“Το μπλε καφτάνι” – Το αριστούργημα που μας έρχεται από το Μαρόκο!
Το απολαύσαμε στο ΙΝΤΕΑΛ, τον κινηματογράφο που κινδυνεύει να χαθεί και μαζί με αυτόν να χαθεί και η ποιητική της αισθαντικότητας που μόνο στη σκοτεινή αίθουσα μπορείς να βιώσεις και να νιώσεις…
Το Μπλε Καφτάνι/Le Bleu du Caftan, της Μαριάμ Τουζανί, Μαρόκο, 2022
Στην εποχή του γρήγορου, της μαζικής παραγωγής, της μηχανοποίησης των πάντων, ο Χαλίμ παραμένει πιστός στην παραδοσιακή τέχνη της ραπτικής που του κληροδότησαν οι τεχνίτες του είδους. Δεν αφήνεται να παρασυρθεί από το εύκολο χρήμα, δεν κάνει έκπτωση στην ποιότητα των καλλιτεχνημάτων του. Γιατί ο Χαλίμ είναι καλλιτέχνης. Είναι δημιουργός. Και την αισθητική της τέχνης του μας τη μεταδίδει. Μας τη μεταδίδει με το απαλό άγγιγμα των μεταξωτών υφασμάτων, μας τη μεταδίδει με την τεράστια υπομονή με την οποία σκύβει στα δημιουργήματά του και τα διακοσμεί με τις χρυσοποίκιλτες κλωστές του, δημιουργώντας το τέλειο.
Η Μίνα κατανοεί. Η Μίνα σβήνει τα σημάδια της καταπίεσης και της περιφρόνησης που χαράζονται στις ψυχές των ανθρώπων που ζουν σε πατριαρχικές θρησκόληπτες κοινωνίες. Σαν αυτή του Μαρόκου -και όχι μόνο- που η ομοφυλοφιλία και το προγαμιαίο σεξ θεωρούνται αμαρτήματα.
Και ο Γιουσέφ ερωτεύεται. Το τέλειο. Αυτό που δεν υπόκειται στους πολιτισμικούς καταναγκασμούς που σε κάθε ιστορική περίοδο διαμορφώνουν την έμφυλη ταυτότητα. Ερωτεύεται όχι το φύλο, αλλά την ταυτότητα του ανθρώπου που υπάρχει πίσω από το φύλο. Ερωτεύεται το αγνό, την ανωτερότητα, την αξιοπρέπεια. Αυτό που βγάζει και στον ίδιο τον καλύτερό του εαυτό.
«Το μπλε καφτάνι» ανήκει στις ταινίες όπου τα λόγια περιττεύουν. Η ποιητική της αισθαντικότητας βρίσκεται στο επίκεντρό της και μέσα από τα αγγίγματα, τις σιωπές και τα τόσο ομιλητικά βλέμματα, επιτρέπει στον θεατή να έρθει σε επαφή και να κατανοήσει αυτό που αποκαλούμε αισθητική της τέχνης. Που δεν είναι τίποτε άλλο από το ωραίο. Και που αυτό το ωραίο απαιτεί από τον θεατή να επιστρατεύσει την φαντασία του, τη συνθετική του ικανότητα και να υφάνει ο ίδιος τον ιστό μέσα από τα ποικίλα νήματα των σκέψεων και των συγκινησιακών ερεθισμάτων που αφειδώς του προσφέρονται στην ταινία, έναν ιστό που η ολοκλήρωσή του θα του φανερώσει την ομορφιά της αλήθειας. Της αλήθειας που κατακτάται μέσα από τον κόσμο της αισθητικής εμπειρίας και των συναισθημάτων, που απενοχοποιούνται και ενθαρρύνεται η έκφρασή τους, και έτσι ανοίγεται ο δύσκολος δρόμος προς την κατάκτηση της γνώσης. Που δεν είναι άλλη από την ουσία της ύπαρξης που η ομορφιά της είναι η ίδια η φύση της που επιζητεί την βαθιά ανθρώπινη επικοινωνία, την αγάπη, τη φροντίδα και την απαλλαγή από οτιδήποτε στέκει εμπόδιο και μολύνει όλα αυτά.
Την ταινία απολαύσαμε στον μοναδικό χώρο όπου μπορεί να μεταδοθεί η αισθητική του κινηματογράφου. Και που δεν είναι άλλος από τη σκοτεινή αίθουσα. Και την απολαύσαμε σε έναν χώρο που κινδυνεύει να κλείσει. Στο ΙΝΤΕΑΛ. Εκεί όπου μια αδιάφορη πολιτεία δεν μπορεί να αντιληφθεί το πόσο απαραίτητη είναι αυτή η μεταδοτικότητα της αισθητικής. Το πόσο ανάγκη την έχουμε. Το πόσο απαραίτητα είναι αυτά τα περιθώρια ανάσας οξυγόνου που μπορεί να σου προσφέρει η επαφή με την ομορφιά. Την αφαιρετική ομορφιά. Αυτή που απομένει όταν οι άνθρωποι δεν φοβούνται να αγαπήσουν, δεν φοβούνται να αγγίξουν, δεν φοβούνται να νιώσουν, δεν φοβούνται να αντιμετωπίσουν την επίγεια φθορά, γιατί μαθαίνουν ότι πίσω από την φθορά των σωμάτων υπάρχει η τελειότητα της ομορφιάς που νικά και τον ίδιο τον θάνατο.
Κρίμα να κυβερνιέσαι από καθεστώτα που καμία σχέση δεν έχουν με αυτό. Με αυτό που αποκαλείται αισθητική της τέχνης. Μεγάλο κρίμα. Και μεγάλη απώλεια αυτής της αισθητικής και της μαγείας, που πρέπει πάση θυσία να αποτρέψουμε.