακτηριστικά που απελευθερώνονται λόγω των ιστορικών συνθηκών. Υπάρχουν τα ζωώδη ένστικτα εξουσίας και επιβολής, τα σεξουαλικά απωθημένα, που βρίσκουν την έκφρασή τους μέσα από τη χαλάρωση των ηθών, τη διαστροφή την ανηθικότητα που τείνουν να γίνουν κανονικότητες, υποστηριζόμενες από ένα σύστημα που διαμορφώνει τις κατάλληλες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες έτσι ώστε κάτω από την απειλή της φτώχειας, αλλά και της υποβάθμισης του κοινωνικού τους status, οι άνθρωποι να χάνουν τα οράματά τους και να γίνονται έρμαια του φόβου τους και των εσωτερικών εκείνων μηχανισμών που κινητοποιούνται από την τάση επιβολής του ισχυρού πάνω στον αδύναμο. Μία τάση που προβάλλεται ως ιδεολογία μιας ανώτερης φυλής που δικαιολογεί με τον τρόπο αυτό το πώς οι δημοκρατικές πεποιθήσεις ενός λαού εξουδετερώνονται και το πώς ο λαός αυτός χειραγωγείται γίνεται έρμαιο στα χέρια των παρανοϊκών, πώς ανέχεται και πώς σιωπά απέναντι στα εγκλήματα και τα όσα φρικιαστικά συνέβησαν τότε. Αλλά για να το προχωρήσουμε και πιο πέρα, συντελούνται και σήμερα κάτω από άλλες δυναμικές και μορφές (παιδοβιασμοί, θαλασσοπνιγμένοι πρόσφυγες ή πρόσφυγες που αφήνονται στο έλεος στα ανοιχτά των πελάγων – θύματα ανελέητων απάνθρωπων πολιτικών, απόλυτη φτωχοποίηση, άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη).
«Το κρεματόριο», είναι μία ταινία που αντλεί από τον σουρεαλιστικό κινηματογράφο, αντιπαραθέτοντας φαινομενικά ασύνδετα στοιχεία, προκαλώντας σοκ και έκπληξη στον θεατή από αυτή την αντιπαράθεση και τη σύγκρουση. Μία ταινία που εμπνέεται από την ψυχανάλυση που βασικές θεματικές της είναι το όνειρο, η μαγεία, ο πνευματισμός και το υποσυνείδητο. Κυρίως όμως, αντλεί από τον εξπρεσιονιστικό κινηματογράφο όπου προβάλλεται όλη η φρίκη μιας πραγματικότητας βουτηγμένης στη βία, την απόγνωση και τον κυνισμό, επικεντρώνοντας όμως στο ανθρώπινο στοιχείο προχωρώντας και ακόμη πιο πέρα από αυτό το είδος, καταλήγοντας σε μία αργή αισθαντικότητα, απότοκο του εξπρεσιονισμού. Από την σύζευξη όλων των παραπάνω παρακολουθούμε ως το τέλος με κομμένη την ανάσα την ταινία που είναι ένας στοχασμός πάνω στην πολιτική διαστροφή και την ιδεολογική δυσκαμψία, όπου το εξαιρετικό μοντάζ, η κίνηση της κάμερας η αντι- ρεαλιστική απόδοση της πραγματικότητας που αποδίδεται μέσω των θεματικών εντάσεων και των παραμορφώσεων, η σύνθεση της εικόνας και η χρήση του φωτός και του χώρου, καθώς και η σκηνογραφία όπου η υφή των σκηνικών είναι θολή και αφηρημένη, ώστε να μην αποτελούν σχόλια της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά αναπαράσταση του κόσμου όπως αυτός ενυπάρχει στον εσωτερικό ψυχικό μηχανισμό μας, όλα αυτά προσδίδουν στις εικόνες που περνούν από μπροστά μας, μια σκοτεινή δραματική ένταση που φορτίζει συγκινησιακά και προκαλεί συναισθήματα αποστροφής και απόγνωσης, καθώς και έναν έντονο προβληματισμό πάνω στον τρόπο που ένας ολόκληρος λαός μπορεί να αφεθεί και να διαπράξει εγκλήματα όχι εν αγνοία του, αλλά εξαιτίας μίας σκόπιμης άγνοιας των μηχανισμών, εσωτερικών και εξωτερικών, που τον οδηγούν στη διάπραξη αυτών.